logo
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Η Εβραϊκή Κοινότητα των Ιωαννίνων – Διαδρομή στο Χρόνο

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ – οι ρωμανιώτες εβραίοι

Οι Εβραίοι που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο από τα ελληνιστικά χρόνια (3ος αιώνας π.Χ.) ονομάστηκαν επί Βυζαντίου «Ρωμανιώτες» και αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του εβραϊκού στοιχείου στην περιοχή μέχρι τον 15ο αιώνα. Από την πρώτη στιγμή υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα, εμπνεύστηκαν από τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό και τις παραδόσεις και, συνδυάζοντάς τα γόνιμα με τα δικά τους ήθη και έθιμα, δημιούργησαν τη μοναδική ελληνο-εβραϊκή παράδοση. Διατήρησαν τη θρησκευτική τους ταυτότητα, όπως φαίνεται από τις συναγωγές που οικοδόμησαν και την επιβίωση της εβραϊκής ως λατρευτικής γλώσσας. Οι Ρωμανιώτες Εβραίοι ακολουθούσαν ένα ξεχωριστό λατρευτικό τυπικό, το οποίο περιλαμβάνεται με παραλλαγές στο Μαχζόρ Ρομάνια, το βασικό ρωμανιώτικο προσευχολόγιο, στο Μαχζόρ Καστοριά, στο Μαχζόρ Κάντια και στο Μαχζόρ Κέρκυρα. Οι σχέσεις τους με τους ντόπιους ήταν γενικώς αρμονικές και δεν μαρτυρήθηκαν πράξεις αντιεβραϊσμού, παρά μόνο ως μεμονωμένες εξάρσεις θρησκευτικού συναισθήματος.

Με την άφιξη των Σεφαραδιτών στα τέλη του 15ου αιώνα η κατάσταση διαφοροποιήθηκε. Οι περισσότερες ρωμανιώτικες εβραϊκές κοινότητες, με εξαίρεση κυρίως της Ηπείρου, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, αποδυναμωμένες αριθμητικά λόγω μετακινήσεων πληθυσμών, απορροφήθηκαν πολιτιστικά από τους Σεφαραδίτες, των οποίων η παράδοση υπερίσχυσε. Οι βασικές διαφορές από τους Ρωμανιώτες εντοπίζονται στη γλώσσα, στο ένδυμα, στις διατροφικές συνήθειες, καθώς και στο λατρευτικό τυπικό. Πάντως, ο ρωμανιώτικος εβραϊσμός πλειοψηφούσε σταθερά μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε πόλεις, όπως η Άρτα, η Πρέβεζα, η Πάτρα, τα Τρίκαλα, ο Βόλος, η Χαλκίδα, τα Χανιά.

Το αδιαμφισβήτητο κέντρο του ρωμανιώτικου εβραϊσμού υπήρξαν τα Ιωάννινα. Επικρατεί η άποψη ότι υπήρχε μια επιγραφή πριν από το 1800, στην οποία θα γίνονταν νύξεις για την ύπαρξη συναγωγής ήδη από τον 9ο αιώνα, σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία ομώνυμης πόλης στη θέση των σημερινών Ιωαννίνων. Ενώ στη γύρω παραθαλάσσια περιοχή, στη Νικόπολη, στο Άκτιο, στην Άρτα, Εβραίοι κατοικούν ήδη από την ύστερη αρχαιότητα, σαφή ιστορική αναφορά για την εβραϊκού πληθυσμού στην πόλη των Ιωαννίνων έχουμε μόλις κατά τον 14ο αιώνα, επί Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ορίζει μία περίοδο δύσκολη για τον εβραϊκό πληθυσμό των Ιωαννίνων, λόγω τόσο των επιδρομών ξένων λαών όσο και των εσωτερικών αυτοκρατορικών και διοικητικών ανακατατάξεων, οι οποίες συχνά σήμαιναν αλλαγή στάσης απέναντι στους Εβραίους.

Επί Οθωμανικής κυριαρχίας, οι Εβραίοι αντιμετωπίστηκαν με μετριοπάθεια: τους επιτρεπόταν η ελεύθερη άσκηση της λατρείας τους, τους δόθηκαν ιδιαίτερα εμπορικά και επαγγελματικά προνόμια, είχαν αυτόνομη ενδοκοινοτική οργάνωση. Κατά τον 16ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα και Σεφαραδίτες Εβραίοι, οι οποίοι όμως απορροφήθηκαν από το ντόπιο ρωμανιώτικο στοιχείο. Παράλληλα έφτασαν και ομόθρησκοί τους από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Ο εβραϊκός πληθυσμός κατοικούσε σε ιδιαίτερη συνοικία εντός των τειχών, όχι «γκετοποιημένος» αλλά συγκεντρωμένος, όπως όλες οι διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες των οθωμανικών αστικών κέντρων. Μετά το 1611 η συνοικία μέσα στο Κάστρο, στην περιοχή που βρίσκεται ακόμη και σήμερα η Παλιά Συναγωγή, μεγάλωσε σημαντικά.

H Ελλάδα αποτέλεσε την πύλη από όπου ο εβραϊσμός πέρασε στον ευρωπαϊκό χώρο, πολύ πριν τη Διασπορά του 71 μ.Χ. Ο εβραϊκός πληθυσμός της απαρτίζεται κυρίως από ελληνόφωνους και ισπανόφωνους Εβραίους.

Οι ελληνόφωνοι, ονομαζόμενοι Ρωμανιώτες, έχουν μια συνεχή παρουσία στον ελλαδικό χώρο, ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια (3ος αιώνας π.Χ.), όπως βεβαιώνουν αρχαιολογικά και ιστορικά τεκμήρια.

Στα πρώτα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, στα τέλη του 15ου αιώνα, επί Βαγιαζήτ Β΄, έφτασε το δεύτερο μεγάλο κύμα εβραϊκού πληθυσμού. Επρόκειτο για τους διωγμένους από την Ιβηρική χερσόνησο ισπανόφωνους Εβραίους, τους λεγόμενους Σεφαραδίτες, που κατέφυγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εγκαταστάθηκαν μαζικά σε νευραλγικά εμπορικά κέντρα του βορειο-ελλαδικού και αιγαιακού χώρου, όπως στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στη Ρόδο κ.α., όπου μεταφύτευσαν τη λαϊκή τους παράδοση, τη γλώσσα, την τεχνογνωσία και τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, όπως το εμπόριο, τη βιοτεχνία, λ.χ. υφαντουργία, τυπογραφία, τη χρηματο-οικονομία. Τόσο οι Ρωμανιώτες όσο και οι νεοφερμένοι Σεφαραδίτες θεωρούνταν, όπως όλοι οι αλλόδοξοι υπήκοοι του Σουλτάνου, djimmi, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις αλλά και ενδοκοινοτικές ελευθερίες, όπως αυτή της άσκησης της λατρείας.

Μέχρι το 1940, οι περίπου 80.000 Εβραίοι του ελληνικού κράτους ζούσαν ως ελεύθεροι και ισότιμοι πολίτες, με ζωντανή και την εβραϊκή τους συνείδηση. Διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή του τόπου, ενώ σε κάθε ανάγκη υπερασπίστηκαν με πατριωτισμό την Ελλάδα. Η μοιραία ώρα ήρθε με τη ναζιστική κατοχή. Παρά τις προσπάθειες του κλήρου, της επίσημης πολιτείας, της Αντίστασης και του απλού λαού, η «Τελική Λύση» μεταφράστηκε σε ποσοστό 87% των Εβραίων της Ελλάδας δολοφονημένο στα στρατόπεδα εξόντωσης, σε κοινότητες όπως η Πρέβεζα και οι Σέρρες που έσβησαν ολοκληρωτικά, σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα που άλλαξαν για πάντα.

Από τους 10.000 επιζώντες του Ολοκαυτώματος σήμερα στην Ελλάδα ζουν περίπου 5.000 Εβραίοι, οργανωμένοι σε εννέα κοινότητες, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, που είναι οι μεγαλύτερες και καλύτερα οργανωμένες, και στα Ιωάννινα, στον Βόλο, στα Τρίκαλα, στη Χαλκίδα, στην Κέρκυρα και στη Ρόδο, με λιγότερα από 100 μέλη η καθεμία.

Η εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων άκμασε στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν η πόλη βρισκόταν υπό την εξουσία του Αλή Πασά (1788-1822). Πολλά μέλη της κοινότητας εργάστηκαν στον διοικητικό τομέα, το εμπόριο άνθησε, η βιοτεχνία προωθήθηκε, ο εβραϊκός, όπως και ο υπόλοιπος πληθυσμός της πόλης, αυξήθηκε και επεκτάθηκε η κατοίκηση και εκτός του Κάστρου. Η κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα δοκιμαζόταν από εσωτερικές πολιτικές τριβές και συνεχή εθνικιστικά και αυτονομιστικά κινήματα και έχανε εδάφη και πληθυσμό, έγινε αισθητή και στα Γιάννενα. Οικονομικά προβλήματα, χαμηλό βιοτικό επίπεδο, διαξιφισμοί μεταξύ αλλόδοξων συμβιωτικών κοινοτήτων επηρέαζαν Εβραίους, χριστιανούς, μουσουλμάνους.

Οι 4.000 Εβραίοι, που ζούσαν τότε στα Γιάννενα, αντιμετώπισαν και αυτοί αντίστοιχα προβλήματα. Υπήρχε έντονη ανάγκη σύγχρονης γνώσης και επαγγελματικής κατάρτισης, κάτι που επιχείρησαν, και σε σημαντικό βαθμό πέτυχαν, τα σχολεία που από το 1904 ίδρυσε η Alliance Israélite Universelle, καθώς και διάφοροι κοινοτικοί σύλλογοι που συστήθηκαν με πρωτοβουλία ιδιωτών. Αποτέλεσμα της κρίσης ήταν ότι τμήμα του εβραϊκού πληθυσμού των Ιωαννίνων, ακολουθώντας τη συνολική τάση του ελληνικού πληθυσμού για μετανάστευση, έφυγε προς τις Η.Π.Α. και την Παλαιστίνη.

Τέτοια ήταν η γενική κατάσταση της κοινότητας, όταν ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), οι οποίοι έληξαν με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων στις 21 Φεβρουαρίου 1913 από τον ελληνικό στρατό και την ένταξη της πόλης, καθώς και του μεγαλύτερου μέρους της Ηπείρου, στο ελληνικό κράτος.

Με την απελευθέρωση η περιοχή έσπευσε, παρ’ όλα τα προβλήματα, να ακολουθήσει τους ρυθμούς και τους μετασχηματισμούς της υπόλοιπης Ελλάδας. Οι Εβραίοι της πόλης συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική και στην πολιτική ζωή της τοπικής κοινωνίας, και γενικότερα της χώρας. Υποστήριζαν, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες, το όραμα του Βενιζέλου για μια Μεγάλη Ελλάδα, κάτι που φάνηκε εμπράκτως με τη στράτευση αρκετών Εβραίων στη Μικρασιατική εκστρατεία.

Μέχρι το 1940, οι Εβραίοι της πόλης ζούσαν ειρηνικά και σε αρμονία με τους χριστιανούς συμπολίτες τους, με εξαίρεση μεμονωμένες περιπτώσεις. Μοιράζονταν τις ίδιες χαρές και λύπες, τα ίδια προβλήματα και ελπίδες, είχαν πλήρη συναίσθηση της ελληνικότητάς τους, ενώ παράλληλα συντηρούσαν και την εβραϊκή τους ταυτότητα μέσα από ιδιαίτερες μορφές καθημερινότητας.

Όταν στα τέλη του Οκτώβρη του 1940 ο φασιστικός Άξονας κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, πολλοί Εβραίοι, ανάμεσά τους και αρκετοί Γιαννιώτες, ως απλοί οπλίτες, αξιωματικοί ή βοηθητικό προσωπικό, έδιναν μαζί με τους χριστιανούς συμπατριώτες τους μαθήματα πατριωτισμού και αυτοθυσίας σε όλη την Ευρώπη.

Με την κατάληψη τελικά της Ελλάδας από τα στρατεύματα του Άξονα τα Γιάννενα βρέθηκαν υπό ιταλική κατοχή. Η εβραϊκή κοινότητα της πόλης τότε αριθμούσε περί τα 1950 μέλη. Η ιταλική διοίκηση, ιδιαίτερα επιεικής, δεν έλαβε περιοριστικά μέτρα εναντίον τους. Έτσι, οι Εβραίοι της πόλης συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους. Βεβαίως δεν έλειψαν και οι νέοι σε ηλικία, οι οποίοι ενώθηκαν στα γύρω βουνά με τις αντιστασιακές δυνάμεις, κυρίως από μίσος προς τον φασίστα κατακτητή και όχι ως λύση σωτηρίας. Ανάμεσά τους αναφέρουμε τους Σαλβατώρ Μπακόλα και Ιωσήφ Μάτσα.

Στις 20 Απριλίου 1943 εισέρχονται στην πόλη τα γερμανικά στρατεύματα, που εγκαθίστανται κανονικά τον Ιούλιο του 1943, με επικεφαλής το στρατηγό Jurgen von Stettner. Από την πρώτη στιγμή οι Γερμανοί πιέζουν εκβιαστικά την κοινότητα. Προσεγγίζουν τον Σαμπεθάι Καμπιλή, σημαίνον μέλος της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, ο οποίος πίστευε ότι η κοινότητα θα διέφευγε κινδύνους και διώξεις, υπακούοντας στις επιταγές των κατακτητών. Παρά τις αντίθετες αρχικές διαβεβαιώσεις των Γερμανών, το κλίμα βαραίνει.

Η Νέα Συναγωγή, Καχάλ Καντόσς Χαντάσς, καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Η Κοινότητα, με τη συνδρομή του δήμαρχου Γ. Βλαχλείδη, έκρυψε τα ιερά συναγωγικά σκεύη και υφάσματα στην κρύπτη της Παλιάς Συναγωγής της πόλης, Καχάλ Καντόσς Γιασσάν, κάτι που οδήγησε στη σωτηρία τους. Όσοι προέβλεπαν την καταστροφή προσπαθούσαν να διαφύγουν. Ο χριστιανικός κλήρος στάθηκε στο πλευρό των καταδιωκόμενων. Ο Μητροπολίτης Σπυρίδων διέσωσε πολλά αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία και αρκετές ραπτομηχανές, από τα εγκαταλελειμμένα εβραϊκά νοικοκυριά. Ένας απλός κληρικός, ο πάτερ Αθανάσιος, εξέδωσε ψεύτικες αστυνομικές ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα, τα οποία διένειμε σε όσους Εβραίους πρόλαβαν. Μέσα Μαρτίου 1944 οι εβραϊκές οικογένειες των Ιωαννίνων καταλογογραφήθηκαν και τα σπίτια τους σημαδεύτηκαν με σταυρούς.

Τα χαράματα της 24ης προς την 25η Μαρτίου 1944 τέθηκε αιφνιδιαστικά σε εφαρμογή η Τελική Λύση για τους Εβραίους των Ιωαννίνων: από την πλατεία Μαβίλη οι εκτός του Κάστρου κατοικούντες και από το Στρατιωτικό Νοσοκομείο οι Καστρινοί, οι 1870 Ρωμανιώτες Εβραίοι ξεριζώθηκαν μετά από δώδεκα αιώνες από τα Γιάννενα, τη χιονισμένη 25η Μαρτίου 1944. Πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους σε μπόγους βάρους μέχρι 40 κιλά. Μεταφέρθηκαν με 97 σκεπαστά φορτηγά, μέσω Τρικάλων, στη Λάρισα, και εν συνεχεία με τρένο, κάτω από άθλιες συνθήκες, στο Άουσβιτς. Εκεί και σε αρκετά ακόμη από τα στρατόπεδα του θανάτου εξολοθρεύτηκε το 92% του ρωμανιώτικου εβραϊσμού των Ιωαννίνων.

Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Εβραϊκή Κοινότητα των Ιωαννίνων αριθμούσε 181 μέλη: 112 οι επιζώντες από τα στρατόπεδα του θανάτου και 69 οι διασωθέντες που είχαν κρυφτεί σε χριστιανικά σπίτια ή είχαν διαφύγει στα βουνά, ορισμένοι πολεμώντας με τις αντιστασιακές δυνάμεις. Όσοι επέστρεψαν, παρά τις προσπάθειες των ανταρτών και του χριστιανικού κλήρου, βρήκαν τις περιουσίες τους ρημαγμένες, τα σπίτια τους κατειλημμένα, τα καταστήματά τους λεηλατημένα. Εκτός από τα οξύτατα πρακτικά προβλήματα στέγασης, περίθαλψης και επανένταξης, η ψυχολογική καταρράκωση της ξεκληρισμένης κοινότητας ήταν ασύλληπτη: η κοινότητα των Ιωαννίνων ήταν πλέον μια κοινότητα χωρίς ηλικιωμένους, μια κοινότητα που έχασε ένα σημαντικότατο κεφάλαιο μνήμης και παράδοσης, ένα κενό που δύσκολα αναπληρώνεται.

Από την πρώτη στιγμή ανασυστήθηκε το Συμβούλιο της Εβραϊκής Κοινότητας, με πρώτο πρόεδρο τον Ιωσήφ Κοέν. Αμέσως ξεκίνησαν επαφές με διεθνείς, αλλά και ελληνικούς φορείς, όπως η American Joint Distribution Committee και το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, ζητώντας υλική και ηθική υποστήριξη για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, κυρίως τα ορφανά, τις χήρες, τις ανύπαντρες κοπέλες, τους κατεστραμμένους επαγγελματίες. Πολλοί από τους επιζώντες μετανάστευσαν κυρίως στις Η.Π.Α. και στο Ισραήλ. Αξιοσημείωτη και ενδεικτική της ενδοκοινοτικής συνοχής είναι η συνδρομή στην προσπάθεια επανασύστασης της κοινότητας των Ιωαννίνων του Janina Relief Fund, ενός συλλόγου Γιαννιωτών Εβραίων που είχαν μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη. Σύντομα επισκευάστηκαν η Συναγωγή και το Νεκροταφείο, λειτούργησε Εβραϊκό Δημοτικό Σχολείο, η ζωή άρχισε να μπαίνει σε έναν ρυθμό.

Στις επόμενες δεκαετίες η εσωτερική μετανάστευση, προς την Αθήνα κυρίως, για επαγγελματικούς και εκπαιδευτικούς λόγους συνεχίστηκε. Σήμερα στα Γιάννενα ζουν 50 Εβραίοι, στην περιοχή της παλιάς εβραϊκής συνοικίας. Υπάρχει ακόμη και σήμερα το «Παλιό Συναγώι», Καχάλ Καντόσς Γιασσάν, που λειτουργεί με μετάκληση ραββίνου κατά τις εορτές.

Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων διατηρούν τους δεσμούς τους με το ρωμανιώτικο παρελθόν, κρατώντας ζωντανή τη συνείδηση του ότι είναι κληρονόμοι μιας μακραίωνης και μοναδικής παράδοσης.

Η συναγωγή αποτελεί το κέντρο της εβραϊκής κοινότητας και χώρο ομαδικής προσευχής και μελέτης. Η συναγωγική αρχιτεκτονική υπακούει σε θρησκευτικούς κανόνες (αλαχότ) και κρατικούς νόμους∙ παράλληλα, δέχεται επιρροές από την αρχιτεκτονική παράδοση της περιοχής όπου ζει κάθε κοινότητα. Στην Ελλάδα απαντούν δύο κύριοι τύποι συναγωγών, οι οποίοι διαφοροποιούνται ως προς την τοποθέτηση στον χώρο των βασικών τους στοιχείων: ο ρωμανιώτικος και ο σεφαραδίτικος.

Οι δύο συναγωγές των Ιωαννίνων, η Kαχάλ Καντόσς Γιασσάν (παλιά συναγωγή), και η Kαχάλ Καντόσς Χαντάσς (νέα συναγωγή) οικοδομήθηκαν με βάση τον ρωμανιώτικο τύπο, στον οποίο ανιχνεύονται βυζαντινές και ρωμανικές επιδράσεις. Η Kαχάλ Καντόσς Γιασσάν, γνωστή και ως «παλιό Συναγώι», οικοδομήθηκε από Εβραίους της Ιταλίας και της Σικελίας, οι οποίοι μετοίκησαν στην πόλη τον 16ο αιώνα. Βρίσκεται στην εβραϊκή συνοικία του Κάστρου και γνώρισε διάφορες κατασκευαστικές φάσεις, με κυριότερη αυτή του 1829, η οποία έδωσε στη συναγωγή τη μορφή που έχει σήμερα. Στην αυλή υπάρχει κρήνη και μόνιμη κατασκευή για τη σουκά, την καλύβα του Σουκότ (Γιορτή της Σκηνοπηγίας). Η είσοδος στον ευρύχωρο ισόγειο χώρο, ο οποίος προοριζόταν αποκλειστικά για τους άνδρες, είναι στα δυτικά, ενώ οι γυναίκες μπαίνουν στον γυναικωνίτη, μεχιτσά, ο οποίος βρίσκεται σε υπερυψωμένο χώρο, από εξωτερική σκάλα στη βόρεια πλευρά. Ο κεντρικός τετράγωνος χώρος ορίζεται από τέσσερις κίονες, που ενώνονται με τόξα.

Τα δύο βασικά στοιχεία κάθε συναγωγής είναι το Εχάλ και το Βήμα. Το Εχάλ είναι μια εσοχή, μαρμάρινη στην περίπτωση της Καχάλ Καντόσς Γιασσάν, στον ανατολικό τοίχο, όπου φυλάσσονται τα ιερά βιβλία της Τορά. Το Βήμα βρίσκεται στον δυτικό τοίχο, είναι υπερυψωμένο και από εκεί διαβάζουν την Τορά το Σάββατο, στις γιορτές και στις τελετές. Επίσης, υπάρχει η Τεβά, που είναι ένα αναλόγιο στο επίπεδο του δαπέδου, απέναντι από το Εχάλ.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των γιαννιώτικων συναγωγών αποτελεί ένα μικρότερο κτίσμα, δίπλα στον κυρίως χώρο, γνωστό ως μινιάν, το οποίο χρησίμευε ως βοηθητικός χώρος. Εδώ επίσης γινόταν η λειτουργία τις καθημερινές με τον μικρότερο απαραίτητο αριθμό πιστών για να τελεστεί λειτουργία.

Οι ραβίνοι, εκτός από θρησκευτικοί αρχηγοί, ήταν και διοικητικοί αρχηγοί κάθε κοινότητας. Επέλυαν εσωτερικά προβλήματα, εκπροσωπούσαν την κοινότητα προς στις τοπικές αρχές, απαντούσαν στα ερωτήματα του ποιμνίου, λειτουργούσαν ως θεματοφύλακες νόμων και παραδόσεων.

Η εξαιρετικά ευσεβής ρωμανιώτικη κοινότητα των Ιωαννίνων φιλοξένησε κατά διαστήματα φημισμένους ραβίνους, όπως ο Μωσέ Χαλεβή της Χεβρώνας ή ο Ιτσχάκ Γιεχουντά Α-Κοέν από το Σαφέντ τον 17ο αιώνα, ενώ σημαντικοί ντόπιοι ραβίνοι έζησαν εκεί κατά τον 19ο αιώνα, οπότε βελτιώθηκε το εκπαιδευτικό επίπεδο της κοινότητας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Σμουέλ Νταβίντ, γνωστός ως «Μεγάλος Χαχάμης», και ο Χασμάλ ή Χαΐμ Σμουέλ Χαλεβή, που αποτελεί ιερή μορφή για τους Γιαννιώτες Εβραίους. Αγαπητοί ραβίνοι και δάσκαλοι στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ο Χαχάμ Εζράς και ο Αχάμ Ντάβος.

Απαραίτητα για τη λατρεία είναι τα βιβλία προσευχών, που διακρίνονται σε σιντουρίμ, με τις καθημερινές προσευχές, και μαχζορίμ, με τις εορταστικές, και διαφοροποιούνται ανάλογα με το τυπικό, σεφαραδίτικο ή ρωμανιώτικο.

Το ρωμανιώτικο προσευχολόγιο είναι το Μαχζόρ Ρομάνια, ευρύτατα διαδεδομένο μέχρι τον 15ο αιώνα στον εβραϊκό πληθυσμό του ελλαδικού χώρου. Τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1520 στη Βενετία, ενώ λίγο αργότερα επανεκδόθηκε σε σεφαραδίτικα τυπογραφεία της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Περιέχει τις προσευχές όλου του έτους, των Σσαμπάτ και των εορτών. Έχει ενσωματώσει τους λυρικούς θρησκευτικούς και ηθικο-θρησκευτικούς ύμνους, τα πιγιουτίμ, για τις μεγάλες εορτές και τα ειδικά Σσαμπάτ και τους θρήνους, τα κινότ. Πιγιουτίμ και κινότ γράφονταν στα ελληνικά, σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο και ήταν επηρεασμένα από την τοπική παράδοση. Εκεί περιλαμβάνονται επίσης, μεταφρασμένα στα ελληνικά και γραμμένα με εβραϊκούς χαρακτήρες, το βιβλίο της Ρουθ, του Ιωνά, καθώς και το Άσμα Ασμάτων, τα οποία διαβάζονται κατά το Γιομ Κιπούρ, το Σσαβουότ και το Πέσαχ αντιστοίχως. Το Μαχζόρ Ρομάνια περιέχει στα ιουδαιο-ελληνικά και την προσευχή της Νεομηνίας, δηλαδή της Νέας Σελήνης (Ροσς Χόντεσς). Λόγω των περιορισμών στην τυπογραφική δραστηριότητα επί Οθωμανοκρατίας, οι Ρωμανιώτες κατέληξαν να χρησιμοποιούν και σεφαραδίτικα προσευχολόγια, προσθέτοντας στις σελίδες τους χειρόγραφες σημειώσεις.

Με το πέρασμα του χρόνου τα προσευχολόγια εξελίσσονταν, επαυξάνονταν ή απλοποιούνταν. Σήμερα οι Εβραίοι της Ελλάδας έχουν υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό το σεφαραδίτικο προσευχολόγιο, όπως διαμορφώθηκε τον 16ο-17ο αιώνα και το οποίο βασίζεται στα σχόλια του Ισαάκ Λούρια.

Στην Ελλάδα η εβραϊκή λατρεία ακολουθεί δύο διαφορετικά τυπικά, μινχαγκίμ: το ρωμανιώτικο και το σεφαραδίτικο, τα οποία ενώ έχουν ως κοινή βασική γλώσσα την εβραϊκή, διαφέρουν στην τοπική γλώσσα και σε λεπτομέρειες της συναγωγικής, κυρίως, λατρείας.

Στη ρωμανιώτικη λειτουργία χρησιμοποιείται σε σημαντικό βαθμό η γραικο-ιουδαϊκή, ελληνική γλώσσα και μάλιστα δημοτική. Μέχρι σήμερα οι λίγοι εναπομείναντες Ρωμανιώτες της Ελλάδας, που ζουν κυρίως στα Ιωάννινα και στη Χαλκίδα, ακολουθούν το τυπικό που στηρίζεται στο Μαχζόρ Ρομάνια και στο Μινχάγκ Μπενέ Ρόμα, που συνηθιζόταν στην Ιταλία. Η ρωμανιώτικη συναγωγική λειτουργία παρουσιάζει ιδιαιτερότητες ανά εορτή. Έτσι, στις λειτουργίες των μεγάλων εορτών, όπως του Ροσς Ασσανά και του Πέσαχ, ψάλλονται ύμνοι, τα πιγιουτίμ, και άσματα στη γραικο-ιουδαϊκή, τα οποία πλαισιώνουν το συναγωγικό τυπικό.

Η Πεντάτευχος, το ιερό βιβλίο του ιουδαϊσμού, ονομάζεται Σέφερ Τορά ή Κύλινδρος του Νόμου (πρόκειται για χειρόγραφο γραμμένο σε περγαμηνή). Σύμφωνα με τις αρχαίες συνήθειες φύλαξης των πολύτιμων βιβλίων, φυλασσόταν σε ειδική εσοχή της συναγωγής, πάντοτε όρθιο. Οι Εβραίοι σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο μέχρι σήμερα φυλάσσουν τον Κύλινδρο σε τικ (η λέξη προέρχεται από την ελληνική λέξη θήκη), που καλύπτουν με ύφασμα και ανοίγουν μόνο για την ανάγνωση του Νόμου. Το ρωμανιώτικο λατρευτικό τυπικό απαιτεί τα Ιερά Βιβλία να διαβάζονται πάντα μέσα στο τικ σε όρθια θέση. Οι Σεφαραδίτες συγκρατούν τον Κύλινδρο με υφασμάτινη λωρίδα στο μέσο περίπου του ύψους του και τον καλύπτουν με ύφασμα, ενώ κατά την ανάγνωση βρίσκεται σε ελαφρώς κεκλιμένη θέση.

Εξωτερικά το ξύλινο τικ διακοσμείται με εγχάρακτες ή γραπτές παραστάσεις ή με φύλλο ασημιού, συχνά μερικώς επιχρυσωμένο. Τις περισσότερες φορές καλύπτεται με κεντημένο ύφασμα, τη μαπά. Οι περγαμηνές τυλίγονται σε ξύλινους ή φιλντισένιους ορθοστάτες, τα Ετσέι Α Χαΐμ, «Δένδρα της Ζωής», που επιστέφονται με ξύλινα, ασημένια ή και ελεφάντινα ριμονίμ, «ρόδια», αρχαία σύμβολα της γονιμότητας και της ζωής. Τα ριμονίμ συχνά φέρουν κουδουνάκια που αντιπροσωπεύουν τη χαρά της ανάγνωσης της Τορά. Κάθε ορθοστάτης τοποθετείται σε ξύλινη ή φιλντισένια υποδοχή. Στη σεφαραδίτικη παράδοση μια μεταλλική κορώνα, το Κέτερ ή Αταρά, τοποθετείται στην κορυφή, τονίζοντας τη σημασία της Κορώνας της Πεντατεύχου.

Το τας, ένα ασημένιο πλακίδιο, που συμβολίζει αυτό που έφερε στο στήθος του ο βιβλικός Αρχιερέας, και το γιαντ, ο δείκτης που συχνά φέρει στην κορυφή του ένα ασημένιο χεράκι με προτεταμένο δείκτη και προστατεύει την περγαμηνή από φθορές, συνδέονται με την ανάγνωση της Τορά.

Ο εβραϊκός λαός εδώ και αιώνες διακοσμεί το εσωτερικό της συναγωγής και τα ιερά σκεύη της με βαρύτιμα κεντημένα υφάσματα. Την ίδια συνήθεια κρατούν και οι Εβραίοι της Ελλάδας στις συναγωγές τους.

Από τα χαρακτηριστικότερα συναγωγικά υφάσματα είναι το παρόχετ, το βήλο που καλύπτει την Ιερά Κιβωτό, χωρίζοντας την κόγχη ή το ερμάριο με τους Κυλίνδρους της Τορά από τον κυρίως χώρο. Πολλές συναγωγές της Ελλάδας έχουν διαφορετικά παροχότ για τις καθημερινές, το Σάββατο και τις γιορτές. Οι Ρωμανιώτες συνήθιζαν να κατασκευάζουν τα παροχότ από χρυσοκέντητα εορταστικά ενδύματα ή κλινοσκεπάσματα σε δεύτερη χρήση. Ως συνηθέστερα διακοσμητικά σχέδια στα νεότερα χρόνια (από τα τέλη του 19ο αι.) απαντούν οι ραβδωτοί συστρεφόμενοι κιονίσκοι, ενθύμηση των πεσσών Γιαχίν και Μποάζ της εισόδου στον Ναό του Σολομώντα, το Αστέρι του Δαβίδ, καθώς και οι Πλάκες του Νόμου, που συμβολίζουν την Τορά και συχνά συνδυάζονται με την Κέτερ Τορά, την «Κορώνα της Πεντατεύχου». Συνήθως τα παροχότ φέρουν κεντημένη αφιερωματική επιγραφή των δωρητών τους. Οι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων συχνά έραβαν πάνω στο παρόχετ μεταλλικά φυλαχτά, τα ταχσιτίμ.

Η μαπά, ο ταλμουδικός «μανδύας» της Τορά, καλύπτει το τικ. Τα κεντητά μοτίβα του είναι παρόμοια με αυτά των παροχότ: άνθινα θέματα και εβραϊκά σύμβολα, όπως οι Πλάκες του Νόμου με την Κέτερ Τορά. Οι Ρωμανιώτισσες των Ιωαννίνων συνήθιζαν να αφιερώνουν τμήματα ενδυμάτων τους ή πλούσια κεντήματα, που ενσωματώνονταν στα μαπότ. Η ρωμανιώτικη μαπά είναι πλατιά, με θηλιές στην άνω πλευρά, και καλύπτει την εξωτερική πλευρά του τικ. Ειδικά στα Ιωάννινα τα μαπότ του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα φέρουν αφιερωματικές ταινίες, τις οποίες έφτιαχναν οι Εβραίες της πόλης και ονομάζονταν καλτσοδέτες, από το αντίστοιχο τμήμα της ανδρικής ενδυμασίας. Το σεφαραδίτικο μεΐλ διαφέρει: θυμίζει πάνινη θήκη που αγκαλιάζει το Σέφερ Τορά, ανοιχτή στο κάτω μέρος και κλειστή πάνω, με μόνο δύο κυκλικά ανοίγματα από τα οποία προεξέχουν οι ορθοστάτες.

Η μαπά, κάλυμμα του αναλογίου, είναι ένα ύφασμα κεντημένο με μοτίβα παρόμοια με των παροχότ και των μεϊλίμ, πάνω στο οποίο τοποθετείται η Τορά κατά την ανάγνωση.

Σσαμπάτ

Από τις βασικότερες υπαγορεύσεις του ιουδαϊσμού είναι η τήρηση της αργίας του Σσαμπάτ, μέρας αφιερωμένης στην προσευχή και στη μελέτη του Νόμου και αποχής από κάθε παραγωγική εργασία. Στις εβραϊκές γειτονιές των Ιωαννίνων ο τελάλης κάθε Παρασκευή απόγευμα σήμαινε την «Ώρα για Σσαμπάτ». Τα εβραϊκά καταστήματα έκλειναν, οι γυναίκες ολοκλήρωναν τις οικιακές δουλειές, το φαγητό ήταν έτοιμο, τα καντήλια είχαν ανάψει λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Οι άντρες πήγαιναν στο Συναγώι και επέστρεφαν στα σπίτια για το δείπνο του Σσαμπάτ, στο οποίο ευλογούσαν το κρασί και εύχονταν στα παιδιά «μια καλή τύχη». Το πρωί του Σσαμπάτ χριστιανός γείτονας άναβε στα εβραϊκά σπίτια το καντήλι ή έβαζε κάρβουνα στο μαγκάλι κατά τους χειμερινούς μήνες. Οι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων συνήθιζαν περιπάτους στη λίμνη, όταν ο καιρός το επέτρεπε, ή συγκεντρώσεις σε σπίτια.

Σουκώτ

Το Σουκότ έκλεινε το καλοκαίρι

Τον Οκτώβρη με το Σουκότ, τη Γιορτή της

Σκηνοπηγίας, που στα Γιάννενα το ονομάζουν

Καλύβια, γιορτάζεται η σαραντάχρονη περιπλάνηση

των Εβραίων στην έρημο, πριν τη

άφιξή τους στη Γη της Επαγγελίας. Το βασικό έθιμο

είναι η κατασκευή στις αυλές ή στις

βεράντες της σουκά, καλύβας από καλάμια ή

ξερόκλαδα. Στον περίβολο της Kαχάλ

Καντόσς Γιασσάν υπήρχε μόνιμη σουκά, όπου

οργανώνονταν συσσίτια για τους άπορους.

Στη λειτουργία μοιράζεται στους πιστούς μικρ

μπουκέτο, το λουλάβ, που στερέωναν στη

μεζουζά της εξώπορτας. Στη σκεπή της σουκά

κρεμούσαν φρούτα και λουλούδια και εκεί

γίνονταν οικογενειακά γεύματα και προσευχές.

Ροσσ Ασσανά

Η εβραϊκή Πρωτοχρονιά, το Ροσς Ασσανά, που γιορτάζεται τον Σεπτέμβριο, εγκαινιάζει το δεκαήμερο της Μετάνοιας ή τις Τρομερές Ημέρες (Γιαμίμ Νοραΐμ). Το Δεκαήμερο καταλήγει στην Ημέρα του Εξιλασμού, το Γιομ Κιπούρ, που οι Γιαννιώτες Εβραίοι καλούν απλώς Κιπούρ ή Μεγάλη Ημέρα. Ένας «τελάλης-καλεστής» έβγαινε στους δρόμους της εβραϊκής συνοικίας δυο-τρεις ώρες πριν το ξημέρωμα, και φωνάζοντας «Ώρα για σ(ε)λιχώτ» καλούσε τους άντρες της κοινότητας στο Συναγώι κατά τις 06:00 για τις προσευχές της Μετάνοιας. Από τα «θεατρικότερα» έθιμα του Ροσς Ασσανά είναι το τασσλίχ, η συμβολική «απόρριψη» των αμαρτιών στη λίμνη, με συνοδεία ραββινικών ψαλμών. Συχνά στη λειτουργία της Πρωτοχρονιάς έρχονταν και χριστιανοί συμπολίτες, κάποτε και μέλη των τοπικών αρχών, για να δουν αλλά και να συμμετάσχουν στη χαρά των ετερόδοξων συμπολιτών τους.

Χανουκά

Γιορτή του Δεκέμβρη σε ανάμνηση της σωτηρίας του εβραϊκού λαού από τον Αντίοχο τον Επιφανή, για τους Εβραίους της Ελλάδας το Χανουκά συνδέεται και με τη θρυλική Εβραιοπούλα, την Ιουδήθ, που έσωσε το λαό της από την περσική υποδούλωση.

Στα Γιάννενα το Χανουκά θεωρείται οικιακή εορτή, αφού όλη η εθιμοτυπία λαμβάνει χώρα μέσα στο σπίτι. Κυρίαρχη θέση κατέχει το άναμμα επί οκτώ ημέρες της οκτάφωτης λυχνίας, της χανουκιά, που συνοδεύεται από κοινά γεύματα. Τα βασικότερα εδέσματα που ετοιμάζουν οι νοικοκυρές είναι οι τηγανίτες ή λαλαγκίτες, όπως τις λένε τα παιδιά, οι λουκουμάδες και οι σβίγγοι.

Γιομ Κιπούρ

Οι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων έχουν διαμορφώσει πολλά ιδιαίτερα έθιμα για την Ημέρα του Εξιλασμού. Την παραμονή το πρωί, μετά τη λειτουργία, κάθε οικογένεια έφερνε στο Συναγώι μια καντήλα στολισμένη με άνθη για κάθε άρρεν μέλος της. Εκεί, οι καντήλες αναρτώνταν στην καθορισμένη θέση της οικογένειας και έμεναν αναμμένες καθόλη τη διάρκεια της λειτουργίας. Συχνά, αφιέρωναν λαμπάδες ως τάματα. Έτσι, οι γιαννιώτικες συναγωγές ήταν πολύχρωμες και φωτεινές για αυτές τις μέρες.

Από τα πιο ενδιαφέροντα έθιμα ήταν η καππαρά: την παραμονή του Κιπούρ κάθε οικογένεια έσφαζε, εν είδει θυσίας, έναν κόκορα για καθένα από τα άρρενα μέλη της, επιδιώκοντας εξιλασμό αμαρτιών και ενοχών.

Ήρταμαν

Το Ήρταμαν ήταν αποκλειστικά γιαννιώτικο, λαϊκό δρώμενο. Σύμφωνα με τη βιβλική επιταγή για διπλασιασμό της χαράς κατά τον μήνα Αδάρ, λάμβανε χώρα ένα δεκαπενθήμερο πριν το Πουρίμ και θεωρείτο προπομπός του. Συμμετείχαν σχεδόν όλα τα αγόρια της εβραϊκής κοινότητας, από πέντε ως δεκαπέντε ετών. Έβγαιναν νωρίς το πρωί στους δρόμους, με μια λινατσένια σακούλα, περασμένη στον λαιμό τους. Περνοδιάβαιναν στις γειτονιές της πόλης, όπου κατοικούσαν Εβραίοι, τραγουδώντας το ακόλουθο τραγουδάκι:

Ήρταμαν και καλώς σας ήβραμαν

Τώρα το Ρισχόδες

Τον Παινεμένον τον Δοξασμένον

Δεκαπέντε στο Πουρίμ

Και τριάντα στα ζουνάρια

Αβραάμ Λέτο τσάκωσε τον πέτο

Α μούλι μούλι τσάκωσε το γιούλι

Όσα καρφιά και πέταλα

Στον Αμάν στον Αρούρ

Στο μπικότσερ γιαμίμ

Μετά το τραγούδι τα φιλέματα: κυρίως ξηροκάρπια, κοκκόνες, ψωμάκια σαν τσουρέκια με ένα κόκκινο αυγό, χρήματα ή πάφλες, τσίγκινα κουτάκια.

Μικρό Πουρίμ

Στους Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων είχε επιβιώσει, κατ’ αποκλειστικότητα, μέχρι το 1954 το Πουρίμ Σισιλιάνο ή Πουριμόπουλο – Π’ρομόπ’λο στα «γιαννιώτικα». Γιορταζόταν τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο, σε ανάμνηση της σωτηρίας των Εβραίων των Συρακουσών από τους εξευτελισμούς και τις μηχανορραφίες του βασιλιά Σαραγουσάνου, στις αρχές του 15ου αιώνα. Στον εορτασμό του συμμετείχαν όσοι κατάγονταν από τη Σικελία, τονίζοντας έτσι τη διαφορετική καταγωγή τους. Κυρίως οργανώνονταν συγκεντρώσεις και κοινά γεύματα. Η αφομοιωτική ικανότητα των Γιαννιωτών Εβραίων έφτασε να κάνει τον θρύλο δημοτικό τραγούδι:

Έτσι να ζήγης, βασιλιά μου,

‘κουσε την μαρτυριά μου,

οι Οβραίοι σε γελούνε, ψέμματα σε προσκυνούνε.

Δίχως γράμμα σε τιμούνε,

την ζωήν τους δε ζητούνε.

Του Εφραγίμ, του δουλευτή του,

που εδούλευε για την τιμή του,

έστειλε τον άγγελό του, Ελιάου, σχαρικευτή του.

Σήκω, Εφραγίμ, μην κοιμάσαι,

στόλνα το Κάαλ και φκάσε,

τα σεφουρίμ για να στολίγης,

τα γράμμα τά τους να γιομίγης,

Με στηριακά να τα στολίγης, καενού μη μολόγης.

Τον εκρέμασαν το Μάρκο,

ωσάν το σκυλί το ζάρκο.

Δόξα του Θεού μεγάλη,

χάρι τσους Γεουδίμ να βάλει,

Τον Ελιάου Αναβή να βγάλει

για τη μέρα τη μεγάλη.

Πουρίμ

Φάτε, πιέτε και μεθάτε, και πολύ χαροκοπάτε

Το Πουρίμ, το εβραϊκό καρναβάλι του Μαρτίου, χρονικά κοντά στις «χριστιανικές» Απόκριες, είναι γιορτή χαράς και ευθυμίας, για τη σωτηρία του εβραϊκού λαού από τις επιβουλές του Πέρση βεζύρη του 5ου αιώνα π.Χ. Χαμάν, με τη μεσολάβηση της βασίλισσας Εσθήρ.

Μεταμφιέσεις, γλέντια, χοροί, τραγούδια, θεατρικές παραστάσεις είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του Πουρίμ. Ομάδες παιδιών γυρνούσαν στους εβραϊκούς μαχαλάδες γυρεύοντας τα «πουριμιάτικα» φιλέματα. Τα μασκαρέματα μικρών και μεγάλων στηρίζονταν στον αυτοσχεδιασμό: τα κορίτσια ντύνονταν Εσθήρ και τα αγόρια, Μορδοχάι ή Αχασβερός. Απαραίτητη ήταν η πάνινη ή χάρτινη μάσκα. Έτσι σεργιανούσαν στους δρόμους και συμμετείχαν στον σχολικό χορό και στις θεατρικές παραστάσεις, που ήταν εμπνευσμένες από την επίκαιρη βιβλική ιστορία και συχνά είχαν έμμετρη μορφή.

Κάποιοι αναπαριστούσαν και έθιμα (γκαμήλα, γαϊτανάκι) του «χριστιανικού» καρναβαλιού, ενώ Εβραιόπουλα της πόλης από το 1950 συμμετείχαν τόσο στο εβραϊκό Πουρίμ όσο και στις Απόκριες. Στα εβραϊκά γλέντια σε σπίτια ή κρασοπουλιά, γλεντούσαν μαζί με τους Εβραίους συμπολίτες τους ανώνυμοι και επώνυμοι χριστιανοί.

Στα γιαννιώτικα εβραϊκά σπίτια κέντρο των συγκεντρώσεων ήταν η τελετουργική ανάγνωση του Βιβλίου της Εσθήρ, από τη μιγλά, όπως λέγεται η Μεγγιλάτ Εστέρ στη γιαννιώτικη ντοπιολαλιά. Μέχρι το 1940 στα γλέντια διηγούνταν αστείες ιστορίες, διασκευασμένες παρωδίες ιερών κειμένων, και τραγουδούσαν. Το χαρακτηριστικότερο τραγούδι του Πουρίμ, που αποτελεί έμμετρη απόδοση στα ελληνικά της ιστορίας της Εσθήρ, είναι το Κίνα γλώσσα, το οποίο αποτελείται από πενήντα στιχοπλάκια:

Κίνα γλώσσα να μιλήσει,

θάματα να μολογήσει,

κοιμισμένους να ξυπνήσει

με κρασί να τους μεθύσει.

Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν ιδιαίτερα γλυκίσματα, όπως ψωμάκια με αμυγδαλόψιχα, στο σχήμα των αυτιών του Χαμάν, ή κουμπέτα, που λεγόταν και σουσαμάτο, παστέλι, ή ψείρες του Χαμάν.

Πέσαχ

Το Πέσαχ, από τις μεγαλύτερες γιορτές του εβραϊσμού, γιορτάζεται τον Απρίλιο. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν τις προετοιμασίες: εξονυχιστικό καθάρισμα, καλά σερβίτσια, τα πεσαχίτικα ή πασχαλινά. Στα Γιάννενα, πριν μαζέψουν τα καθημερινά σκεύη, τα απολύμαιναν σε βραστό νερό, κάτι που μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γινόταν από κοινού για όλη τη γειτονιά.

Την παραμονή γινόταν το μπεντικάτ χαμέτς, δηλαδή όλη η οικογένεια έψαχνε να μαζέψει από το σπίτι κάθε ψίχουλο, που το άλλο πρωί πετούσαν στη λίμνη, λέγοντας προσευχές για τη συγχώρεση των αμαρτιών. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μόνες τα άζυμα, τις ματσότ, που καταναλώνονταν αποκλειστικά το οκταήμερο του Πέσαχ. Στα Γιάννενα υπήρχε και εργαστήριο «κοινοτικής ιδιοκτησίας», για τις ανάγκες όλης της κοινότητας.

Το πρώτο βράδυ του Πέσαχ, η χο(υ)βά (από την εβραϊκή λέξη χωβ, που σημαίνει χρέος), γίνονται οικογενειακές συγκεντρώσεις, όπου ο πρεσβύτερος διαβάζει στα εβραϊκά και στα ελληνικά την Αγκαντά, τη διήγηση των γεγονότων της Εξόδου από την Αίγυπτο. Παράλληλα στο τραπέζι υπάρχει ο δίσκος ή το πανέρι του Σέντερ με συμβολικά εδέσματα (πικρά χόρτα, αρνί, χαρόσετ και αυγά βαμμένα με κρεμμυδότσουφλα). Στο τέλος εύχονται στα μεν κορίτσια «και νύφη και κυρά», ενώ στα αγόρια «και γαμπρός».

Σσαβουώτ

Κατά το Σσαβουότ, τη γιορτή της Παράδοσης στον Μωυσή των Πλακών του Νόμου, στα Γιάννενα στόλιζαν τη συναγωγή, κυρίως το Βήμα και το Εχάλ, με άνθινες γιρλάντες και ανθοδοχεία, σε ενθύμηση της βλαστητικής γιορτής της φύσης. Έτσι, οι Τούρκοι των Ιωαννίνων καλούσαν το Σσαβουότ «Γιορτή των Λουλουδιών» (Γκιουλ Μπαϊράμ). Η περίοδος που ανοίγει με το Πέσαχ κλείνει με το Σσαβουότ, πενήντα μέρες μετά. Γι’ αυτό και συχνά οι ελληνόφωνοι Εβραίοι καλούν το Σσαβουότ Πεντηκοστή, ενδεχομένως κατ’ αναλογία με τη χριστιανική Πεντηκοστή.

Η εβραϊκή ταυτότητα διατηρείται μέσα από ιδιαίτερα έθιμα για τους τρεις βασικούς σταθμούς της ζωής των μελών της κοινότητας, τον γάμο, τη γέννηση και τον θάνατο.

Με αυστηρές πρακτικές ενδογαμίας, που περιλάμβαναν τις κοντινές εβραϊκές κοινότητες, όπως τα Τρίκαλα, την Πρέβεζα και την Κέρκυρα, και ίσχυαν μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, οι Ρωμανιώτες των Ιωαννίνων διαφύλασσαν τη δημογραφική ισορροπία της κοινότητάς τους. Τον 19ο αιώνα συχνά οι γάμοι κανονίζονταν από τους γονείς των νέων, ενώ μέχρι το 1940 συνηθισμένα ήταν τα προξενιά, με τα «ανεβάσματα» και τα «κατεβάσματα» ανάμεσα στα σπίτια των μελλόνυμφων. Η προίκα, εκτός από χρήματα, περιλάμβανε τα απαραίτητα για το καινούριο σπιτικό και επιδεικνυόταν την Πέμπτη πριν τον γάμο, στο σπίτι της νύφης.

Εξαιρετική στιγμή του εβραϊκού γάμου είναι η ανάγνωση του γαμήλιου συμβολαίου, της κετουμπά, που συνέτασσαν ειδικοί εκτιμητές και όπου, εκτός από την ακριβή περιγραφή και εκτίμηση της προίκας της νύφης, δηλώνονταν και οι αμοιβαίες συζυγικές υποχρεώσεις. Άλλη συνήθεια ήταν η ανταλλαγή δώρων μεταξύ των μελλόνυμφων. Το συνηθέστερο δώρο προς τη νύφη ήταν μακριά χρυσή αλυσίδα. Ο γάμος τελείτο τις πρώτες δεκαπέντε μέρες κάθε μήνα, όσο γεμίζει το φεγγάρι, και όχι σε περιόδους μεγάλων θρησκευτικών γιορτών. Την παραμονή του γάμου, η μέλλουσα νύφη τελούσε τελετουργικό λουτρό, το μίκβε, από τις σημαντικότερες γυναικείες υποχρεώσεις για την επίτευξη πνευματικής κάθαρσης και αγνότητας. Τα ρωμανιώτικα σπίτια των Ιωαννίνων διέθεταν συχνά στο υπόγειο στέρνα, που χρησίμευε ως μίκβε. Ο γάμος τελείτο στο Συναγώι, κυρίως Κυριακή απόγευμα: το ζευγάρι στέκεται κάτω από τη χουπά, ένα λευκό ύφασμα ή ένα ταλέθ τεντωμένο σε τέσσερα στηρίγματα, σύμβολο του καινούργιου σπιτικού και της θείας σκέπης.

Η τεκνοποιΐα ήταν πάντα ο άμεσος σκοπός του γάμου. Σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση, η λεχώνα και το νεογνό προστατεύονταν από τα κακά πνεύματα, και κυρίως τη Λιλίθ, με διάφορα αποτροπαϊκά έθιμα και φυλαχτά. Στη ρωμανιώτικη κοινότητα των Ιωαννίνων, όπως σε κάθε παραδοσιακή κοινωνία, η γέννηση αγοριού συνιστούσε γεγονός πανηγυρικό. Οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του γίνεται η περιτομή, το Μπερίθ Μιλά, που ακολουθείται από την τελετή ονοματοδοσίας. Η τελετή γίνεται από τον μοέλ στο σπίτι και συμβολίζει την επισφράγιση του θεϊκού συμβολαίου με τον εβραϊκό λαό. Στα Ιωάννινα τηρείτο ένα αποκλειστικό ρωμανιώτικο έθιμο: η σύνταξη του Άλεφ, του πιστοποιη-τικού περιτομής, που διακοσμείτο με καλλιγραφημένες ευχές και προ-σευχές και λειτουργούσε ως φυλαχτό για τη μητέρα και το αγοράκι, καθώς κρεμιόταν στον τοίχο μαζί με υφασμάτινη μπάντα και αρμαθιές φλουριών. Στο γλέντι που ακολουθούσε την περιτομή, το χαρακτηριστικό ρωμανιώτικο κέρασμα ήταν το φναρό, ένα γλύκισμα από αυγά, ζάχαρη και μέλι. Στα κορίτσια η ονοματοδοσία γιορταζόταν στο σπίτι σε μια μικρή οικογενειακή συγκέντρωση .

Στην ηλικία των 13 ετών τα αγόρια ενηλικιώνονται θρησκευτικά και πλέον θεωρούνται ισότιμα μέλη της κοινότητας, υπεύθυνα για την τήρηση του Νόμου και τις πράξεις τους. Το γεγονός γιορτάζεται με την τελετή του Μπαρ-Μιτσβά σε ειδική πρωινή λειτουργία στο Συναγώι. Στη συνέχεια προσφέρονται στους νέους δώρα: τα τεφιλίν, δερμάτινες θήκες με εδάφια από την Τορά, το ταλέθ, ένδυμα προσευχής για τη συναγωγή, η κιπά, καπελάκι προσευχής, και το σιντούρ, το καθημερινό προσευχολόγιο.

Ο θάνατος, τέλος, σημαδεύεται από λιτές, σύμφωνες με τον εβραϊκό νόμο, προετοιμασίες που αναλαμβάνει η Χεβρά Κεντοσσά, Ιερή Αδελφότητα με εθελοντικό και τιμητικό χαρακτήρα. Οι άμεσοι συγγενείς τηρούν επταήμερο πένθος, τη σσιβά. Στο σπίτι των πενθούντων όλο το χρόνο καίει καντήλι στη μνήμη του αποθανόντος.

Οι εβραϊκοί πληθυσμοί της Διασποράς δεν είχαν ενιαία, ομοιόμορφη ενδυμασία, η οποία να λειτουργεί αναγνωριστικά ή ταυτιστικά. Σε κάθε τόπο η ενδυμασία τους διαμορφωνόταν ακολουθώντας γενικούς όρους, όπως το κλίμα και τα τοπικά υλικά, επηρεαζόμενη από την παράδοση, αλλά και από τις επιβολές της εκάστοτε κρατούσας αρχής.

Έτσι συνέβη και στον ελλαδικό χώρο: με εξαίρεση τους Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης με τις ισπανικές-μεσαιωνικές καταβολές, οι Εβραίοι, από την ύστερη αρχαιότητα, τα βυζαντινά και κατόπιν τα οθωμανικά χρόνια, ντύνονταν παρόμοια με τους αλλόδοξους συντοπίτες τους. Στην πολυπολιτισμική και πολυ-θρησκευτική Οθωμανική Αυτοκ-ρατορία οι ενδυματολογικοί τύποι καθορίζονταν συχνά από επίσημες σουλτανικές διατάξεις ή απα-γορεύσεις, που αφορούσαν, λ.χ., τα χρώματα ή τα υφάσματα. Τα ρούχα λειτούργησαν περισσότερο από ποτέ ως κώδικας επικοινωνίας, δηλώνοντας οικονομική, κοινωνική και οικογενειακή κατάσταση, ηλικία, ακόμη και θρησκευτική πίστη. Από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα, ο συντηρητικός τζουμπές, το σκουρόχρωμο μακρύ πανωφόρι, επικράτησε για όλους τους άρρενες Oθωμανούς υπηκόους, άρα και για τους Εβραίους. Οι γυναίκες εκτός σπιτιού υποχρεωτικά φορούσαν ολόσωμο φερετζέ. Ιδιωτικά, και κυρίως σε σημαντικές θρησκευτικές ή κοινωνικές περιστάσεις, επιτρεπόταν να φορούν τα ιδιαίτερα ενδύματα της παράδοσής τους.

Οι Γιαννιώτες Εβραίοι δεν διαφοροποιούνταν ενδυματολογικά από τους χριστιανούς συντοπίτες τους. Σκουρόχρωμο μακρύ πανωφόρι, σταυρωτό εσωτερικό ένδυμα από πιο ελαφρύ ύφασμα, μακριά και τα δύο, φαρδύ ζωνάρι στη μέση, κεφαλόδεμα από τουρμπάνι γαλάζιο και φέσι ή καλπάκι, κίτρινα δερμάτινα υποδήματα, το τυπικό εβραϊκό ένδυμα, όχι μόνο των Γιαννιωτών, μα των περισσότερων Εβραίων των αστικών κέντρων. Οι Ρωμανιώτισσες των Ιωαννίνων δεν φορούσαν το περίφημο πιρπιρί, έναν χρυσοκέντητο επενδύτη, επάνω από το αντερί ή το φουστάνι τους, όπως οι Χριστιανές, αλλά ακολούθησαν έναν από τους παλιότερους τύπους οθωμανικής «αστικής» ενδυμασίας, που αποτελούνταν από το απαραίτητο μακρύ πουκάμισο, με κεντημένο το άνοιγμα του λαιμού, τα μανίκια και τον ποδόγυρο. Πάνω από αυτό φορούσαν το σαλβάρι ή τουμάνι, δηλαδή μια βράκα, φαρδιά και μακριά μέχρι τους αστραγάλους, από μετάξι ή στόφα. Στο κορμί φορούσαν αμάνικο γιλέκο. Το βασικό ένδυμα ήταν το μακρυμάνικο, σαφούς ανατολικής καταγωγής φόρεμα, το αντερί, κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά, στενό στο κορμί, μα φαρδύ, με σούρες στην πλάτη, θυμίζοντας ρόμπα ή πανωφόρι με μανίκια. Στη μέση, πάνω από το αντερί, δενόταν μια πάνινη ζώστρα και πάνω από αυτή, μια συρματερή ζώνη με κλειδωτάρια. Η παλιότερη εκδοχή της γιαννιώτικης φορεσιάς είχε ίσως και ποδιά, για τελετουργικούς ή διακοσμητικούς και όχι για πρακτικούς λόγους, δεδομένου του αστικού περιβάλλοντος των Ιωαννίνων. Στο κεφάλι στερέωναν φέσι, που συγκρατούσαν με μαντήλι τυλιγμένο γύρω του και με χρυσοκέντητο υποσιαγώνιο. Το φέσι συνήθως στόλιζε αργυρό τεπελίκι και φούντα από χρυσό τιρτίρι, αν και ο στολισμός του φεσιού ήταν ανάλογος της οικονομικής και της κοινωνικής κατάστασης της γυναίκας.

Το παραδοσιακό ενδυματολογικό ιδίωμα άρχισε να εξασθενεί μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, και κυρίως στις αρχές του 20ού, ακολουθώντας τις ιστορικές εξελίξεις: αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στενότερες σχέσεις με τη Δύση, εκσυγχρονισμός του νέου ελληνικού κράτους, ανάπτυξη αστικής κοινωνίας και νοοτροπίας. Το γενικότερο ρεύμα συχνά ενθάρρυναν από νωρίς και οπωσδήποτε ακολούθησαν οι πιο ανοιχτοί από τους Εβραίους των Ιωαννίνων. Οι παραδοσιακές ενδυμασίες έπαψαν οριστικά να είναι ζωντανό κομμάτι της καθημερινότητας με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων από την πρώτη στιγμή της εγκατάστασής τους στην πόλη άσκησαν διάφορα επαγγέλματα, κυρίως όμως αυτά που εξυπηρετούσαν αστικές ανάγκες και ευδοκιμούσαν σε περιβάλλον αστικό. Στα βυζαντινά χρόνια, εκτός από έμποροι, ήταν αργυραμοιβοί και ενεχυροδανειστές.

Επί Τουρκοκρατίας εξακολούθησαν να έχουν στα χέρια τους σημαντικό μέρος της εμπορικής δραστηριότητας της πόλης. Πολλοί ήταν πραματευτάδες και γυρολόγοι, σε μια ζώνη ευρύτερη της πόλης των Ιωαννίνων. Στο παζάρι πολλά ήταν τα εβραϊκά μικρομάγαζα-οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες το γενικό πρόσταγμα είχε ο πατέρας. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπήρχαν ιδιαίτεροι χασάπηδες, που εφοδίαζαν με κρέας κασσέρ, ενώ εκτός από έμποροι ήταν και οι ίδιοι παρασκευαστές τυροκομικών προϊόντων, όπως το κασσέρ τυρί κασκαβάλι, και κρασιού, για λόγους κυρίως θρησκευτικούς. Υπήρχε και ειδικός που έφτιαχνε την περίφημη γιαννιώτικη μπουγάτσα. Μεγαλύτερες επιχειρήσεις ασχολούνταν με εισαγωγές-εξαγωγές, εφοδιάζοντας με προϊόντα ολόκληρη την Ήπειρο.

Περιορισμένη, όσο και δυσερμήνευτη, ήταν η ενασχόληση των Εβραίων των Ιωαννίνων με τις παραδοσιακές τέχνες και τις χειρωνακτικές εργασίες, παρότι θεωρητικά δεν αποκλείονταν από τις μαστόρικες συντεχνίες. Δεν υπάρχουν πληροφορίες, λ.χ., για Εβραίους μαραγκούς ή σιδεράδες, ενώ λίγοι ήταν οι Εβραίοι τενεχτσήδες, τσαγκάρηδες και παπλωματάδες. Στις οργανωμένες συντεχνίες των αργυροχρυσοχόων και χρυσοκεντητών συμμετείχαν και Εβραίοι, κάποιοι από τους οποίους ήταν ονομαστοί.

Δεν έλειπαν βεβαίως και τα μορφωμένα μέλη της ρωμανιώτικης κοινότητας. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχώριζαν γιατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, αλλά και ερευνητές, ιστορικοί και δάσκαλοι ξένων γλωσσών. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μάλιστα, αρκετοί μορφωμένοι Εβραίοι κατέλαβαν καίριες δημόσιες θέσεις, όπως του μουχτάρη, του κοινοτικού αρχηγού, του δραγουμάνου (διερμηνέα), του θησαυροφύλακα κ.ά. Πρέπει να αναφερθεί, επίσης, ότι για επαγγελματικούς λόγους μεμονωμένες εβραϊκές οικογένειες ήταν εγκατεστημένες σε γειτονικά χωριά και κωμοπόλεις, βρίσκονταν όμως σε άμεση σχέση και επικοινωνία με την κοινότητα των Ιωαννίνων.

Ενώ η εβραϊκή γλώσσα διατηρήθηκε ως γλώσσα της λατρείας και συνεκτικό στοιχείο του διασπορικού εβραϊσμού, οι κατά τόπους κοινότητες υιοθέτησαν τη γλώσσα του τόπου όπου ζούσαν, μπολιάζοντάς τη με εβραϊκές επιδράσεις. Οι Εβραίοι που αργότερα θα ονομαστούν «Ρωμανιώτες» γνώριζαν ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια σε μεγάλο βαθμό την ελληνική, κάτι που διευκόλυνε την εγκατάσταση και την ένταξή τους στις κοινωνίες υποδοχής. Στις καθημερινές σχέσεις τους χρησιμοποιούσαν την ελληνική, γράφοντάς τη με εβραϊκούς χαρακτήρες και ενσωματώνοντας σε αυτή εβραϊκές λέξεις και φράσεις ή ελληνοποιώντας εβραϊκούς συντακτικούς και λεκτικούς τρόπους. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις επιρροές από τους εκάστοτε κατακτητές της Δυτικής Ελλάδας, Βενετούς, Φράγκους, Οθωμανούς, Αρβανίτες, διαμόρφωσαν τη γραικο-ιουδαϊκή, ένα μελωδικό γλωσσικό ιδίωμα, οικείο στις ρωμανιώτικες κοινότητες της Ηπείρου, και κυρίως των Ιωαννίνων, ζωντανό μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η παιδεία αποτέλεσε θεμέλιο της θρησκευτικής ταυτότητας των εβραϊκών κοινοτήτων του ελλαδικού χώρου, όπως όλης της Διασποράς. Στα Γιάννενα από το 1875 λειτουργούσε οργανωμένο κοινοτικό σχολείο αρρένων, το Ταλμούδ Τορά, με την υποστήριξη της Ισραηλιτικής Εκπαιδευτικής Εταιρείας που συστήθηκε τότε. Εκεί, εκτός από εβραϊκή γλώσσα και ιστορία, διδάσκονταν τουρκικά, μέχρι το 1913, και ελληνικά. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα επίσημος θεσμός για την εκπαίδευση των κοριτσιών δεν υπήρχε. Οι Εβραιοπούλες που επιθυμούσαν να μορφωθούν παρακολουθούσαν χριστιανικά σχολεία. Ιδιώτες ίδρυσαν το 1903 την εταιρεία Agudath Ahim και έπεισαν τους ιθύνοντες της Alliance Israélite Universelle για την αναγκαιότητα ίδρυσης σχολείων της Α.Ι.U. στα Γιάννενα. Πράγματι, το 1904, παράλληλα με το Ταλμούδ Τορά, λειτούργησε σχολείο της Α.Ι.U., όπου διδασκόταν εβραϊκή ιστορία και γλώσσα, ελληνικά, τουρκικά, στοιχεία αριθμητικής και εμπορίου. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα, με αποτέλεσμα να ονομαστεί το σχολείο Alliance Française. Παράλληλα λειτούργησαν και σχολεία θηλέων, όπως και τμήματα επαγγελματικής και τεχνικής κατάρτισης. Λόγω της υψηλής ποιότητας της εκπαίδευσης συχνά εγγράφονταν στις σχολές της A.I.U. και μη εβραίοι μαθητές.

Με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος, το 1913, τα σχολεία της Α.Ι.U. αναγνωρίστηκαν από το κράτος και λειτούργησαν υπό την αιγίδα του μέχρι τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Μεταπολεμικά οι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος Γιαννιώτες Εβραίοι προσπάθησαν να διασφαλίσουν για τα νεότερα μέλη της κοινότητας στοιχειώδη εβραϊκή εκπαίδευση: ένα μικρό σχολείο, όπου διδασκόταν η εβραϊκή γλώσσα και ιστορία λειτούργησε στα Γιάννενα από τα μέσα του 1950 και για μία δεκαετία περίπου, οπότε και έκλεισε λόγω έλλειψης μαθητών.

H ρωμανιώτικη κοινότητα των Ιωαννίνων, όπως όλες οι εβραϊκές κοινότητες, είχε σφιχτή εσωτερική οργάνωση, που διασφάλιζε την ευρυθμία της, ιδίως επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θρησκευτικός και διοικητικός αρχηγός ήταν ο ραββίνος, που από τον 16ο αιώνα έφερε τον τίτλο του Μαρμπίτζ Τορά. Επιλεγόταν με βάση τη σοφία και την ευθυκρισία του και η θητεία του δεν είχε προκαθορισμένη διάρκεια. Στο διοικητικό του έργο τον συνέδραμε το Μααμάντ, επταμελές νομοθετικό και εκτελεστικό όργανο με εξουσία, με πρόεδρο, τον γκαμπάι, και οικονομικό υπεύθυνο, τον γκουίζμπαρ. Εκπροσωπούσε την κοινότητα στην Υψηλή Πύλη και στις άλλες εθνοτικές ομάδες. Λειτουργούσε και θρησκευτικό δικαστήριο Μπετ Ντιν, επίσημα αναγνωρισμένο από την Οθωμανική αρχή. Με πρόεδρο τον ραββίνο, επέλυε τα ενδοκοινοτικά προβλήματα, βάσει του ταλμουδικού και εθιμικού δικαίου.

Η καθημερινότητα των μελών της κοινότητας ρυθμιζόταν μέσω συγκεκριμένων λειτουργών, όπως ο σσοχέτ, ο ιεροσφαγέας, ο μελαμέντ, ο θρησκευτικός διδάσκαλος, ο σσαμάσς, ο συναγωγικός φροντιστής και κοινοτικός τοποτηρητής. Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους και την ενδυνάμωση των κρατικών θεσμών, η κοινοτική οργάνωση διατήρησε μέρος του σημαντικού ρόλου που είχε στο παρελθόν.

Η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη, ακρογωνιαίοι λίθοι του εβραϊσμού μακριά από κάθε διάθεση καπήλευσης για κοινωνική προβολή, συνιστούν αυτονόητες αξίες και όρους επιβίωσης των κοινοτήτων και θεραπεύονται ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια μέσω οργανωμένων κοινωφελών συλλόγων. Έτσι και στα Γιάννενα έχουν καταγραφεί πολλοί κοινοτικοί σύλλογοι. Από τους πρώτους ήταν η Χεβρά Κεντοσσά, εθελοντική τιμητική αδελφότητα που αναλάμβανε τα της ταφής των νεκρών, και το Μπικούρ Χολίμ για τις επισκέψεις και τις φροντίδες σε ασθενείς και απόρους. Κοινοτικοί φορείς και εύποροι ιδιώτες προστάτευαν τα θρησκευτικά σχολεία και υποστήριζαν τους άπορους μαθητές με συσσίτια, όπως στην περίπτωση του Αρουχάτ Ανιγίμ, με διανομές σχολικού υλικού και ιματισμού, και του σωματείου Ματανότ Λαεβιονίμ, κάποτε και με εξαίρεσή τους από τα δίδακτρα. Σημαντικές ως προς το τελευταίο σημείο ήταν οι δράσεις που αναλάμβανε η Χεβρά Ταλμούδ Τορά, δηλαδή η Εβραϊκή Εκπαιδευτική Εταιρεία. Υπήρχαν σύλλογοι που υποστήριζαν νεαρές μητέρες ή προικοδοτούσαν άπορες κοπέλες (Χεβρά Νoσέ Γιετουμότ). Επί Τουρκοκρατίας, διαδεδομένο και επιβεβλημένο ήταν το Πιντυόν Σεβουγίμ, θεσμός για τη συγκέντρωση εσόδων για την απελευθέρωση ή εξαγορά ομόθρησκων αιχμαλώτων και σκλάβων. Λειτουργούσαν επίσης και κοινοτικά ιδρύματα όπως το γηροκομείο Μπετ Γιεσουά βε Ραχέλ.

Από το β΄ μισό του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν οργανώσεις κοινωνικού, πολιτιστικού, πολιτικού και σιωνιστικού χαρακτήρα. Στα Γιάννενα ιδρύθηκε το 1918 ο σιωνιστικός σύλλογος Χεβρά Αμελέ Σιών, που προπαγάνδιζε την ανάγκη σύστασης ανεξάρτητου εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, συγκέντρωνε ποσά για την επίτευξη αυτού του σκοπού και διευκόλυνε το μεταναστευτικό κύμα προς την Παλαιστίνη. Παράλληλα, συστήθηκε η Ισραηλιτική Λέσχη Νέων, που συγκέντρωνε τα νεότερα μέλη της κοινότητας.

Οι Ρωμανιώτες Εβραίοι των Ιωαννίνων μέχρι το 1944 κατοικούσαν τόσο στην εβραϊκή συνοικία μέσα στο Κάστρο, όσο και εκτός Κάστρου, με αποτέλεσμα μεταξύ τους να διακρίνονται σε «μισνούς» και «οξ(ι)νούς», αντιστοίχως. Τα περισσότερα σπίτια των εβραϊκών συνοικιών ήταν διώροφες μονοκατοικίες, με πλακόστρωτη αυλή, το σάδι, κήπο και πηγάδι με τον χαρακτηριστικό κουβά, το σίκλο. Συνηθισμένος ήταν επίσης και ο φούρνος, που «καμπάνιζε» τις Παρασκευές, ετοιμάζοντας τα φαγητά για την αργία του Σαββάτου. Το πιο ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και λειτουργικό στοιχείο των εβραϊκών σπιτιών των Ιωαννίνων ήταν η τεβ(ι)λά, μια στέρνα που υπήρχε σε υπόγειο χώρο και χρησιμοποιείτο για το τελετουργικό λουτρό των γυναικών.

Το εσωτερικό των ρωμανιώτικων σπιτιών δεν διέφερε από αυτό των χριστιανικών γιαννιώτικων σπιτιών: το επίσημο δωμάτιο, όπου δέχονταν τις επισκέψεις, ήταν το καθιστικό με την τραπεζαρία, όπου βρισκόταν ο μπουφές και ένας χαμηλός καναπές, το μπάσι. Τα εβραϊκά νοικοκυριά προσλάμβαναν ιδιαίτερο χαρακτήρα από τα σκεύη και τα αντικείμενα που είχαν και σχετίζονταν με την οικιακή λατρεία. Στη δεξιά παραστάδα της εξώπορτας και των θυρών των δωματίων στερεώνεται η μεζουζά, μικρή θήκη, στο κενό εσωτερικό της οποίας φυλάσσεται χαρτί ή περγαμηνή με απόσπασμα του Σσεμά, της βασικής εβραϊκής προσευχής. Απαραίτητα σκεύη είναι επίσης η χανουκιά, η οκτάφωτη λυχνία του Χανουκά, η μεγγιλά ή μιγγλά, δώρο του πεθερού προς τον γαμπρό το Πουρίμ του πρώτου χρόνου του έγγαμου βίου των νεονύμφων, το πιάτο για το Σέντερ του Πέσαχ και διάφορα φυλαχτά.

Οι Ρωμανιώτισσες των Iωαννίνων φημίζονταν για τη νοικοκυροσύνη τους. Εκτός από το συγύρισμα του σπιτιού, οι νοικοκυρές κάθε Παρασκευή απόγευμα ασβέστωναν τις αυλές, κάτι που σήμαινε και την έναρξη της εβδομαδιαίας αργίας του Σσαμπάτ. Σε κάθε γιορτή τα σπίτια διακοσμούνταν με τα «καλά» κεντήματα και ασπρόρουχα, που ήταν τις περισσότερες φορές φτιαγμένα με βελονιές και σχέδια ευρύτατα διαδεδομένα σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Εβραίες νοικοκυρές είχαν συνείδηση ότι το σπίτι, με τις ιδιαίτερες εθιμικές τελετές που φιλοξενεί, όπως η ετοιμασία του φαγητού, το άναμμα των κεριών του Σσαμπάτ, η ευλογία των παιδιών, είναι ο χώρος όπου η παράδοση μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.

Εξαιρετικά ήταν και τα εβραιο-γιαννιώτικα φαγητά, διαφορετικά για κάθε γιορτή και ανάλογα με τα προϊόντα κάθε εποχής. Έτσι, για την εβραϊκή πρωτοχρονιά συνηθιζόταν το αστάρι, ενώ για τον εορτασμό της περιτομής το βασικό κέρασμα ήταν το φναρό. Άλλες ονομαστές ρωμανιώτικες λιχουδιές ήταν η μπογίκα, οι μπίγουλες, ένα είδος χειροποίητου ζυμαρικού, το παστελίκο, τα καρκανάκια, τα σπιντζο-πούντσια, οι λαλαγκίτες, η μπουγάτσα.

Η συμμετοχή των Ρωμανιωτών στην καλλιτεχνική ζωή των Ιωαννίνων, και γενικότερα της Ελλάδας, ήταν σημαντική σε όλους τους τομείς. Η θεατρική παραγωγή των Ρωμανιωτών της πόλης, αναπόσπαστο κομμάτι της εβραϊκής παράδοσης, ενταγμένο στην εθιμοτυπία θρησκευτικών εορτών, εμπνεύστηκε κυρίως από θέματα θρησκευτικά. Έτσι, οι παραστάσεις για το Πουρίμ διηγούνταν στη γραικο-ιουδαϊκή την ιστορία της Εσθήρ, και παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδυματολογικό ενδιαφέρον λόγω των ευφάνταστων μεταμφιέσεων των υποδυόμενων «ηθοποιών».

Μύθοι, παραμύθια, λαϊκές αφηγήσεις, παροιμίες των Ρωμανιωτών στα Γιάννενα συνδυάζουν την τοπική παράδοση με στοιχεία εβραϊκής μυθολογίας και θεολογίας. Η «λόγια» ελληνο-εβραϊκή λογοτεχνική παραγωγή του 20ού αιώνα έδωσε ενδιαφέροντα ονόματα πεζογράφων και ποιητών, με προεξάρχοντα τον Γιαννιώτη Γιοσέφ Ελιγιά. Στον επιστημονικό χώρο διέπρεψε ο Ιωσήφ Μάτσας, ακάματος ερευνητής της ρωμανιώτικης ιστορίας και παράδοσης. Μετά τη Shoah αρκετοί επιζώντες, επηρεασμένοι από τη σκληρή εμπειρία της εξόντωσης, σταδιακά άρχισαν να αποτυπώνουν σε αυτοβιογραφικά κείμενα τα τραυματικά τους βιώματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Γιαννιώτισσα Ευτυχία Νάχμαν και ο επίσης γιαννιώτικης καταγωγής Μιχαήλ Μάτσας, ο οποίος σήμερα ζει στις Η.Π.Α.

Στη ρωμανιώτικη μουσική αναγνωρίζεται η ηπειρώτικη δημοτική επίδραση, όπως αυτή διαμορφώθηκε επί Οθωμανοκρατίας: ίδια μουσικά όργανα, ήτοι βιολί, λαούτο, κλαρίνο, ντέφι, κοινή ρυθμική αγωγή, παρόμοιες μελωδικές γραμμές. Χαρακτηριστικό είναι ότι συχνά οι μουσικοί και οι οργανοπαίχτες στα ρωμανιώτικα γλέντια ήταν χριστιανοί. Οι ρωμανιώτικοι ύμνοι παρουσιάζουν έντονα βυζαντινά στοιχεία, ενώ τα γιαννιώτικα εβραϊκά δημοτικά τραγούδια θύμιζαν τα αντίστοιχα του χριστιανικού πληθυσμού. Η τυπική μορφή τους, αυτή των στιχοπλακιών, συνίσταται σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα, με μέτρο και ομοιοκαταληξία. Το περιεχόμενό τους είναι κυρίως ηθικο-θρησκευτικό, αλλά δεν λείπουν και τα αφηγηματικά που υμνούν τη φύση και τον έρωτα. «Γράφονταν» στην ελληνική γλώσσα με εβραϊκούς χαρακτήρες, ενώ υπήρχαν και «μεικτά», με εναλλασσόμενους ελληνικούς και εβραϊκούς στίχους.

Οι Ρωμανιώτες σεβάστηκαν την εβραϊκή θρησκευτική επιταγή της ανεικονικότητας, που απαγορεύει την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής. Στη λαϊκή ζωγραφική, στην κεντητική παράδοση και στην αργυροχρυσοχοΐα τους κυριαρχούν φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα, καθώς και ιερά εβραϊκά σύμβολα. Στις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπινων απεικονίσεων, όπως σε μία μοναδική γιαννιώτικη μικρογραφημένη μεγγιλά με τη διήγηση της Εσθήρ, αναγνωρίζονται χριστιανικές επιδράσεις. Μεταπολεμικά η καλλιτεχνική φόρμα απελευθερώνεται και συχνά τα έργα εγκιβωτίζουν την τραγική εμπειρία της Γενοκτονίας, ενώ η μνήμη, η απώλεια, αλλά και οι αδιάσειστοι δεσμοί με τη Γη του Ισραήλ και την ιστορία του κυριαρχούν. Ανάμεσα στους σύγχρονους Εβραίους καλλιτέχνες με καταγωγή από τα Γιάννενα, που δημιουργούν στην Ελλάδα, συγκαταλέγεται και η Άρτεμις Αλκαλάη.

Ήτανε Εβραίος κι Έλληνας συνάμα…
Πρώτος Εβραίος ποιητής στην ελληνική γλώσσα…
Χρήστος Χρηστοβασίλης

Ο Ιωσήφ Ηλίας Καπούλιας, γνωστός ως Γιοσέφ Ελιγιά, γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1901. Μοναχογιός ταπεινής καταγωγής, έζησε τα παιδικά του χρόνια φτωχικά, με τις ιδιαίτερες φροντίδες της μητέρας του Χανούλας, στην οδό Αρσάκη, στην εβραϊκή συνοικία των Ιωαννίνων. Ξεχώριζε από τους συνομιλήκους του για την ιδιαίτερη κλίση που είχε στη μελέτη και στο διάβασμα. Από πολύ νωρίς μελετούσε τα ιερά κείμενα, υπό το βλέμμα και την καθοδήγηση του Σαμπεθάι Καμπιλή. Φοίτησε στο σχολείο της Alliance Israélite Universelle, όπου απέκτησε άρτια γνώση της γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας. Παράλληλα, μελέτησε όσο λίγοι σύγχρονοί του τη νεοελληνική γλώσσα και γραμματεία, ενώ με τα χρόνια οδηγήθηκε σε μια σφαιρική προσέγγιση του εβραϊσμού και του ιουδαϊσμού. Πολυσχιδής προσωπικότητα καθώς ήταν, από τα δεκαοκτώ του άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του σε σιωνιστικά έντυπα των Ιωαννίνων και γειτονικών κοινοτήτων, όπως η τρικαλινή εφημερίδα Ισραήλ. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία σε θέση γραφείου, η οποία του επέτρεπε να αφιερώνει χρόνο στην προσωπική του μελέτη.

Έτσι ξεκίνησε η περίοδος κατά την οποία ο Γιοσέφ Ελιγιά υπήρξε σιωνιστικά προσανατολισμένος, προσεγγίζοντας, με οπτική διαφορετική από την τρέχουσα συντηρητική, την έννοια της εβραϊκής ταυτότητας στις διασπορικές κοινότητες. Η γνωσιολογική του κατάρτιση αποδείχθηκε εύγλωττα στο κείμενο της διάλεξης «Περί μεταβιβλικής ποιήσεως», που έδωσε τον Δεκέμβριο του 1924 στη Ζωσιμαία Σχολή. Ο Ελιγιά δεν αρκέστηκε σε μια επίπεδη ανάγνωση των ιερών κειμένων· τα διήθιζε με κριτικό πνεύμα, προσπαθώντας να αναδείξει τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητά τους. Με ωριμότητα έθιξε λεπτά ζητήματα μεταφυσικής και θεολογίας, εξέφρασε τον κοινωνικό προβληματισμό του, αλλά και σαφείς απόψεις περί της ελληνοεβραϊκής ταυτότητας. Γρήγορα υιοθέτησε θέσεις αφομοιωτικές και χαρακτηρίστηκε «αλλιανιστής». Όπως πολύ εύστοχα διαπίστωνε ο Βίκτωρ Μπεχορόπουλος, Πρόεδρος της Ισραηλιτικής Λέσχης Ιωαννίνων, σε φιλολογικό μνημόσυνο για τον ποιητή το 1935, «τον Ισραηλίτη της Ελλάδας τον θέλει ο Γιοσέφ –και πολύ σωστά– πρώτα Έλληνα και κατόπιν Εβραίο…». Η ακεραιότητα της προσωπικότητάς του και τα αντικειμενικά του προσόντα είχαν προκαλέσει τόση εντύπωση, ώστε ο καθηγητής Γ. Βέης τον προόριζε για καθηγητή στην έδρα Εβραϊκών Σπουδών, που θα προκηρυσσόταν στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.

Την πορεία του προς την ακαδημαϊκή καριέρα ανέσχεσαν τόσο η δυσχερής οικονομική του κατάσταση, η οποία επιδεινώθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1921, όσο και η πολιτική δράση του. Ήδη λίγο μετά την αποφοίτησή του από την Alliance άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής γαλλικής γλώσσας στο σχολείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Ως προς την ποιητική του παραγωγή, από το 1921 μέχρι το 1924 παρατηρούμε μια σαφή στροφή του Ελιγιά προς τον συμβολισμό, προδρομική σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες ομότεχνούς του, κάτι που δικαιολογεί την κατάταξή του από τους κριτικούς λογοτεχνίας σε έναν πρώιμο «καρυωτακισμό».

Στην πορεία της πνευματικής του εξέλιξης η κοσμοθεωρία του μετατοπίστηκε το 1922 από την ενασχόλησή του με θέματα εβραϊσμού στην ενεργό ανάμειξή του σε κοινωνικο-πολιτικά θέματα της εποχής του μέσα από μια ριζοσπαστική στάση. Το έργο του πλέον εντάχθηκε σε ένα γενικότερο κλίμα, φορτισμένο από το αριστερό κίνημα: τα κοινωνικά προβλήματα, οι ταξικές αντιθέσεις, οι λαϊκοί αγώνες εκφράστηκαν μέσα από την ποιητική παραγωγή του και την ενεργή συμμετοχή του στους ταξικούς αγώνες, δίνοντας συχνά ομιλίες στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων. Δημοσίευε τα ποιήματά του στις τοπικές εφημερίδες Νέος Αγών, Κήρυξ, Ήπειρος, Ηπειρωτική Ηχώ, με το ψευδώνυμο Ιούλιος Συγκουλιέρος και αργότερα με το φιλολογικό Γιωσέφ Ελιγιά. Στις 21 Δεκεμβρίου 1924, μετά από επανειλημμένες «συστάσεις» της αστυνομίας και των αρχών –τοπικών και ενδοκοινοτικών– και με αφορμή τη συζήτηση που προκάλεσε η διάλεξή του, «Περί μεταβιβλικής ποιήσεως» στη Ζωσιμαία Σχολή, έχασε τη δουλειά του ως καθηγητής γαλλικών.

Όσο περνούσε ο καιρός ο Γιοσέφ Ελιγιά συνειδητοποιούσε τις διαφορές που τον χώριζαν με τους συντοπίτες του και τους ομοθρήσκους του. Ο Ελιγιά με τη διάλυση του πυρήνα του «Νέου Αγώνα», δηλαδή του κομμουνιστικού κύκλου της πόλης, αναγκάστηκε το 1924 να εγκαταλείψει τα Γιάννενα και να εγκατασταθεί στο Αργυρόκαστρο, μη δεχόμενος να «συνετιστεί» και να αποτραβηχτεί από τους κύκλους στους οποίους σύχναζε. Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου πήρε το δίπλωμα Γαλλικής Γλώσσας από τη Γαλλική Ακαδημία. Μελετώντας ώρες στην Εθνική Βιβλιοθήκη θέματα Εβραιολογίας, συνεργάστηκε με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, συγγράφοντας 203 λήμματα εβραϊκού περιεχομένου. Ήρθε σε επαφή με πνευματικούς κύκλους της Αθήνας, π.χ. με τους Μάρκο Αυγέρη, Φώτη Κόντογλου, Κώστα Βάρναλη, Στέφανο Δάφνη, Μιλτιάδη Μαλακάση, και με τον κύκλο των «Πρωτοπόρων», Πέτρο Πικρό και Γαλάτεια Καζαντζάκη (1931). Στα Γιάννενα επέστρεψε για λίγο το 1927, πριν διοριστεί καθηγητής γαλλικής γλώσσας στο Κιλκίς. Επί έναν χρόνο προσπαθούσε να πάρει μετάθεση στη Θεσσαλονίκη. Το 1931, φανερά καταπονημένος, καταβεβλημένος ψυχικά και προσβεβλημένος από τύφο κατέβηκε και πάλι στην Αθήνα. Πέθανε την ίδια χρονιά, στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός έχοντας μόλις συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια. Ο τάφος του βρίσκεται στο παλιό τμήμα του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών.

Η ποιητική του πορεία βρισκόταν σε ολόκληρη τη σύντομη ζωή του σε απόλυτη συμφωνία με τον κοινωνικο-ιδεολογικό του προβληματισμό. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ελιγιά έζησε και δημιούργησε ανάμεσα σε δύο κόσμους: στον μικρόκοσμο της εβραϊκής κοινότητας της πόλης του και στην ευρύτερη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας της δεκαετίας του 1920.

Η εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε περίπου 3.000 μέλη. Η αδρή συμπεριφορά των ορεσίβιων κατοίκων της Ηπείρου χαρακτήριζε και τους Γιαννιώτες Εβραίους, οι οποίοι είχαν τη φήμη ανθρώπων δύσκολων και αμετακίνητων από τη θέση τους. Το αυστηρό σύστημα της εσωτερικής κοινοτικής οργάνωσης απομόνωνε ακόμη περισσότερο τους Εβραίους των Ιωαννίνων, εγκλωβίζοντάς τους σε μια ψευδαίσθηση ενδοκοινοτικής αυτάρκειας, με αποτέλεσμα τον ολοκληρωτικό σχεδόν αφανισμό της κατά τη ναζιστική κατοχή. Έτσι, η κοινότητα των Ιωαννίνων ήταν από τις πιο συντηρητικές και απομονωμένες τόσο στην υπόλοιπη Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κάτι που λειτούργησε αρνητικά δύο δεκαετίες αργότερα, επί Κατοχής.

Μεγάλο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού ανήκε σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα και ζούσε ασκώντας ταπεινά επαγγέλματα δρόμου (πλανόδιος μικροπωλητής, γανωματής, παλιατζής κ.ά.). Το βιοτικό, όπως επίσης και το εκπαιδευτικό και πνευματικό, επίπεδο ήταν χαμηλό. Οι ρυθμοί της ζωής των Γιαννιωτών Εβραίων ακολουθούσαν τον συνολικό ρυθμό ζωής του νέου Ελληνικού Κράτους. Έτσι, παρατηρούνταν και στη μικροκοινωνία των Εβραίων πολλά από τα κοινωνικά φαινόμενα που χαρακτήριζαν την ελληνική πραγματικότητα του ’20. Η δεκαετία αυτή για την εβραϊκή κοινότητα σημαδεύτηκε από έντονο μεταναστευτικό κύμα προς τις Η.Π.Α. και την Παλαιστίνη και από την άνοδο της σιωνιστικής ιδεολογίας, που προσέλαβε χαρακτηριστικά κινήματος, το οποίο συνδύασε και πολιτικό λόγο. Ειδικότερα, το σιωνιστικό κίνημα υποστήριξε ότι η μόνη λύση για την εβραϊκή φτωχολογιά είναι η ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Αν και αρχικά οι συντηρητικοί κοινοτικοί κύκλοι ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στον Σιωνισμό, γρήγορα τον υποστήριξαν.

Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων διακρίνονταν για την ευσέβειά τους και είχαν συνείδηση της ξεχωριστής παράδοσής τους. «Πλούσιοι και φτωχοί ήταν όλοι τους μαζεμένοι γύρω απ’ τη Συναγωγή, ήταν όλοι θρήσκοι, κανένας δεν έπιανε φωτιά το Σάββατο και κανένας δεν εδούλευε το Σάββατο», γράφει ο Δημήτρης Χατζής στο διήγημά του Σαμπεθάι Καμπιλής. Αυτός είναι ίσως και ένας λόγος που εξηγεί τον συντηρητισμό της κοινότητας. Βασικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης ήταν ο Σαμπεθάι Καμπιλής, από τους πιο επιφανείς Εβραίους της πόλης και σημαντικό πρόσωπο για την ευρύτερη τοπική κοινωνία. Όπως σκιαγραφείται από τον Χατζή, ο έμπορος αυτός ήταν ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος, που μελετούσε τις Γραφές και ζούσε λιτά. Συντηρητικός, εσωστρεφής, δύσπιστος σε νεωτερισμούς και ριζοσπαστικές ιδέες. Συνδεόταν στενά με τον Γιοσέφ Ελιγιά, όντας από τους πρώτους που διέγνωσαν την κλίση του στα γράμματα. Έμελλε όμως να έρθει σε αντίθεση μαζί του όταν ο τελευταίος δραστηριοποιήθηκε κοινωνικά. Η αντίθεσή τους προσωποποιεί την αντιπαλότητα προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων.

Συντελεστές Έκθεσης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ Ζανέτ Μπαττίνου

ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ Παναγιώτα Ανδριανοπούλου

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Kay Elvira Sutton

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Αναστασία Λουδάρου

Χριστίνα Μέρη

Ελένη Μπεζέ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ Χάγια Κοέν

ΕΚΤΥΠΩΣΗ Σταύρος Μπελεσάκος, Φωτοσύνθεσις

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ Λεωνίδας Παπαδόπουλος

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Οριέττα Τρέβεζα

Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από το Φωτογραφικό Αρχείο  και τις Συλλογές του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, με εξαίρεση όσες έχουν ιδιαίτερη αναφορά. 

Χαρακτικά από την προσωπική συλλογή της κ. Ζανέτ Μπαττίνου

Σύμβουλος για το θέμα του Γιοσέφ Ελιγιά:  Δρ. Ελένη Κουρμαντζή, Λέκτωρ Παν/μίου Ιωαννίνων

Με την συνεργασία των φορέων:

Δήμος Ιωαννιτών

Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων

Δημοτική Πινακοθήκη Ιωαννίνων

Διεθνής Ένωση για την Ανάμνηση του Ολοκαυτώματος

 

Με την ευγενική χορηγία 

των Πρεσβειών της Μεγάλης Βρετανίας, 

του Καναδά, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Ισραήλ