logo
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Κρυμμένα παιδιά στην Ελλάδα της κατοχής

Το φθινόπωρο του 2000, με αφορμή την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα της περιοδεύουσας έκθεσης του μουσείου Anne Frank House, «Άννα Φρανκ: μια Ιστορία για το Σήμερα», το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος άρχισε έρευνα πάνω στο θέμα των κρυμμένων εβραιόπαιδων της Κατοχής, αναζητώ-
ντας ανάλογες ιστορίες από τον ελλαδικό χώρο.

Σταδιακά, συγκεντρώθηκαν προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα σκληρά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Ελλάδα και γνώρισαν τον εκτοπισμό, την απώλεια, την ταπείνωση, το φόβο. Στην πιο τρυφερή ηλικία, αναγκάστηκαν να φύγουν από το σπίτι τους, να κρυφτούν να μετακινούνται συνεχώς, να χρησιμοποιούν ψεύτικο όνομα ή και ψεύτικη ταυτότητα ή έχασαν την αληθινή τους ταυτότητα, κάποτε για πάντα.

Η ακολουθία των τότε γεγονότων είναι λίγο πολύ γνωστή: Τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 – 1941 διαδέχθηκε στις 6 Απριλίου του 1941 η γερμανική εισβολή. Ήδη στις 9 Απριλίου, οι Γερμανοί εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη και στις 27 στην Αθήνα.

Στη Θεσσαλονίκη, άρχισε και ο πρώτος συστηματικός διωγμός Ελλήνων Εβραίων, με την συγκέντρωση και τον εξευτελισμό τους στην Πλατεία Ελευθερίας στις 11 Ιουλίου 1942, τα καταναγκαστικά έργα και τον εγκλεισμό τους σε γκέττο, τη συστηματική λεηλάτηση των περιουσιών τους. Η κορύφωση ήρθε με τις υπό φρικτές συνθήκες σιδηροδρομικές αποστολές του 1943. Το 97% των εβραίων της πόλης δεν γύρισαν ποτέ από τα στρατόπεδα εξόντωσης. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που προείδαν το κακό και μπόρεσαν εγκαίρως να κρυφτούν για να γλυτώσουν.

Η Αθήνα υπαγόταν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 στη ζώνη της ιταλικής δικαιοδοσίας. Οι αντισημιτικοί νόμοι δεν εφαρμόζονταν εδώ και έτσι πολλοί Εβραίοι από τις γερμανοκρατούμενες περιοχές μπόρεσαν να βρουν προσωρινό καταφύγιο. Με την συνθηκολόγηση όμως της Ιταλίας, οι Γερμανοί κατέλαβαν την πρώην Ιταλική ζώνη και επιδόθηκαν εκεί, «ανενόχλητοι» πλέον, στο φριχτό τους έργο. Η διαφορά εδώ ήταν ότι οι Εβραίοι είχαν ήδη πληροφορηθεί, τη τύχη των ομοθρήσκων τους και φρόντισαν εγκαίρως να κρυφτούν. Οι περιπτώσεις Χριστιανών που πρόθυμα βοήθησαν κρύβοντας τους κατατρεγμένους συνανθρώπους τους, ιδίως τα παιδιά, δεν είναι λίγες.

Είναι χαρακτηριστική και αξίζει να προσεχθεί η ιδιαίτερα έντονη έκφραση των συναισθημάτων στις αφηγήσεις των παιδιών. Η αγωνία για την επιβίωση, αποτελεί μια από τις κυριότερες συνισταμένες. Το ίδιο και η αίσθηση της μοναξιάς και του χωρισμού από τους αγαπημένους τους ανθρώπους, της απώλειας ή σε ορισμένες περιπτώσεις της απόρριψης, που όσο και αν δεν ήταν πραγματικές, έσφιγγαν τις παιδικές ψυχές. Το συνεχές απολύτως απαραίτητο για την επιβίωσή τους παίξιμο ενός «ρόλου», καθώς και ο ξαφνικός αποχωρισμός από τους πραγματικούς τους γονείς και η διαμονή για μεγάλο διάστημα με ανθρώπους ξένους στους οποίους, για κάλυψη, έπρεπε να συμπεριφέρονται όπως σε γονείς, οδηγούσαν συχνά σε σύγχυση, που πολλές φορές συνεχίστηκε και μετά το τέλος της Κατοχής.

Ο Βενιαμίν Αλμπάλας γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1937 στα Κάτω Πετράλωνα από Πρεβεζάνους γονείς και θεωρεί ευτυχή συγκυρία ότι τον έφερε στον κόσμο η αδελφή του πατέρα του, η θεία Ματίλντα, η οποία ήταν μαία. Την ημέρα των δεύτερων γενεθλίων του ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας πόλεμος που για ένα μικρό παιδί είχε τον ήχο των σειρήνων του βομβαρδισμού και την οσμή του υπόγειου καταφυγίου της οδού Παλληναίων.

Η διάσωση της οικογένειας Αλμπάλα δεν ήταν μια αλυσίδα τυχαίων γεγονότων. Ως πλανόδιος έμπορος υφασμάτων που σύχναζε στο κέντρο της πόλης, ο πατέρας Ιάκωβος δεν έτρεφε αυταπάτες για το δυσοίωνο μέλλον. Μια από τις φιλικές του επαφές ήταν ο Πάνος Μαχαίρας, γείτονας και γιατρός πολλών εβραϊκών οικογενειών. Ο Μαχαίρας δεν ήταν μόνο ανθρωπιστής αλλά και αντιστασιακός –μέλος του ΕΔΕΣ– και υπεύθυνος του παράνομου δικτύου έκδοσης ταυτοτήτων της Αστυνομίας Πόλεων. Στα τέλη Μαΐου 1943, με τη σφραγίδα του τοπικού Θ’ Αστυνομικού Τμήματος, ο Ιάκωβος, η Καρολίνα και ο Βενιαμίν Αλμπάλας μετονομάστηκαν σε Ορέστης, Μαρία και Κώστας Δόνος. Το επόμενο βήμα ήταν η μετοίκηση σε ασφαλή κρυψώνα, συγκεκριμένα το σπίτι ενός εξαδέλφου του Μαχαίρα στο Κατσιπόδι (Δάφνη). Για 14 ολόκληρους μήνες, η οικογένεια ζούσε κλεισμένη και προμηθευόταν τρόφιμα από μυημένους αντιστασιακούς συνεργάτες του Μαχαίρα. Η μητέρα, τα παιδιά –ο Βενιαμίν και η δίχρονη αδελφή του Βικτώρια– και η ογδοντάχρονη γιαγιά κρύβονταν, ενώ ο πατέρας απουσίαζε τα πρωινά για να φαίνεται ότι εργάζεται και να μην προκληθούν υποψίες στη γειτονιά. Το καθημερινό άγχος για τυχαία αποκάλυψη ή προδοσία γινόταν τρόμος, όποτε Γερμανοί και ταγματασφαλίτες εξαπέλυαν τυφλές επιδρομές εναντίον της Αντίστασης στις αθηναϊκές γειτονιές. Θύμα μαζικών συλλήψεων, κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου «μπλόκου», έπεσε μάλιστα και ο αδελφός της μητέρας, Λεών Σαμπάς, ο οποίος εκτοπίστηκε στη Γερμανία ως χριστιανός όμηρος!

Οι μαύρες μέρες τελείωσαν με την φυγή των κατακτητών, τον Οκτώβριο του 1944. Εβδομήντα χρόνια αργότερα, το μικρό κρυμμένο παιδί θα είχε γίνει στρατιωτικός, πανεπιστημιακός και θα είχε αναλάβει διαδοχικά πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθηνών, του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου και μέλος πολλών φορέων και συλλογικοτήτων του ελληνικού εβραϊσμού.

Ο Σήφης Βεντούρας γεννηθήκε το 1938 στα Χανιά της Κρήτης. Η οικογένεια του ήταν ενετικής καταγωγής, ιδιαίτερα εύπορη και διατηρούσε την Ιταλική υπηκοότητα. Το 1942 στην Γκεστάπο της Κρήτης είχε αρχίσει ήδη να συζητείται το θέμα των Εβραίων του νησιού. Ζητήθηκε μάλιστα από την Κοινότητα ένας κατάλογος με τα ονόματα όλων των μελών της. Στον κατάλογο αυτό αναφερόταν και η οικογένεια Βεντούρα με τα δύο παιδιά: τον Σήφη και την μεγαλύτερη αδελφή του Υβέτ.

Ένας φίλος του πατέρα τους που είχε πρόσβαση στην Γκεστάπο, τους «σφύριξε» να φύγουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα «διότι δεν θα πάνε καλά τα πράγματα για τους Εβραίους».

Με ένα πλοιάριο δραπέτευσαν το 1942 από την Κρήτη για την σχετικά ασφαλέστερη Αθήνα.

Έμειναν αρχικά στο σπίτι του παππού τους στα Σεπόλια. Με τη διαταγή όμως του Στρόοπ για την καταγραφή των Εβραίων έπρεπε να κρυφτούν. Μετά την περιπλάνηση μερικών ημερών στον Υμηττό, όπου ο πατέρας του τον κουβαλούσε στους ώμους και οι διανυχτερεύσεις τους γινόταν σε σχολεία και εκκλησίες, βρέθηκε ένα σπίτι στου Ζωγράφου. Δεν έμεινε όμως για πολύ κρυφό το καταφύγιό τους. Έλληνες δωσίλογοι ανακάλυψαν πως ήταν Εβραίοι και άρχισαν να τους εκβιάζουν για χρήματα. Αλλιώς, απειλούσαν θα τους κατέδιδαν στην Γκεστάπο. Αποφασίστηκε να χωριστεί η οικογένεια. Ο Σήφης με τη υπηρέτρια τους την Αθηνά βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι ενός φίλου, του Πετρόχειλου, στην Εκάλη. Ο μικρός παρουσιάστηκε ως νόθος γιος της Αθηνάς. Η παρέα με τα δύο παιδιά του Πετρόχειλου και οι βόλτες στην τότε εξοχή του Κοκκιναρά προσέφεραν μια διέξοδο ψυχαγωγίας. Σε μία τέτοια βόλτα στην Ερυθραία βγήκε και η μοναδική κατοχική φωτογραφία που υπάρχει ακόμη με το μικρό Σήφη και την Αθηνά.

Όντας σε τόσο μικρή ηλικία, πολύ γρήγορα ξέχασε την ύπαρξη των γονιών του και προσκολλήθηκε στην Αθηνά. Η ίδια άλλωστε τον αγαπούσε πάρα πολύ και τον είχε σαν πραγματικό της γιο.

Μεγάλη διασκέδαση των παιδιών το καλοκαίρι ήταν οι βουτιές και τα παιχνίδια στο σιντριβάνι που υπήρξε στον κήπο του σπιτιού. Ενώ όμως τα δύο αδέλφια μπορούσαν να κολυμπούν γυμνά, η Αθηνά απαγόρευε αυστηρότατα στο Σήφη να γδυθεί εντελώς. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να δουν οι Γερμανοί από το διπλανό στρατόπεδο που τα χώριζε μόνο ένα συρματόπλεγμα από τον κήπο, ότι ο μικρός ήταν περιτετμημένος.

Μήνες κράτησε ο χωρισμός της οικογένειας. Δεν ξανασυναντήθηκαν παρά μετά την απελευθέρωση.

Ο Σήφης όταν πρωτοσυνάντησε τους γονείς του μετά από τόσο καιρό, δεν τους θυμόταν «Δεν αναγνωρίζω τους γονείς μου σαν φυσικούς μου γονείς.Εγώ είμαι στριμωγμένος με την Αθηνά δίπλα και αυτήν αγαπώ, αυτή είναι η μάνα μου. Για πολλά χρόνια αυτό με βασανίζει μετά την Κατοχή. Αυτά τα γεγονότα είναι τραυματικά, μ’ έχουν κατατρέξει σ’ όλη μου τη ζωή. Έχουν αφήσει ανεξίτηλες πληγές», εξομολογείται ο ίδιος. Ακόμη και σήμερα αποδίδει μερικές ιδιότητες του χαρακτήρα του, όπως τον εύκολο πανικό και την ανασφάλεια στις εμπειρίες της δύσκολης εκείνης εποχής.

Είχαν περάσει δεκατρία χρόνια από το τέλος του πολέμου. Η δεκαεξάχρονη Φωτεινή Κάμπα ζούσε με τους γονείς της στην Αθήνα. Ήταν μια ήσυχη, αγαπημένη οικογένεια.

Τότε ο πατέρας της αρρώστησε με γρίπη της Ασίας. Υπήρχε μια επιδημία εκείνη την εποχή και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Η κατάστασή του ήταν σοβαρή.

Κατά τη διάρκεια μιας από τις επισκέψεις της στο νοσοκομείο, ο πατέρας της άρχισε να λέει μια ιστορία στη Φωτεινή. Φαίνεται ότι δεν ήθελε να πεθάνει χωρίς να της έχει πει την αλήθεια.

Έτσι της είπε ότι πάντα την αγαπούσαν πολύ και ότι ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε ο πατέρας και η μητέρα της. Αλλά της είπε επίσης ότι δεν ήταν φυσικό τους παιδί. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, περίπου το 1943-1944, ένας Εβραίος γνωστός τους είχε εμπιστευτεί την τρίχρονη κόρη του, τη Ραχήλ, σε αυτόν και τη σύζυγό του. Ήξερε πόσο αγαπούσαν τα παιδιά και θέλησαν να την προστατεύσουν με αυτόν τον τρόπο από το διωγμό που είχαν εξαπολύσει οι Γερμανοί εναντίον των Εβραίων. Όταν με το καλό θα επέστρεφε από την εξορία, θα έπαιρνε πίσω το παιδί του.

Τα χρόνια πέρασαν, οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα και ο πόλεμος τελείωσε. Ο Εβραίος γνωστός τους δεν επέστρεψε ποτέ να διεκδικήσει την κόρη του και ήταν προφανές το γιατί. Το ζεύγος συνέχισε να μεγαλώνει την μικρή σαν δικό τους παιδί. Ο δεσμός μεταξύ τους είχε ριζώσει και την αγαπούσαν πάρα πολύ. Ιδιαίτερη αδυναμία της είχε η θετή της μητέρα.

Η αποκάλυψη αυτή ταρακούνησε τη Φωτεινή-Ραχήλ και κατέστρεψε τον ήρεμο κόσμο της. Στεναχωρήθηκε πολύ και άρχισε να προσπαθεί να ανακαλύψει ποια πραγματικά ήταν. Όταν ο πατέρας της έγινε καλά, προσπάθησαν μαζί να εντοπίσουν την αρχική οικογένειά της. Πήγαν στην παλιά της γειτονιά και ρώτησαν να μάθουν για τους γονείς της. Τόσο ολοκληρωτικός είχε όμως υπάρξει ο εκτοπισμός των Εβραίων, που κανένας πια δεν είχε μείνει από εκείνους που θα μπορούσαν να γνωρίζουν.

Η μητέρα της Φωτεινής-Ραχήλ ανησυχούσε πάλι μήπως απομακρυνθεί από κοντά της και την χάσει. Η στεναχώρια και η αγωνία της έγιναν αιτία να διακοπεί η προσπάθεια αναζήτησης των φυσικών γονέων. Η Φωτεινή-Ραχήλ δεν κατάφερε να μάθει ούτε τα ονόματά τους.

Λίγα χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε έναν Χριστιανό και απέκτησε παιδιά. Αλλά ανεξάρτητα από το πόσα χρόνια πέρασαν, τα ερωτηματικά σχετικά με την πραγματική της ταυτότητα την βασάνιζαν. Ευτυχώς, ο σύζυγός της την στήριξε. Οι προσπάθειές της να αποκτήσει περισσότερες πληροφορίες μέσω της Εβραϊκής Κοινότητας των Αθηνών αλλά και μέσω διεθνών οργανισμών στο Ισραήλ απέτυχαν, καθώς τα ονόματα των φυσικών γονέων της δεν ήταν γνωστά. Ένας συγγενής, που ίσως τα γνώριζε, πέθανε πριν προλάβει να τους τα πει.

Ακόμα και έτσι, η Φωτεινή-Ραχήλ αποφάσισε να αποδεχθεί την ταυτότητά της: μελέτησε και προετοιμάστηκε να ξανά γίνει Εβραία. Η Εβραϊκή Κοινότητα την δέχτηκε στους κόλπους της και την αγκάλιασε. Τώρα είναι μέλος διαφόρων εβραϊκών γυναικείων οργανώσεων. Έχει πολλούς Εβραίους φίλους, που την προσκαλούν σε εβραϊκές γιορτές και στις εκδηλώσεις της Κοινότητας. Η στενή της οικογένεια εγκρίνει τις επιλογές που έχει κάνει και την υποστηρίζει πλήρως. Έχει έτσι καταφέρει, μετά από χρόνια ανησυχιών, να γίνει και πάλι αυτό που πιστεύει ότι πρέπει να είναι και να ανακτήσει την εσωτερική της γαλήνη και ηρεμία.

Η Σέλλυ Κοέν ήταν από τα λίγα παιδιά της Θεσσαλονίκης, που είδαν από το μπαλκόνι του σπιτιού τους, τους Γερμανούς να μπαίνουν κατακτητές στην πόλη που γεννήθηκε, στις 9 Απριλίου του 1941. Σύντομα, το μικρό κορίτσι θα εγκατέλειπε την ανέμελη παιδική ηλικία και τα παιχνίδια στο δρόμο, θα μάθαινε πως το όνομά της είχε αλλάξει σε «Καίτη Κωνσταντίνου» και μια Τετάρτη απόγευμα του Μαρτίου του 1943, θα αποχαιρετούσε τους γονείς, τον παππού και τις θείες της –που δεν θα τις ξαναέβλεπε ποτέ– για να επιβιβαστεί μόνη της, σε ένα τρένο με προορισμό τον θείο της τον Μανώλη στην Αθήνα. Με τα δικά της λόγια, αν για τους περισσότερους Εβραίους, το τρένο ήταν ο δρόμος για τον θάνατο, για εκείνη ήταν ο δρόμος για τη ζωή. Μετά από δύο μέρες και δυο νύχτες αγωνίας και πανικού, μην προδώσει το πραγματικό της όνομα, έφτασε στην πρωτεύουσα. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, ήρθαν και οι γονείς της.

Τελικά, ο Σολομών, η Ρεγγίνα και η Σέλλυ Κοέν σώθηκαν χάρη στον έμπορο χαρτιού Κωνσταντίνο Κεφάλα, ο οποίος προσφέρθηκε να δώσει όσα χρήματα χρειαστούν για να κρυφτούν και τον πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αθηνών, Λάμπρο Καραμερτζάνη, ο οποίος είχε και επαφές με την Αντίσταση. Οι δύο άνδρες δεν ήταν τυχαίες περιπτώσεις αλληλέγγυων χριστιανών, καθώς βοηθούσαν ταυτόχρονα άλλες δύο εβραϊκές οικογένειες, τους Σιακκή και τους Άντζέλ. Μέχρι την Απελευθέρωση, οι Κοέν άλλαξαν 17 σπίτια για να ξεφύγουν από μύριους κινδύνους, όπως τους εκβιασμούς από Έλληνες πράκτορες της Γκεστάπο. Ένα από τα σπίτα αυτά ήταν και της Λέλας Καραγιάννη, της ηρωίδας της Αντίστασης, που εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1944. Αναγκασμένη να βγαίνει για ψώνια και φορτισμένη από τους καθημερινούς κινδύνους, η Σέλλυ ένιωθε πως είχε μεγαλώσει απότομα. Η Απελευθέρωση, την οποία προανήγγειλαν τα αντιστασιακά χωνιά της Αθήνας, τη βρήκε να πανηγυρίζει. Η επιστροφή στην Θεσσαλονίκη ήταν η πρόκληση για το νέο ξεκίνημα. Και μια υπενθύμιση ότι τα παιχνίδια στο δρόμο με τα ξαδέλφια της αποτελούσαν πια μια γλυκόπικρη ανάμνηση.

Η οικογένεια του Μωϋσή Κωνσταντίνη ζούσε στην Αθήνα. Ο πατέρας του Κανάρης Κωνσταντίνης, ήταν Γενικός Επιθεωρητής των ΤΤΤ. Τα παιδιά, ο Μωϋσής και ο κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος αδελφός του Δαυίδ, πήγαιναν στο σχολείο όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Τον πρώτο καιρό, που η Αθήνα βρέθηκε στην κατοχή των Ιταλών, σχεδόν τίποτα δεν άλλαξε για την οικογένεια.

Οι δυσκολίες άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1943. Η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Γερμανοί αντικατέστησαν τους Ιταλούς. Όταν εξεδόθη η διαταγή του Στρόοπ για την καταγραφή των Εβραίων της Αθήνας, η οικογένεια φρόντισε αμέσως να κρυφτεί. Το πρώτο σπίτι όπου κατέφυγαν ήταν στη Νέα Σμύρνη. Ένα επεισόδιο όμως με ένα Γερμανό στρατιώτη τα Χριστούγεννα, τους ανάγκασε να αλλάξουν διάφορες κρυψώνες. Στα διάφορα σπίτια που κρυβόντουσαν, έλεγαν πως ήταν συγγενείς των ιδιοκτητών από την επαρχία. Σε πολλά μέρη όταν μάθαιναν ότι ήταν Εβραίοι, αρνούνταν να τους δεχθούν ή τους έδιωχναν. Οι μετακινήσεις τους γινόταν πάντοτε με τα πόδια. Ένας νεαρός με ένα καρότσι τους βοηθούσε στη μεταφορά των ελαχίστων πραγμάτων τους. Κατέληξαν σε ένα σπίτι στην οδό Προμηθέως, στο τέρμα Αχαρνών. Ο πατέρας είχε ήδη φροντίσει να προμηθευτεί ταυτότητες με ψεύτικα χριστιανικά ονόματα. Ο Μωϋσής λεγόταν Δημήτρης Αρίκας και ο αδελφός του Βασίλης. Καταλάβαινε ότι ήταν πολύ σημαντικό να χρησιμοποιεί το ψεύτικο όνομα, πως δεν ήταν παιχνίδι. Απέφευγαν να κυκλοφορήσουν. Ο ήλιος τους έλειπε. Τις ατελείωτες ώρες του εγκλεισμού τους, έπαιζαν με διάφορα παιχνίδια δικής τους κατασκευής.

Μάθαιναν και πιάνο. Το ετήσιο ενδεικτικό του μαθητή Δημητρίου Αρίκα από το Διδασκαλείον κλειδοκυμβάλου υπάρχει ακόμη. Οι μόνες παρακινδυνεμένες έξοδοι του Μωϋσή ήταν οι εξορμήσεις για προμήθειες με την μητέρα του.

Περνούσαν πρώτα από το Χρηματιστήριο και χαλούσαν χρυσές λίρες. Πήγαιναν έπειτα στην οδό Ευρυπίδου και αγόραζαν ψωμί. Δελτία δεν είχαν, αφού κρύβονταν, και έπρεπε να το πληρώσουν. Έπαιρναν ακόμα ελιές, όσπρια και ό,τι άλλο έβρισκαν για να το μαγειρέψουν. Ο πατέρας του και ο μεγάλος του αδελφός δεν έβγαιναν σχεδόν ποτέ.

Προς το τέλος της Κατοχής ο Μωϋσής θυμάται πως έπεφταν στις εξορμήσεις του αυτές πάνω σε μάχες μεταξύ Ελασιτών και Γερμανών κοντά στη Βεΐκου. Προχωρούσαν τότε τρέχοντας στις παρόδους από πόρτα σε πόρτα για να αποφύγουν τις σφαίρες που σφύριζαν δίπλα τους.

Μια φορά κινδύνεψαν σοβαρά από έρευνα των Γερμανών που τους έψαχναν με τη συνεργασία ενός Εβραίου προδότη. Μπόρεσαν όμως να κρυφτούν και δεν τους βρήκαν. Κατέφυγαν μετά την προδοσία σε ένα σπίτι στο Γαλάτσι που τότε ήταν στις παρυφές της πόλης. Η Κατοχή πλησίαζε στο τέλος της. Εκεί πληροφορήθηκαν μια μέρα ότι οι Γερμανοί εγκατέλειπαν την Αθήνα. Πήγαν τότε μέχρι τη γωνία Λένορμαν και Παλαμηδίου και είδαν το σπίτι τους από μακριά. Την επόμενη κιόλας μέρα μάζεψαν τα ελάχιστα πράγματα που τους είχαν απομείνει και επέστρεψαν στο σπίτι. Τα υπάρχοντα τους είχαν διαρπαγεί, μπορούσαν όμως να ξαναρχίσουν τη ζωή τους ελεύθεροι και έχοντας γλυτώσει από τη φρικτή τύχη άλλων ομοθρήσκων τους.

Ο Σαμουήλ Μάτσας, γιος του Μίνου και της Μαργαρίτας, το γένος Σαρφατή, είδε το φως της ζωής το 1937 στην Αθήνα και η πρώτη του αίσθηση από τον κόσμο δε θα μπορούσε παρά να έχει έντονο μουσικό χρώμα, με το πιάνο Hoffman και τα τραγούδια των γονιών να γεμίζουν τις απογευματινές ώρες της οικογένειας και να δίνουν μορφή και σχήμα στα παιδικά όνειρα. Η μουσική όμως μια μέρα κόπηκε απότομα και αυτό που προβλεπόταν να είναι μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία διαταράχθηκε από σφοδρές αεροπορικές επιδρομές στον Πειραιά και αυστηρές φωνές από το ραδιόφωνο που ανήγγειλαν την αρχή της ναζιστικής κατοχής. Ανυποψίαστος για το τι συνέβαινε, ο μικρός Σαμουήλ έζησε σαν όνειρο την περιπέτεια που ξεκίνησε μια νύχτα του 1943, όταν η οικογένεια άφησε το σπίτι της Μιχαήλ Βόδα 225 και αναζήτησε καταφύγιο στο σπίτι της Πιπίτσας Οικονόμου, στενής φίλης και συνεργάτιδας του πατέρα, στην οδό Χίου 10. Πάλι χάρη στην Πιπίτσα, φυγαδεύτηκαν σύντομα από την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν σε ένα ορεινό χωριό, το Δίκαστρο Φθιώτιδας, μαζί με τον παππού Αζαρία Σαρφατή. Εκεί, χάρη στην φιλοξενία της οικογένειας του Γιώργου και της Αθηνάς Βλάχου, αλλά και την υποστήριξη όλου του χωριού, η ζωή ξανάπιασε το νήμα. Ο Μίνως συμμετείχε στο λαϊκό δικαστήριο χάρη στις νομικές του γνώσεις, η ανταλλαγή εξασφάλιζε τα απαραίτητα τρόφιμα, ενώ ο μικρός Σαμουήλ –που όλοι τον φώναζαν πλέον Μάκη– ξαναβρήκε το παιχνίδι και την ανεμελιά χάρη στη μικρή κόρη της οικογένειας Βλάχου, τη Ρηνιώ, και τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που περνούσαν συχνά από το Δίκαστρο και τον είχαν κάνει «μασκώτ» τους. Στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών το καλοκαίρι του 1944, το χωριό εκκενώθηκε, ξεκινώντας μια αγωνιώδης περιπλάνηση που διήρκεσε πολλές εβδομάδες. Αλλά η οικογένεια Μάτσα είχε ξεγλιστρήσει από την παγίδα του ναζιστικού ολέθρου. Η Απελευθέρωση τους βρήκε στη Λαμία κι από εκεί ένα βρετανικό στρατιωτικό καμιόνι τους γύρισε στην Αθήνα. Η επιστροφή στην κανονική ζωή έκρυβε δυσκολίες και στερήσεις. Αλλά το σημαντικότερο για τον επτάχρονο Μάκη ήταν ότι η μουσική ξανάρχισε. Και δεν θα κοβόταν ποτέ ξανά.

Με τον πολέμο του 1941 και τους βομβαρδισμούς της Θεσσαλονίκης, η οικογένεια της Υβέτ Μπέζα αποφάσισε να μετακινηθεί στη Βυζίτσα του Πηλίου, όπου θα ήταν ασφαλέστερη. Για ένα διάστημα έζησαν σχετικά ξένοιαστα εκεί, ενώ ο πατέρας τους, Μωΰς, πηγαινοερχόταν στη Θεσσαλονίκη για δουλειές. Κάποια φορά όμως δε γύρισε: πιάστηκε όμηρος από τους Γερμανούς και φυλακίστηκε στο Επταπύργιο.

Αμέσως η οικογένεια επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Τα διαβήματα της μητέρας τους, Σαρίνας, στην Κομμαντατούρ με επιστολές από Γερμανικά εργοστάσια που βεβαίωναν ότι ο Μωϋς Μπέζα ήταν καλός τους πελάτης, έφεραν αποτέλεσμα. Ύστερα από ενενήντα τρεις ημέρες κρατήσεως, ο πατέρας τους αφέθηκε ελεύθερος, Στα παιδιά έφερε δωράκια από τα ταξίδια του. Στο Σαμπετάϊ τον αδελφό της Υβέτ, που τον φώναζαν Μίμη , «ένα φιδάκι φτιαγμένο από τους βαρυποινίτες , χειροτεχνία με χάντρες κεντημένες που έγραφε «Μίμης Μπέζα 1941». Σε εκείνη «ένα τσαντάκι ίδιας προελεύσεως που έγραφε Βιβή Μπέζα 1941», έτσι την φώναζαν όταν ήταν μικρή.

Η μικρή Υβέτ πήγαινε τότε στη Δευτέρα Δημοτικού. Θυμάται ακόμη την πρώτη μέρα που πήγε στο σχολείο με την «κονκάρδα». Το κίτρινο άστρο του Δαυίδ, που έπρεπε με διαταγή των Γερμανών να φορέσουν οι Εβραίοι της πόλης. «Νομίζω ότι το φόρεσα χωρίς να εντυπωσιαστώ. Όμως είχα ένα συμμαθητή και φίλο, τον Μάριο Καράσσο, ο οποίος ντρεπόταν να μπει στην τάξη, τα μεγάλα του μαύρα μάτια ήταν βουρκωμένα […]. «Μην ντρέπεσαι παιδί μου δεν είναι ντροπή να είσαι Εβραίος» του είπε η καλή τους δασκάλα και τον έβαλε να κάτσει στο θρανίο του και συνέχισε το μάθημα σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Στις Απόκριες μια γειτόνισσά τους την έβγαλε κρυφά από το γκέττο για να παίξει με τ’ άλλα παιδιά. Ένας περαστικός Γερμανός έβγαλε μία φωτογραφία κι έδωσε από μία σε κάθε παιδί.

Μία πρώτη απόπειρα διαφυγής της οικογένειας προς την ιταλοκρατούμενη Λαμία απέτυχε. Λίγες ημέρες αργότερα χτύπησε την πόρτα τους ένας φίλος: «Ελάτε γρήγορα μαζί μου» τους είπε. «Το πρωΐ θα σας μαζέψουν».

«Φύγαμε μέσα στη νύχτα, όλο φόβο […] Ακόμα και τώρα νιώθω τους χτύπους της καρδιάς μου.» Έμειναν για δεκαπέντε ημέρες κρυμμένοι στη Θεσσαλονίκη με ψεύτικες ταυτότητες και ονόματα χριστιανικά.

Έπρεπε όμως να φύγουν από την πόλη. Από τη στιγμή εκείνη, άρχισε μία ατέρμονη περιπλάνηση που θα διαρκούσε για δύο περίπου χρόνια: Κοζάνη, Λάρισα, Αθήνα, Ιωάννινα, Δυρράχιο στην Αλβανία και από εκεί με πλοίο στην Ιταλία. Από την Ιταλία ένα υπερωκεάνιο τους μετέφερε μαζί με χιλιάδες στρατιώτες στην Αίγυπτο.

«Φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια και από εκεί μας πήγαν σε στρατόπεδο προσφύγων στην έρημο του Σινά, στις πηγές του Μωϋσέως […]

Μέναμε σε αντίσκηνα. Τώρα πια δεν υπήρχε ο κίνδυνος των Γερμανών και ξαναποκτήσαμε τα αληθινά μας ονόματα στην Αίγυπτο. Έζησαν εκεί σε αντίσκηνα αλλά με τα πραγματικά τους ονόματα, για οκτώ μήνες. Στην Ελλάδα γύρισαν μετά την Απελευθέρωση.

Κατά το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, η δεκαετής Λίλιαν Μπενρουμπή ζούσε με τους γονείς της, Ισαάκ και Ντόρα, στην οδό Τσιμισκή στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας της Λίλιαν, ο Ισαάκ, ρεαλιστής και προνοητικός μόνιμος κάτοικος της Θεσσαλονίκης, αποφάσισε το 1941 να προστατεύσει την οικογένειά του μεταφέροντας την Αθήνα, που βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή. Δύο δωμάτια στο κέντρο της πόλης έγιναν το νέο τους σπίτι. Η Λίλιαν είχε ήδη εγγραφεί στο κοντινό σχολείο, έτσι ώστε να μην μείνει πίσω. Τα μαθήματα, η παρέα με τις συμμαθήτριες της και οι παιδικές τους τρέλες βοηθούσαν στη διατήρηση μιας κανονικής καθημερινότητας. Καθώς οι Γερμανοί είχαν ήδη αρχίσει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες που δεν προοιώνιζαν τίποτα καλό, η μικρή Λίλιαν αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο, ώστε να μην κυκλοφορεί πολύ. Για να χαθούν τα ίχνη τους ο Ισαάκ κανόνισε την έκδοση ψεύτικων ταυτοτήτων με χριστιανικά ονόματα, έτσι ώστε να είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Ο ίδιος έγινε «Φώτης Μπουζούρης» και η σύζυγός του έγινε «Θεοδώρα», ενώ η Λίλιαν πήρε το όνομα «Λουκία Παπαδοπούλου». Ταυτόχρονα, άρχισαν να αναζητούν ένα νέο σπίτι σε μια άλλη περιοχή, όπου κανείς δεν θα τους γνώριζε. Ένας οικογενειακός φίλος, ο Αριστείδης Κεστεκίδης, τους πρόσφερε καταφύγιο στο σπίτι του. Μια πολύ δύσκολη περίοδος ακολούθησε την μικρή Λίλιαν. Κλεισμένη στο σπίτι, δεν έβγαινε παρά ελάχιστες φορές που και αυτές αποδείχτηκαν επικίνδυνες. Αναγκάστηκε να χάσει τη χρονιά της στο σχολείο. Καθώς όμως το σπίτι του Κεστεκίδη ήταν πάντα γεμάτο από ανθρώπους, είχε τουλάχιστον κάποια παρέα για να περνά τις ατελείωτες μέρες του εγκλεισμού. Η οικογένεια πέρασε ώρες αγωνίες, όταν μερικοί Γερμανοί εγκαταστάθηκαν σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού. Παρά την αρχική αγωνία, το γεγονός αποδείχθηκε ευεργετικό, καθώς κανείς δεν ήταν δυνατό να υποψιαστεί ότι κρύβονταν Εβραίοι σε ένα σπίτι όπου έμεναν Γερμανοί. Το κρησφύγετό τους όμως έγινε γνωστό. Έπρεπε να κινηθούν και πάλι. Στη δύσκολη αυτή ώρα βρέθηκε ακόμη ένας άνθρωπος , ο γιατρός Χρήστος Παπαγεωργίου που μετέτρεψε το σπίτι του σε άσυλο για την κατατρεγμένη οικογένεια. Στο σπίτι του γιατρού η κατάσταση ήταν ακόμα πιο δύσκολη: η οικογένεια έπρεπε να μένει απόλυτα σιωπηλή και ήσυχη κλεισμένη σε ένα δωμάτιο όλη μέρα, έτσι ώστε να μην κινήσουν την περιέργεια στους ασθενείς που επισκεπτόντουσαν το γιατρό καθημερινά. Η Λίλιαν είχε πια συνηθίσει να προσποιείται ότι ήταν συγγενής από τα Τρίκαλα. Αυτό το υποχρεωτικό κρύψιμό της όμως την έπνιγε. Μαζί με τα σημάδια της επερχόμενης απελευθέρωσης, η εγκυμοσύνη της συζύγου του γιατρού, της Κατίνας, έδινε σε όλους μια γεύση ελπίδας. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι ελπίδες αυτές έγιναν πραγματικότητα: οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα, η Κατίνα γέννησε ένα αγοράκι και η οικογένεια Μπενρουμπή ήταν επιτέλους ελεύθερη.

Μέσα στη δίνη του πολέμου, η οικογένεια της Ευτυχίας Ναχμία βρέθηκε από τα Ιωάννινα που έμενε, στην Αθήνα. Η πολυάνθρωπη πόλη θα τους προσέφερε περισσότερη ασφάλεια. Με την έκδοση της διαταγής του Στρόοπ, η οικογένεια αντί να παρουσιαστεί για καταγραφή, κρύφτηκε. Απέκτησαν όλοι νέες πλαστές ταυτότητες με ψεύτικα χριστιανικά ονόματα.

Η Χίτσα και ο αδελφός της Τζέκυς (Ιάκωβος) έγιναν Ευτυχία και Νίκος Οικονομίδης. Βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι του Μίμη και της Μαρίας Αγγελοπούλου. Παρουσιάστηκαν ως ανίψια από την επαρχία του «θείου Μίμη» και της «θείας Μαρίας» που τους δέχτηκαν αυτή την δύσκολη ώρα.

Στη νέα τους γειτονιά κανείς δεν ήξερε πως ήταν Εβραιόπουλα. Έπαιζαν με τα άλλα παιδιά ενώ η δήθεν θεία τους τα δίδασκε μερικά μαθήματα για να μη μείνουν πίσω από τους συνομηλίκους τους. Η νοσταλγία για την οικογένειά τους και οι μνήμες από περασμένες ανέμελες μέρες έγινε καημός που δεν ομολογούσαν, για να μην ενοχλήσουν τους ανθρώπους που τους έκρυβαν και έγινε ο μόνιμος σύντροφος των δύο αδελφών.

Οι μήνες περνούσαν απαράλλακτοι και η αίσθηση του χρόνου χάθηκε. Τα παιδιά δεν είχαν τρόπο να ξέρουν πότε ήταν Πέσαχ. Γιόρταζαν για κάλυψη τις Χριστιανικές γιορτές και φυσικά και το Πάσχα. Το δυο αδέλφια πήγαν , όπως όλοι, στην εκκλησία τη Μεγάλη Παρασκευή, πέρασαν μαζί με τα άλλα παιδιά κάτω από τον Επιτάφιο κι αυτό τα έκανε να νιώθουν μπερδεμένα. Δεν ήταν άραγε αμαρτία να παριστάνουν ότι είναι Χριστιανοί χωρίς να το πιστεύουν;

Για να είναι όλη η οικογένεια μαζί, μετακόμισαν στο σπίτι του Δημήτρη και της Αργυρώς Σπηλιωτοπούλου, στο Πεδίον του Άρεως. Οι βόλτες στο πάρκο και οι με χίλιες προφυλάξεις επισκέψεις στον κινηματογράφο «Βοξ» ήταν η μόνη τους διασκέδαση. Μια τυχαία συνάντηση, ένα παραπανίσιο βλέμμα μπορούσαν κάθε στιγμή να γίνουν η αιτία συμφοράς. Έτσι, σε μια ηλικία που άλλα παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο και τη ζωή, «που το πρώτο τους μέλημα είναι το παιχνίδι και δεύτερο το σχολειό», η Ευτυχία αναγκάστηκε να αλλάξει όνομα για να κρυφτεί από εκείνους που τη θεωρούσαν «υπάνθρωπο» και την κυνηγούσαν. Για εκείνη «δεν είναι αστείο, δεν είναι παιχνίδι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου …..».

Στην οδό Τσιμισκή 35, στο κέντρο της προπολεμικής Θεσσαλονίκης κατοικούσε η οικογένεια του Χαϊμ και της Ευγενίας Πάρδο με τις τρεις κόρες τους, Λιλή, Ροζίνα και Ντενίζ. Ο πατέρας ήταν έμπορος και το μαγαζί του ήταν απέναντι από το σπίτι τους. Η ζωή τους μέχρι την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου κυλούσε ήσυχα. Ακόμα και όταν ξέσπασε ο πόλεμος λίγα πράγματα μόνο άλλαξαν. Ο φόβος από τους Ιταλικούς βομβαρδισμούς της περιοχής του λιμανιού ανάγκασε την οικογένεια να μετακομίσει προσωρινά σε μια μονοκατοικία της οδού Εδμόνδου Ροστάν.

Οι πρώτες ανησυχίες άρχισαν με την είσοδο των Γερμανών στην πόλη την ενάτη Απριλίου 1941, καθησυχάστηκαν όμως γρήγορα από την έντεχνη προπαγάνδα των κατακτητών και την αμφιλεγόμενη στάση της ηγεσίας της Ισραηλιτικής Κοινότητας. Αργότερα, η αναγκαστική συγκέντρωση όλων των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε γκέττο και οι «κονκάρδες», το κίτρινο άστρο, δεν προμήνυαν τίποτα καλό. Όταν οι χειρότεροι φόβοι επιβεβαιώθηκαν και ξεκίνησαν οι πρώτες αποστολές στην Πολωνία, η οικογένεια της Ροζίνα Πάρδο αποφάσισε να αποδράσει από το γκέττο.

Σωτήρες τους έγιναν το ζευγάρι Γιώργος και Φαίδρα Καρακώτσου που ανέλαβαν να κρύψουν ολόκληρη την οικογένεια στο σπίτι τους στη οδό Τσιμισκή, στην καρδιά της πόλης. Η Ροζίνα και η αδελφή της Ντενίζ, άλλαξαν όνομα και έγιναν Ρούλα και Νίτσα. Από τη στιγμή εκείνη δεν θα ξεμύτιζαν πια από την κρυψώνα τους.

Τα παιδιά έβρισκαν καταφύγιο σε κόσμους της φαντασίας, στο γράψιμο του ημερολογίου και το παιχνίδι: «Ανεβαίναμε στην ταράτσα της Τσιμισκή 113 και παίζαμε «βαπόρι». Σκαρφαλωμένοι σε ένα πεζούλι το φανταζόμασταν καράβι και σαλπάραμε για μέρη μακρινά, θάλασσες και πελάγη, χώρες ελεύθερες χωρίς κατακτητές» θυμάται η Ροζίνα – Ρούλα. Η ίδια κρατούσε ένα ημερολόγιο όπου αποτυπώθηκε το κυρίαρχο αίσθημα του φόβου της αποκάλυψης και της σύλληψης. Από φόβο μήπως το τετράδιό της έπεφτε στα χέρια των Γερμανών και γινόταν η αιτία να προδοθούν η ίδια και η οικογένειά της, δεν ανέφερε πουθενά το αληθινό της όνομα. 548 ημέρες κράτησε η «αιχμαλωσία» αυτή. Η μεγάλη ημέρα ήταν 26η Οκτωβρίου 1944, όταν οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τη Θεσσαλονίκη. Ακόμη και τότε όμως, όταν η Ροζίνα βγήκε για πρώτη φορά από την κρυψώνα της και αναγνωρίστηκε από ένα παλιό τους γείτονα, που τη φώναξε με το αληθινό όνομά της, πανικοβλήθηκε κι αμέσως έτρεξε να ξανακρυφτεί. Ο φόβος είχε γίνει πια δεύτερη φύση.

Η είσοδος των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη το 1941 έμελλε να αλλάξει οριστικά τη ζωή όλων των Εβραίων της πόλης. Μέσα στην Κατοχή το 1942, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη η Ρέινα. Ο πατέρας της Αλβέρτος Σιακκή, κατάφερε να ξεφύγει από το γερμανικό διωγμό, καταφεύγοντας στους αντάρτες στα βουνά. Η μητέρα της η Έντα ντε Μποττόν δε πρόλαβε όμως να χρησιμοποιήσει την ισπανική της υπηκοότητα και κλείστηκε στο γκέττο. Με την ξαφνική και βίαιη ανατροπή του κόσμου της, η Έντα παραζαλισμένη και με το μωρό στην αγκαλιά δεν ήταν σε θέση να πάρει πρωτοβουλία. Η μικρή Ρέινα βρήκε σωτηρία από μια καλή φίλη της μητέρας της, τη Λιλιάνε Φερνάντες, που πρότεινε τη μοναδική, όσο και οδυνηρή λύση, έχοντας η ίδια έγκαιρα χρησιμοποιήσει την Ιταλική της υπηκοότητα για να εξαιρεθεί από το εγκλεισμό, η Λιλιάνα πήρε τη μικρή από το γκέττο και την παρέδωσε στο Μοναστήρι του Καλαμαρί, όπου θα τη φρόντιζαν οι Γαλλίδες καλόγριες. Ένα κέρας κομμένο στα δύο, θα χρησίμευε για τη μελλοντική αναγνώριση μάνας και κόρης. Η αδελφή Ζοζέφ έγινε η στοργική θετή της μητέρα.

Η ηγουμένη όμως δεν ένιωθε ασφαλής: αν οι Γερμανοί έκαναν έφοδο στο Μοναστήρι πως θα δικαιολογούσαν την παρουσία της μικρής; Η Λίνα και ο Μάριος Τσίτεριτς, Ιταλικής καταγωγής, που έμεναν απέναντι από το Μοναστήρι, είχαν ήδη ένα δεκατριάχρονο αγόρι, το Βιττόριο. Δέχτηκαν να ενσωματώσουν το κοριτσάκι στην οικογένεια τους, με το όνομα Ζιλμπέρτα. Η μικρή, με ψεύτικα χαρτιά, ήταν πλέον ασφαλής. Η ανάμνηση της πραγματικής της μητέρας είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει. Το τέλος του πολέμου τους βρήκε όλους στη ζωή. Η Έντα, η μητέρα, σε κάποιο νοσοκομείο ανέρρωνε από τις συνέπειες του στρατοπέδου Μπέργκεν – Μπέλσεν. Ο Αλβέρτος, ο πατέρας, ήταν στην Παλαιστίνη. Η συνάντηση μητέρας και κόρης, που έγινε τελικά στο Παρίσι μετά από μεγάλο διάστημα αναζήτησης, υπήρξε πολύ δύσκολη.

Η ‘Εντα δε μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τα τραύματα του στρατοπέδου. Η Ρέινα Ζιλμπέρτα από την άλλη, έχοντας αποχωριστεί τη μητέρα της σε βρεφική ηλικία δεν διατηρούσε καμία ανάμνηση της και χρειάστηκε πολύ καιρό για να την αποδεχτεί. Παρ’ όλο που η σχέση τους βελτιώθηκε με το χρόνο, το ρήγμα που ο πόλεμος δημιούργησε ανάμεσά τους δεν έκλεισε ποτέ εντελώς.

Ο πρωτότοκος γιος του εμπόρου υφασμάτων Λέων Χατζή από τα Ιωάννινα και της Σαρίνας (Νίνας) Σαμουήλ από τα Τρίκαλα, γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 27 Σεπτεμβρίου 1931 και τις παραμονές του πολέμου, ζούσε με τους γονείς και τα δύο μικρότερα αδέλφια του, Χρυσούλα και Μωρίς, στην οδό Αιξωνέων 3 στα Πετράλωνα. Η μεγάλη πείνα του 1941-42 πέρασε σχετικά ανώδυνα, χάρη στα τρόφιμα που έρχονταν τακτικά από τους γονείς και τα αδέλφια της μητέρας στα Τρίκαλα. Όταν οι Γερμανοί ζήτησαν τις ονομαστικές καταστάσεις των Εβραίων της Αθήνας τον Σεπτέμβριο του 1943, ο δρόμος για την Θεσσαλία έγινε ξανά οδός σωτηρίας. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα, ο Ζάκης, όπως τον φώναζαν οι δικοί του, θα μάθαινε ότι όλοι οι άλλοι επιβάτες του λεωφορείου γκαζοζέν, στο οποίο επιβιβάστηκαν τις ημέρες του Κιπούρ με προορισμό την Καρδίτσα ήταν κι εκείνοι Εβραίοι που διέφευγαν από την γερμανοκρατούμενη πρωτεύουσα με ψεύτικες ταυτότητες, όπως και ο ίδιος. Όταν το λεωφορείο έφτασε στους Σοφάδες, βρίσκονταν στην Ελεύθερη Ελλάδα, το μόνο κομμάτι ελληνικής γης, όπου η λέξη Εβραίος δεν ήταν ντροπή ούτε διαβατήριο για την εξόντωση. Οι μάχες ανταρτών και Γερμανών στην περιοχή έφεραν νέες περιπλανήσεις. Μετά από ένα μήνα παραμονής στα Λουτρά Σμοκόβου, φιλοξενήθηκαν στην Καρδίτσα και τελικά εγκαταστάθηκαν στον Βόλο, όπου ζούσε ο ξάδελφος της μητέρας, Ηλίας Καπέτας. Πράγματι, έφτασαν στον γερμανοκρατούμενο Βόλο, όπου η ισχυρή οργάνωση του ΕΑΜ στην πόλη ήταν μια επιπλέον εγγύηση ασφάλειας. Ο αγώνας της επιβίωσης όμως ήταν καθημερινός και ο Ζάκης συνόδευε τη μητέρα του, κάτω από τη μύτη Γερμανών και ταγματασφαλιτών, στα χωριά του Πηλίου με σκοπό την ανεύρεση τροφίμων. Ο ίδιος ταξίδεψε μέχρι τα Τρίκαλα για να αφήσει στον συνονόματο παππού του, Ισαάκ Σαμουήλ, κάποια από τα υφάσματα με τα οποία θα στεκόταν σύντομα ξανά στα πόδια της η οικογενειακή επιχείρηση. Η Απελευθέρωση, οι ωραιότερες ημέρες της ζωής του, βρήκαν το δεκατριάχρονο πλέον εβραιόπουλο στον Αλμυρό Μαγνησίας, με το μυαλό του γεμάτο αντάρτικα εμβατήρια, ελπίδα για την αυριανή ομορφιά και μια πρωτόλεια ίσως αίσθηση χρέους να αφηγηθεί κάποτε αυτή την ιστορία.

Ένα μαύρο ταξί έφερε το 1940 την οικογένεια του Αλέξανδρου Σιμχά από την Καβάλα στην Αθήνα. Μένοντας στο Παγκράτι ήταν πιο ασφαλείς, αφού κανείς δεν τους γνώριζε. Ο Αλέξανδρος και τ’ αδέλφια του μπορούσαν ακόμη στην αρχή της Κατοχής να βγαίνουν έξω, να κάνουν φίλους και να παίζουν με τα άλλα παιδιά. Όλ’ αυτά γινόταν με ονόματα ψεύτικα. Είχαν μάλιστα μάθει για καλύτερη κάλυψη το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών». Τότε άρχισε να νιώθει ο Αλέξανδρος τις πρώτες σκιές της δύσκολης περιόδου που επρόκειτο να έρθει:  «Οι γονείς μου μού έλεγαν συνέχεια να μη λέω σε κανέναν ότι είμαστε Εβραίοι, για να μη το μάθουν οι Γερμανοί» θυμάται ο ίδιος. «Άρχισαν έτσι να μου δημιουργούνται ενοχές. Αισθανόμουνα ότι ανήκα σε μία κατώτερη κατηγορία ανθρώπων…»

Η Κατοχή σκλήραινε. Αποφασίστηκε να χωριστεί η οικογένεια. Το ζεύγος Αιγινήτη ανέλαβε να φιλοξενήσει τον Αλέξανδρο. Η συγκατοίκηση με ανθρώπους που δε γνώριζε τον στεναχωρούσε. Για λόγους ασφαλείας είχαν αποκλειστεί οι συναντήσεις με τους δικούς του. Η θετή του οικογένεια έκανε ό,τι μπορούσε για να νιώσει πιο άνετα. Η κόρη του ζεύγους, Καίτη, τον πήγαινε βόλτα στο λόφο του Στρέφη.    

Η προμήθεια τροφίμων ήταν δύσκολη. Η κιθάρα και το τραγούδι ήταν το μόνο ξαλάφρωμα από τις καθημερινές αγωνίες. Ο θετός του πατέρας άρχισε να διδάσκει στον εξάχρονο ήδη Αλέξανδρο τα πρώτα του γράμματα, για να μη μείνει πολύ πίσω από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. 

Η οικογένεια ξαναέσμιξε με την Απελευθέρωση για να κάνει μία καινούρια αρχή χωρίς πια να χρειάζεται να κρύβεται από κανέναν.  

Γεννημένη το 1943, η Ντόνα – Λίλιαν Καπόν δεν έχει παρά ελάχιστες αναμνήσεις από την Κατοχή, εκτός από μία «φευγαλέα εικόνα κυνηγημένων ανθρώπων να γλυστρούν σαν σκιές μέσα στη νύχτα». Από τις διηγήσεις όμως των γονιών της γνωρίζει την ιστορία της οικογένειάς της.

 

Είχε έναν αδερφό, τον Ισαάκ – Ροβέρτο. Τα πρώτα αντιεβραϊκά μέτρα των Γερμανών το 1943, τους βρήκαν στην Αθήνα. 

Μία παιδική φίλη της μητέρας, η Αντώνα Παναγιώτου και ο άνδρας της, Νίκος, προσφέρθηκαν να κρύψουν τους κατατρεγμένους. Αυτό έγινε μάλιστα με πρωτοβουλία δική τους, χωρίς να τους το ζητήσει η οικογένεια. Δεσμεύθηκαν μάλιστα, ότι, εάν έχανε τους γονείς της, θα υιοθετούσαν τη μικρή Ντόνα – Λίλιαν.

Τους δέχτηκαν στο σπίτι τους στου Ζωγράφου. Μαζί τους κρύφτηκε και ο θείος της Ντόνα Λίλιαν με τη γυναίκα του.

Είχαν φροντίσει να προμηθευτούν ψεύτικες ταυτότητες με ονόματα χριστιανικά. Παρουσιάστηκαν έτσι ως το ζεύγος Δημητρίου και Λέλας Γεωργιάδη. Ο Ισαάκ έγινε Κωστάκης, ενώ τη Ντόνα – Λίλιαν, που ήταν βρέφος ακόμη, τη φώναζαν Μπούλα.

Δικαιολόγησαν την ξαφνική παρουσία τους λέγοντας πως είναι βομβόπληκτοι από την Κρήτη. 

 

Το απόθεμα λιρών που προσεκτικά είχε φυλάξει ο πατέρας, τους επέτρεψε να συντηρούνται χωρίς να επιβαρύνουν τους καλούς ανθρώπους που τους έκρυβαν.

Δεν μπόρεσαν όμως να μείνουν για πολύ ανενόχλητοι στην κρυψώνα τους: ένα ανυπόγραφο εκβιαστικό γράμμα, που ζητούσε λίρες για να μην τους καταδώσει, τους ανάγκασε να μετακομίσουν στα Ιλίσια, στην οδό Αλκμάνος. Από εκείνο το βράδυ προέρχεται και η αμυδρή ανάμνηση της Ντόνα -Λίλιαν: ο Νίκος, ιδιοκτήτης και οδηγός φορτηγού, τους έβαλε στην καρότσα σκεπασμένη με μουσαμά και τους έκρυψε στο γκαράζ του μέχρι να ξημερώσει.

 

Για περισσότερη ασφάλεια, ο Ισαάκ – Ροβέρτος έμεινε χωριστά από τους υπολοίπους, στο σπίτι της οικογένειας Σινάνη στη Φιλοθέη. 

Λίγο αργότερα, νοίκιασαν ένα σπίτι στην οδό Λυσικράτους 12, στην Πλάκα. Για να μην τους δουν, έβγαιναν μόνο τη νύχτα για μια σύντομη βόλτα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Από την έλλειψη ηλίου και την φτωχή διατροφή, τα παιδιά είχαν πάθει αβιταμίνωση. Χάρη σε μία καλή οικογενειακή φίλη, την Αριστέα Λιουδάκη, που τους προμήθευε βιταμίνες, κατάφεραν να μην αρρωστήσουν σοβαρά ως την απελευθέρωση.

Μετά τον πόλεμο η Ντόνα – Λίλιαν φρόντισε να βραβευθούν οι άνθρωποι αυτοί από το Γιαντ – Βασσέμ ως «Δίκαιοι των Εθνών».

Η Άννα Γκανή γεννήθηκε το 1930 στην Αθήνα.  Ο πατέρας της, Ιάκωβος Μόσιος, ήταν πλανόδιος έμπορος υφασμάτων. 

Ο πρώτος καιρός της Κατοχής πέρασε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα για την οικογένεια. Η δύσκολη περιπέτειά τους άρχισε με την έκδοση της διαταγής του Στρόοπ για την καταγραφή όλων των Εβραίων της Αθήνας. Ο πατέρας τους μαζί με τη μητέρα τους Σταματούλα, αποφάσισαν να μην παρουσιαστούν για καταγραφή.  Αυτό ήταν που γλύτωσε τουλάχιστον τα παιδιά από τη σύλληψη. 

Ένας γνωστός τους τούς παραχώρησε το σπίτι του στο Αιγάλεω, όπου κανείς δεν τους ήξερε.  Ακριβώς στο διπλανό σπίτι όμως έτυχε να μένει μία άλλη Εβραϊκή οικογένεια που όλοι γνώριζαν. Αν κάποιος πρόδιδε τους γείτονες, εύκολα θα πιανόταν και οι ίδιοι. Αποφασίστηκε λοιπόν να μετακομίσουν ξανά, αυτή τη φορά στην Αγία Βαρβάρα. Η κυρά-Λεμονιά, η ιδιοκτήτρια, τους δέχτηκε κι’ ας ήξερε και η ίδια πόσο κινδύνευε αν την έπιαναν. 

Η οικογένεια ζούσε τώρα δύσκολα, αλλά με αρκετή ασφάλεια. Ο Ιάκωβος αντάλλαζε λίγο-λίγο το στοκ υφασμάτων που είχε φυλάξει με τρόφιμα για να τους ζήσει. 

Μέχρι τον Ιούλιο του 1944 μπόρεσαν να παραμείνουν στης κυρά-Λεμονιάς με ασφάλεια, αφού κανείς δεν ήξερε πως είναι Εβραίοι. 

Ήρθε όμως η κακιά στιγμή που αυτό μαθεύτηκε· κάποιος μάλλον τους “κάρφωσε”. Έλληνες ταγματασφαλίτες άρχισαν να εκβιάζουν τον πατέρα, απειλώντας ότι θα τους παραδώσουν στους Γερμανούς. Ένα σακκουλάκι με τα χρυσαφικά της μητέρας εξαγόρασε προσωρινά τη σιωπή τους. 

Ο Ιάκωβος  αποφάσισε να καταγγείλει τους εκβιαστές στη Χωροφυλακή. Αυτό οδήγησε δυστυχώς στη σύλληψη των γονιών. 

Μόλις το έμαθαν οι γείτονες, ανέλαβαν αμέσως να κρύψουν τα παιδιά. Η κυρά-Λεμονιά συνεννοήθηκε με την κουμπάρα της να κρύψει την Άννα στο σπίτι της στο κέντρο της Αθήνας. Κόρη παππά του Πρώτου Νεκροταφείου εκείνη, δέχτηκε να φιλοξενήσει την Άννα. Για να δικαιολογήσουν την παρουσία της, είπαν πως την έφεραν από το χωριό για να βοηθά τον ηλικιωμένο παππά, που δεν έβλεπε καλά.  Η Άννα βοηθούσε τον παππά να πηγαίνει και να έρχεται από την εκκλησία “κι’ έτρωγα και κόλλυβα επ’ ευκαιρία!”, θυμάται η ίδια. 

Η μεγαλύτερη αδερφή της Άννας, η Eυτυχία, κρύφτηκε στην αδερφή της Ιουλίας,  στο Χαλάνδρι. Ο αδερφός της ο Σαμουήλ, έμεινε μαζί με μία οικογενειακή τους φίλη, τη Ρεβέκκα Σούση, στο σπίτι ενός στρατηγού κοντά στη Μητρόπολη. 

Για τέσσερις μήνες, μέχρι δηλαδή την απελευθέρωση, έμειναν έτσι κρυμμένα τα παιδιά. Στο διάστημα αυτό δεν κινδύνεψαν ποτέ. “Όσοι γλυτώσαμε το οφείλουμε στους [Χριστιανούς] Έλληνες” προσθέτει.

Η τραγική σύμπτωση το θέλησε να σκοτωθεί η Ευτυχία την ημέρα ακριβώς της Απελευθέρωσης: Μέσα στη ζάλη της γιορτής, μία αδέσποτη σφαίρα από τις αψιμαχίες του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας τη χτύπησε στη διασταύρωση Αγίων Ασωμάτων και Πειραιώς, πολύ κοντά στη Συναγωγή… 

O Μωρίς Γκαττένιο γεννήθηκε σε εύπορη οικογένεια της Θεσσαλονίκη το 1933. Ο πατέρας Αλβέρτος, ήταν ένας από τους γνωστότερους κοσμηματοπώλες. Οι δυσκολίες άρχισαν από τον πρώτο ήδη καιρό της Κατοχής: το εμπόρευμα του καταστήματός τους λεηλατήθηκε και το σπίτι τους επιτάχθηκε. Έμειναν για λίγο στο σπίτι ενός γνωστού.

Ένας οικογενειακός τους φίλος, ο κύριος Βορίδης, Διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, τους προειδοποίησε ότι τα πράγματα θα αγρίευαν για τους Εβραίους. Τους συμβούλεψε να κρυφτούν. Για να μη χαθούν τα λιγοστά υπάρχοντα που τους είχαν απομείνει, σκηνοθέτησε την κατάσχεσή τους από την Τράπεζα για δήθεν χρέη. Η κατάσχεση έγινε με την παρουσία Χωροφυλάκων και ενός Γερμανού λοχία που είχε διαθέσει στο Βορίδη ο Μαξ Μέρτεν!

 Η οικογένεια έμεινε στην αρχή στο πλυσταριό ενός σπιτιού κοντά στο Ντεπώ. «Βρεθήκαμε σ’ ένα πλυσταριό, με τρεις τέσσερις ανθρώπους, οι οποίοι ερχόντουσαν κάθε βράδυ και τού κάναν εκβιασμό του πατέρα» – ζητούσαν χρήματα απειλώντας να τους καταδώσουν.

Ένας άλλος φίλος, ο Βασίλης Μπουζάνης, φρόντισε να τους βγάλει ψεύτικες ταυτότητες. Η απόπειρα φυγής τους προς την Αθήνα με ιταλικό στρατιωτικό τραίνο απέτυχε όμως: συνελήφθησαν και κλείστηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Τα καταναγκαστικά έργα, οι απειλές και οι τιμωρίες ήταν εκεί μέρος της καθημερινής ζωής. Μία κουβέρτα για να σκεπάζεται, ήταν το μόνο που είχε ο μικρός Μωρίς το διάστημα εκείνο.

Με παρέμβαση της Ισπανικής Πρεσβείας, αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι και μπόρεσαν να φθάσουν στην Αθήνα. Έμειναν στο σπίτι μιας θείας τους στο Μετς. Λίγο αργότερα νοίκιασαν ένα σπίτι στη Χαριλάου Τρικούπη.  Στο σπίτι αυτό τους βρήκε ο χειμώνας του 1943-’44. «χιόνι μέσα στην Αθήνα, η μόνη βόλτα που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν στο Πεδίον του Άρεως, όπου σερβίρανε κάτι κωκ, τα οποία ήταν φτιαγμένα από χαρούπι!» θυμάται σήμερα ο Μωρίς .

Οι μυστικές προετοιμασίες του πατέρα τους για να περάσουν στη Μέση Ανατολή προδόθηκαν από τον καπετάνιο του καϊκιού που θα τους μετέφερε στην Τουρκία. Συνελήφθησαν ξανά και κλείστηκαν υπό φρικτές συνθήκες στο φοβερό στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, απ’ όπου ένα μήνα αργότερα, στις 2 Απριλίου του 1944, το «Δεύτερο Γκρουπ» των Ισπανικής υπηκοότητας Εβραίων φορτώθηκε σε τραίνο με προορισμό το Μπέργκεν – Μπέλσεν…

Ο Μαρσέλ Μπατής γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα. Στο σπίτι της γιαγιάς του, στα Πετράλωνα βγήκε η φωτογραφία με τον Μαρσέλ μωρό μπροστά από την κουρτίνα της κουζίνας.

Τον πρώτο καιρό που η Αθήνα ήταν ακόμη υπό Ιταλική κατοχή, υπήρχε μία σχετική ασφάλεια και “ελευθερία” κινήσεων για τους Εβραίους. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 ανακοινώθηκε η Ιταλική συνθηκολόγηση και οι Γερμανοί ανέλαβαν οι ίδιοι την κατοχή. Από τη στιγμή εκείνη τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ: “Όλα ήταν έρημα, στο μηδέν” για τους Εβραίους της πόλης, θυμάται η θεία του Μαρσέλ, Σιμχά.

Με τη διαταγή του Στρόοπ για την καταγραφή των Εβραίων, η οικογένεια αποφάσισε να κρυφτεί. Βρέθηκε έτσι ο Μαρσέλ με τους γονείς του και τους παππούδες του σε ένα σπίτι στην Καστέλλα. Οι βομβαρδισμοί όμως του Πειραιά από τη Συμμαχική Αεροπορία τους ανάγκασαν να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο.

Μαζί με το υπόλοιπο σόι, στριμώχτηκαν σε ένα μαγαζί στη Νέα Ελβετία: το πάτωμα ήταν χωμάτινο, πόρτες και παράθυρα δεν υπήρχαν, εκτός από τα μπροστινά ρολά. 

Για να  μην τους υποψιαστούν, παρουσιάστηκαν ως «βομβόπληκτοι» από τον Πειραιά. Τους έλειπαν τα πάντα. Είχαν πάρει από το σπίτι τους ελάχιστα πράγματα. Ανάμεσά τους δύο χάλκινες κατσαρόλες και μερικά κουταλοπήρουνα. Με αυτά ταΐζανε το μικρό Μαρσέλ.

Με τα ρολά κατεβασμένα, προσπαθούσαν να περάσει η παρουσία τους απαρατήρητη. Όταν απ’ έξω ακούγονταν τα βήματα των Γερμανών, σώπαιναν όλοι. «Μην ανασαίνετε», τους έλεγε ο παππούς. Η γιαγιά προσευχόταν όλη τη μέρα για τη σωτηρία τους. 

Η προμήθεια τροφίμων ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ο Μαρσέλ έιχε ήδη αρρωστήσει από αβιταμίνωση. Έπρεπε όλοι να συντηρηθούν με τρόφιμα που μόνο κρυφά μπορούσαν να προμηθευτούν. Οι γείτονες τους βοηθούσαν όσο και όπως ο καθένας μπορούσε. Η μητέρα του, η Ρασέλ, έπλενε ρούχα για τους γείτονες, εξασφαλίζοντας έτσι λίγα αυγά.

Οι μήνες περνούσαν αργά και βασανιστικά. Στο διάστημα αυτό όλη η γειτονιά  είχε μάθει, πως ήταν Εβραίοι. Κανένας όμως δε βρέθηκε να τους προδώσει.

Στις 12 Οκτωβρίου του 1944 ήρθε η πολυπόθητη μέρα της Απελευθέρωσης. Συμμετέχοντας στους πανηγυρισμούς, η οικογένεια μπόρεσε να βγει επιτέλους φανερά από την κρυψώνα της.

Είχαν σωθεί, οι περιουσίες τους όμως ήταν κατεστραμμένες και τα σπίτια τους λεηλατημένα. Έπρεπε να ξαναρχίσουν απ’ την αρχή…

Πριν από πόλεμο σε ένα αρχοντικό στις Τζιτζιφιές ζούσε η οικογένεια του Πίνχας και της Βικτωρίας Μάτσα με τα τρία παιδιά τους, την Ιουδήθ, τον Αρτέμη και τον μικρό Νέστορα. Η ζωή τους ήταν πολύ άνετη. Όταν όμως πέθανε η μητέρα των παιδιών, η οικογένεια μετακόμισε σε ένα πολύ μικρότερο σπίτι στην Πλάκα, στην οδό Βύρωνος 16. 

 

 Στην Κατοχή τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Το χειμώνα του 1941 – ’42, ο πατέρας του Νέστορα αναγκαζόταν να πουλάει ένα – ένα τα αντικείμενα που είχαν κρατήσει για να θυμούνται την μητέρα τους: πρώτα την γούνα της, μετά το πιάνο, αργότερα τον φωνόγραφο. Με τα ελάχιστα χρήματα που έπαιρναν από τους μαυραγορίτες, κατάφερναν ίσα – ίσα να αγοράζουν το φτωχικό τους φαγητό. Καμμιά φορά δεν υπήρχε ούτε και αυτό, ούτε κάρβουνα για το μαγκάλι. 

 

Στις 24 Μαρτίου του 1944 όμως ο πατέρας δεν γύρισε στο σπίτι. Ήρθε ένας φίλος του, ο κύριος Βλάσης, και τους είπε να πάρουν λίγα ρούχα και να φύγουν αμέσως από εκεί, γιατί τον πατέρα τους τον πιάσαν οι Γερμανοί. Στην αρχή χωρίστηκαν: ο Νέστορας πήγε στου κυρίου Κυριακάκη, ενός φίλου του πατέρα τους, ο Αρτέμης πήγε στη νονά Ελένη, ενώ η Ιουδήθ έμεινε σε έναν δικό της φίλο, το Διονύση. Για δέκα περίπου μέρες έμειναν τα αδέλφια κρυμμένα χώρια. Λίγο αργότερα ο Διονύσης νοίκιασε ένα δωμάτιο στα Εξάρχεια  Εγκαταστάθηκαν έτσι στην οδό Λόντου.  Ξαναπήγαν και στο σχολείο τους και γράφτηκαν και στο συσσίτιο του Ερυθρού Σταυρού, για να έχουν τουλάχιστον ένα γεύμα την ημέρα, προπάντων ο Αρτέμης, που ήταν πολύ αδύνατος. Για να ζήσουν αποφάσισαν να πουλάνε τσιγάρα στους δρόμους. Τις πρώτες λίγες μέρες ο μικρός Νέστορας ντρεπόταν να κάνει αυτή τη δουλειά, σιγά – σιγά όμως το συνήθισε. Συνήθισε ακόμη να ακούει βρισιές και έμαθε τι ήταν το «σπίτι» της κυρίας  Γλυκερίας στην οδό Γαμβέττα, όπου τα κορίτσια αγόραζαν τα περισσότερα τσιγάρα του. Έβλεπε τα παιδιά της Αντίστασης που έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, αλλά και τους «ρουφιάνους», τους δωσιλόγους και άκουγε και για τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις αντιστασιακών. Μεγάλωσε έτσι και να ωρίμσε πριν καλά – καλά καταλάβει παιδική ηλικία. 

 

Τον ίδιο καιρό αρρώστησε από αδενοπάθεια και ο Αρτέμης. Προσπαθούσαν, δίνοντάς του το μεγαλύτερο μέρος των πενιχρών τους προμηθειών, να τον θεραπεύσουν στο σπίτι. Ζώντας καθημερινά με αυτές τις δυσκολίες και με το συνεχή φόβο μήπως αποκαλυφθούν και τους συλλάβουν οι Γερμανοί, οι μήνες της Κατοχής τους φαινόταν ατελείωτοι. Η οδύνη της απουσίας του πατέρα τους καθώς και η αβεβαιότητά τους για την τύχη του και για το αν θα τον ξαναέβλεπαν, μεγάλωναν την αγωνία τους. Ο μικρός Νέστορας, που τόσο ξαφνικά είχε αναγκαστεί να μεγαλώσει, κατέγραφε τα όσα περνούσαν, αλλά και τις σκέψεις του σε ένα τετράδιο. 

 

Έφτασε λοιπόν και η πολυπόθητη μέρα που και οι τελευταίοι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Αθήνα. Τη χαρά της συμμετοχής τους στη γιορτή της Απελευθέρωσης, σκίαζε η ανησυχία τους για την επιστροφή του πατέρα τους. Μέχρι το 1948 κράτησε η προσμονή τους, ώσπου δεν έμεινε πια καμμιά ελπίδα. Η μοίρα των εκτοπισμένων είχε γίνει γνωστή χωρίς περιθώρια αμφιβολίας. Αργότερα η ζωή πήρε το δρόμο της για τα τρία αδέλφια. Η ανάμνηση όμως των χρόνων της οικογενειακής θαλπωρής και της γλυκιάς μορφής των γονιών τους δεν έσβησε ποτέ. 

Όταν η οικογένεια χωρίστηκε για περισσότερη ασφάλεια, ο Παύλος και αδελφός του, ο Γεράσιμος, έμειναν με τη μητέρα τους. Είχαν ήδη βαπτισθεί Χριστιανοί, παίρνοντας ψεύτικες ταυτότητες με το επίθετο «Δημητρίου». Ο Παύλος παρουσίαζε ένα άλλο πρόβλημα: ήταν υπνοβάτης. Κάποιος έπρεπε να τον προσέχει στις νυχτερινές του κρίσεις κι αυτός ήταν ο λόγος που δε χωρίστηκε από τη μητέρα του. Η τριμελής πλέον οικογένεια κρύφτηκε προσωρινά στο Βύρωνα, στο σπίτι μιας μακρινής εξαδέλφης κάποιας από τις γειτόνισσές τους. 

Αργότερα αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στα Ιλίσσια, σε ένα παλιό και απόμερο νεοκλασσικό σπίτι όπου κατοικούσαν δύο γυναίκες, η γηραιά κυρία Αντωνία με την κόρη της.  Οι τέσσερεις μήνες που πέρασαν στο σπίτι αυτό υπήρξαν και οι δυσκολότεροι για τον Παύλο. Αναγκαστικά κλεισμένος μέσα, έχασε κάθε επαφή με τους συνομήλικούς του και τα παιχνίδια τους που τοσο είχε ανάγκη. 

«Στο πελώριο αυτό αρχοντικό επικρατούσε τις πιο πολλές ώρες μια πένθιμη ησυχία» θυμάται ο Παύλος. Αφού κάθε ξεμύτισμα μπορούσε να είναι επικίνδυνο, η μόνη δυνατότητα εξόδου ήταν ο απομονωμένος κήπος του σπιτιού: «Οι σαυρίτσες και τα βατράχια που αφθονούσαν στον ατημέλητο αυτό κήπο ήταν η μόνη μου συντροφιά». Οι οικοδέσποινές τους όμως, τρομαγμένες από τον διαρκώς εντεινόμενο διωγμό που είχε εξαπολυθεί από τους Γερμανούς, τους ζήτησαν να εγκαταλείψουν το σπίτι.

Βρήκαν τότε καταφύγιο στο σπίτι του Σταύρου Βογιατζάκη στην Αγία Παρασκευή. Ο πατέρας τους κατάφερε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Έπειτα από τρεις μόλις μήνες στο νέο αυτό σπίτι, ο οικοδεσπότης τους, διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος της Αγίας Παρασκευής, τους έφερε ένα απόγευμα την είδηση ότι την επόμενη θα γινόταν μπλόκο για την σύλληψη Εβραίων. Η αστραπιαία απόφαση της μητέρας να φύγουν ήταν αυτή που τους έσωσε,    αφού η παρουσία τους είχε προδοθεί από καταδότη. 

 

Το επόμενο καταφύγιό τους ήταν το σπίτι του Γιάννη και της Τατιάνας Μπάκουλη στο Θησείο.

Ο Παύλος πουλούσε τσιγάρα για να ενισχύσει το ισχνό εισόδημα της οικογένειας.

Ο γειτονικός αρχαιολογικός χώρος έγινε πεδίο ατέλειωτων παιδικών εξερευνήσεων, όπου έβρισκαν διέξοδο η καταπιεσμένη ενεργητικότητα και φαντασία των παιδιών. Ωστόσο η βία και η φρίκη της Κατοχής είχαν ήδη χαράξει σημάδια στις ψυχές τους: Μεταμορφώνονταν όλο και περισσότερο σε αγρίμια, πράγμα  ολοφάνερο στα άγρια παιχνίδια και τις ανελέητες φάρσες τους, με θύματα τόσο τους γείτονες, όσο και τους περαστικούς. 

Ένας καλόκαρδος Αυστριακός προειδοποίησε τον πατέρα του Σάμπη και της Νέλλης Καμχή να κρύψει την οικογένειά του. Ο οικογενειακός τους φίλος Πέτρος Κατσουλάκος πρότεινε να κρυφτούν στο χωριό Κότρωνας της Μάνης που ήταν απόμερο.

Πάνω σ’ ένα φορτηγό ξεκίνησαν για το Γύθειο. Οι ψεύτικες ταυτότητες με Χριστιανικά ονόματα και μερικά μπουκάλια κρασί διευκόλυναν το πέρασμα από τα μπλόκα των Γερμανών.

Από εκεί με μία βάρκα έφθασαν στο χωριό. «Στον Κότρωνα φτάσαμε σαν οικογένεια Παπαδοπούλου» θυμάται η Νέλλη. «Ο μπαμπάς Παναγιώτης, η μαμά Μαρία, ο Σάμπης [..] Τάκης κι’ εγώ Ελενίτσα». Ο καιρός περνούσε ήσυχα. Το Φεβρουάριο του 1944 όμως, μία επιδρομή των Γερμανών στο χωριό τους ανάγκασε να καταφύγουν μέσα στο καταχείμωνο στα βουνά. Το παιδικό πείσμα του Σάμπη να μην κατέβουν σε ένα κοντινό χωριό τους έσωσε, αφού κι’ εκεί ήταν οι Γερμανοί. Το συμβάν αυτό έχει τόσο έντονα χαραχθεί στη μνήμη του Σάμπη, που έγραψε γι’ αυτό σε ένα του τετράδιο πολλά χρόνια αργότερα.

Μέρες μετά ξανακατέβηκαν στον Κότρωνα, σε άλλο σπίτι. Ήταν μία δύσκολη περίοδος για την οικογένεια: δεν είχαν σχεδόν τίποτα. Ο παρ’ ολίγον πνιγμός του Σάμπη από μια βάρκα που αναποδογύρισε ήταν «μία περιπέτεια που σημάδεψε το χωριό κι’ αυτή τη σκηνή την αποθανάτισε ένας χωριανός σ’ένα πίνακα που μας τον έστειλε μετά τον πόλεμο».

Μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 έζησαν έτσι στον Κότρωνα. Μόλις έμαθαν ότι οι  Άγγλοι αποβιβάστηκαν στο Γύθειο, ξεκίνησαν αμέσως για την επιστροφή. Η Σάρα, η μητέρα τους, είχε πάρει μαζί της μια μαύρη πέτρα. Ξεκινώντας με τη βάρκα για το Γύθειο, την έριξε πίσω της και δεν ξαναγύρισε στον Κότρωνα ποτέ. 

Ο Μάριος Σούσης και τα τρία του αδέλφια ζούσαν με τους γονείς τους στην Αθήνα. Με την αρχή του πολέμου ο πατέρας τους φρόντισε να προμηθευθεί ψεύτικες ταυτότητες με ονόματα χριστιανικά. Τα εμπορεύματα του καταστήματός του δόθηκαν για φύλαξη σε φίλους και γνωστούς.

Το 1943 οι Γερμανοι ανέλαβαν οι ίδιοι την Κατοχή της Αθήνας. Η διαταγή του Στρόοπ για την καταγραφή των Εβραίων της πόλης δεν προοιώνιζε τίποτα καλό και ώθησε την οικογένεια στην απόφαση να κρυφτεί. Ο κύριος Βίγκος, Δήμαρχος τότε του Χαλανδρίου προσέφερε για καταφύγιο το σπίτι του στα Σίδερα Χαλανδρίου. Η επίταξη όμως του σπιτιού από τους Γερμανούς, τους ανάγκασε να μετακινηθούν στην Φραγκοκλησιά, στο σπίτι της κυρίας Κλεοπάτρας, όπως τη θυμάται ο πεντάχρονος τότε Μάριος. 

Στις 24 Μαρτίου του 1944 ο πατέρας τους συνελήφθη στο μπλόκο της Συναγωγής και κλείστηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Από εκεί κατάφερνε να τους στέλνει σημειώματα σε κομματάκια χαρτιού ή υφάσματος, όπως αυτά που η μητέρα του Μάριου για πολλά χρόνια κρατούσε στο μικρό πορτοφόλι. Μαζί με το ρολόι του και το χρυσό δακτυλίδι, ήταν τα τελευταία ενθύμια από τον πατέρα τους. Λίγες μέρες αργότερα τους φόρτωσαν στα τραίνα με προορισμό τα στρατόπεδα εξόντωσης… 

Τα παιδιά με τη μητέρα τους βρήκαν καταφύγιο στο κτήμα του κυρίου Κόρτεση, στο Χαλάνδρι. «Από εκείνη την ημέρα η νοικοκυρά Λουίζα μετετράπη σε μία λυσσασμένη λέαινα που έκανε τα πάντα να σώσει τα παιδιά της που κινδύνευαν από τα αρπακτικά όρνεα του Γ’ Ράιχ […] οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να μας βρούνε ποτέ», διηγείται ο Μάριος. […] «Σαν νέος Μωϋσής η μάνα μου οδηγούσε το μικρό λαό της του Ισραήλ στη Γη της Επαγγελίας…»

Εγκαταστάθηκαν σε ένα δωμάτιο στο σπιτάκι του Μπέλμπα, ενός από τους εργάτες. Οι ρυθμοί της αγροτικής ζωής ήταν η νέα τους καθημερινότητα: το αλώνισμα με τα άλογα, η απόσταξη του τσίπουρου, η βοσκή και το ζευγάρωμα των αγελάδων ήταν γι’ αυτά εμπειρίες πρωτόγνωρες. Τα παιδιά των γεωργών έγιναν οι σύντροφοί τους στο παιχνίδι.

Οι στερήσεις ήταν πολλές και προμήθεια τροφίμων δύσκολη. Ένας μπακάλης φίλος τους, τους έστελνε τρόφιμα από την Αθήνα. 

Με την απελευθέρωση επέστρεψαν στο σπίτι τους στην Αθήνα. Αυτό όμως είχε λεηλατηθεί και τα εμπορεύματα του καταστήματός τους τα είχαν ιδιοποιηθεί άλλοι. Η μητέρα τους έπρεπε να στηρίξει μόνη της πια την οικογένεια μέσα στη δύσκολη εποχή του Εμφυλίου που μόλις άρχιζε. . .

Η Στερίνα Πίντο γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1932 και ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά του Ζαχαρία και της Εστρέας Πίντο. Η οικογένεια κατοικούσε στο κέντρο της πόλης. Οι σχέσεις με τους Χριστιανούς γείτονές τους ήταν πολύ καλές. «Ήμασταν πάρα πολύ αγαπημένες, όλη η γειτονιά εκεί», λέει η ίδια.

 

Ο θάνατος του πατέρα τους στην αρχή της Κατοχής, τους στέρησε τη δυνατότητα διαφυγής από τον ασφυκτικό κλοιό των Γερμανών: «Αν ζούσε ο μπαμπάς μου, ίσως γλυτώναμε, ίσως κατάφερνε κάπου να πάμε. Πέθανε ο μπαμπάς μου, τ’ αδέρφια μου, όλοι νεαροί, δεν ήξεραν τίποτα, φύγαν όλοι στο Άουσβιτς και δε γύρισε κανένας.» 

 

Λίγο πριν οι Γερμανοί θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδιά τους, μία φίλη της μητέρας της Στερίνας, πήρε τη μικρή στη Βέρροια. Εκεί θα έκανε μία προσπάθεια να βρει υποζύγια και να οργανώσει τη διαφυγή της οικογένειάς της στο βουνό. Η προσωρινή διαμονή της μίας εβδομάδας στο σπίτι του Γιάννη και της Μαρίας Γρηγοριάδη, μετατράπηκε αναγκαστικά σε μονιμότερη, αφού εν τω μεταξύ απαγορεύτηκε στους Εβραίους να ταξιδεύουν. Η οικογένεια της φίλης τους κατάφερε τελικώς να διαφύγει στο βουνό, αλλά εκείνη της μικρής Στερίνας παρέμεινε εγκλωβισμένη στη Θεσσαλονίκη. Δε θα τους ξαναέβλεπε ποτέ πια. . .

Οι άνθρωποι που τη φιλοξενούσαν, δεν θέλησαν να την αφήσουν να φύγει με τη φιλική τους οικογένεια στο βουνό. «Αυτοί μ’ αγαπούσαν πάρα πολύ, με είχαν περισσότερο από παιδί τους.»

 

Για να μην την υποψιαστεί κανείς όσο καιρό έμεινε στη Βέρροια, δεν είχαν πει πουθενά ότι ήταν Εβραία. Χρησιμοποιούσε το ψεύτικο όνομα Μαρία Γρηγοριάδου και ζούσε ως Χριστιανή.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο «θετός πατέρας» της Στερίνας την πήγε στη Θεσσαλονίκη για να δηλώσει στην Εβραϊκή Κοινότητα ότι έχει επιζήσει και να διευκολύνει έτσι τυχόν αναζήτησή της από πιθανούς επιζώντες συγγενείς. Η ίδια του ζήτησε να πάνε και στην παλιά της γειτονιά, να δουν μήπως κάποιος είχε γυρίσει και τι είχε γίνει το σπίτι τους. «Κι’ όταν πήγα εκεί», διηγείται, «όλη η γειτονιά μαζεύτηκε γύρω μου κι’ όλοι κάναν ότι δε με ξέρουν…»  Αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη απογοήτευση της δεκατριάχρονης τότε Στερίνας. Δε μπόρεσε να έχει το παραμικρό αναμνηστικό από τη χαμένη πια οικογένειά της, παρά μόνο ότι θυμόταν η ίδια. «Αφού τις έλεγα, μήπως όταν κουβαλούσαν οι Γερμανοί, μήπως έπεσε καμμιά φωτογραφία, δε θέλω τίποτα, μια φωτογραφία απ’ τους γονείς μου, αν βρήκατε κάτι. Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία ούτε τίποτα, τίποτα απ’ τους δικούς μου…  Δε ζητούσα τίποτα, δε ζητούσα έπιπλα, μόνο μια φωτογραφία αυτό μόνο ζητούσα. Αλλ’ αυτοί, όλες με ένα στόμα: Δεν σε ξέρουμε… Αυτό με απογοήτευσε πολύ.»

         

Καθώς όμως κανένας δε γύριζε, η Στερίνα επέστρεψε στη Βέρροια, που τώρα είχε γίνει πια το σπίτι της. Συνέχισε να ζει ως Χριστιανή και να χρησιμοποιεί το ψεύτικο όνομα που είχε από τον καιρό της Κατοχής. «Μεγάλωσα σχεδόν σαν Χριστιανή», θυμάται, «πήγαινα στην εκκλησία, πήγαινα στο Κατηχητικό, ζούσα σαν Χριστιανή, μόνο που δεν βαφτίστηκα!» Ακόμα και οι γύρω της σχεδόν είχαν ξεχάσει ότι ήταν Εβραία και όταν αρραβωνιάστηκε τον  άντρα της, τον Ισαάκ Ταμπώχ, απόρησαν που αποφάσισε να πάρει Εβραίο! Μέσα της όμως δεν είχε ποτέ ξεχάσει την αληθινή της καταγωγή και ταυτότητα. «Πολλές φορές πήγα στη Βέρροια στη Συναγωγή μας, πήγαινα άναβα την καντηλίτσα…». 

 

Το 1954 παντρεύτηκε στη Βέροια τον Ισαάκ και απέκτησε τρία παιδιά. Το 1960 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, η οποία διέφερε πλέον πολύ από την πόλη των αναμνήσεών της. Την οικογένειά της όμως, τη θυμάται πάντοτε. «Πολλές φορές έχω ελπίδες μήπως βρίσκεται κανένας κάπου, σε άλλο μέρος, σε άλλο κράτος…» 

Διατήρησε επαφή με τους σωτήρες της ως το θάνατό τους, ενώ εξακολουθεί να έχει πολύ καλές σχέσεις με τα παιδιά και τα εγγόνια τους στον Καναδά. 

Για την Αλλέγρα Ματαλών οι όμορφες αναμνήσεις από την  Θεσσαλονίκη δε σταματούν στην κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά λίγο νωρίτερα, όταν ακολούθησε τους γονείς της, Σολομών και Ελεονώρα Ματαλών στην Αθήνα, λόγω της μετάθεσης του πατέρα. Η Κατοχή επηρέασε, αλλά δεν κλόνισε την κανονικότητα της ζωής. Η δωδεκάχρονη Αλλέγρα φοιτούσε στο Α’ Γυμνάσιο στην Πλάκα, ο μεγάλος αδελφός της Ραούλ στο Βαρβάκειο. Τον τρομερό χειμώνα του 1941/42, η πείνα μετριαζόταν από τον μισθό υπαλλήλου των Σιδηροδρόμων Ελληνικού Κράτος (ΣΕΚ) του πατέρα και τα τρόφιμα που έστελνε από την Θεσσαλονίκη ο οδοντίατρος Μωύς Μόλχο, αδελφός της μητέρας της. 

Όταν τα δέματα του θείου σταμάτησαν, φάνηκε πως τα πράγματα άλλαζαν. Ο κίνδυνος άρχισε να γίνεται ορατός την άνοιξη του ’43, μαζί με τα πρώτα δείγματα αλληλεγγύης. Στην τελευταία τάξη του Βαρβάκειου, ο γυμνασιάρχης παρακινούσε τους μαθητές να στηρίξουν τον Εβραίο συμμαθητή τους. Οι Ματαλών αποφάσισαν να ρισκάρουν μετά από μια απρόσμενη επίσκεψη του ραββίνου Αθηνών Μπαρζιλάι στο σπίτι τους στο Μεταξουργείο και την παρακίνησή του να εγκαταλείψουν –όπως και ο ίδιος– την Αθήνα. Το πρώτο φιλόξενο καταφύγιο βρέθηκε στην οδό Μιχαήλ Βόδα, στο σπίτι της οικογένειας Κουλουτπάνη. Αργότερα, τα παιδιά της οικογένειας, Ζωή και Γιώργος, που γνώριζαν τον Ραούλ ως υποψήφιο του Πολυτεχνείου, εξασφάλισαν στην καταδιωκώμενη οικογένεια ένα μικρό σπίτι στον Άγιο Γεώργιο Λιοσίων, τον Δεκέμβριο του ’43. Χάρη στη σιωπηρή υποστήριξη του περίγυρου, από τους Μενιδιάτες χωρικούς και τους φουρνάρηδες, μέχρι τον Αρχιεπίσκοπο και τα δίκτυα πλαστών ταυτοτήτων, που εγγυώνταν την ανωνυμία των διωκώμενων, οι Ματαλών έζησαν στοιχειωδώς στα Άνω Λιόσια μέχρι την Απελευθέρωση. Πικρή ανάμνηση οι επιδρομές Γερμανών και δοσιλόγων στο Μενίδι και η μορφή του νεαρού Γιώργου Κουλουτπάνη, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε ανώτερο στέλεχος της ΕΠΟΝ, όταν συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια και παραδόθηκε στους Γερμανούς τον Φεβρουάριο του 1944. «Ένα παλικάρι σαν τα κρύα νερά…Τον σκότωσαν με μαρτύρια…Είχε έρθει ένα βράδυ στον Άι-Γιώργη και μας ζητούσε να τον κρύψουμε γιατί τον κυνηγούσαν οι Γερμανοί…Και τον κρύψαμε. Ανταποδώσαμε αυτό που έκανε για μας…».