Μέσα από το φακό του Νισήμ Λεβή
Ο Νισήμ Λεβής γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1875, πέμπτος στη σειρά μεταξύ των παιδιών του Δαβιτζών και της Χανούλας.
Φοίτησε ως οικότροφος σε σχολείο της Λωζάννης, όπου και τελείωσε το λύκειο. Στη συνέχεια σπούδασε στην ιατρική σχολή της Σορβόννης, από την οποία έλαβε το δίπλωμά του περί το 1899· τα επόμενα τέσσερα χρόνια παρέμεινε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε στο περίφημο νοσοκομείο παίδων Τρουσώ. Ήταν λάτρης του αυτοκινήτου και συμμετείχε σε διεθνείς αυτοκινητιστικούς αγώνες.
Στα 1904 ο Νισήμ επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, δίπλα στην πατρική του οικογένεια, χωρίς να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά. Άσκησε το ιατρικό επάγγελμα τιμώντας την παραδοσιακή αλληλεγγύη της εβραϊκής κοινότητας Ιωαννίνων, η οποία συντηρούσε επτά φιλανθρωπικούς συλλόγους.
Ως παθολόγος, όχι μόνον εξέταζε δωρεάν τους ασθενείς μία ημέρα κάθε εβδομάδα, όπως έκαναν και άλλοι Εβραίοι γιατροί, αλλά παρείχε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του οποτεδήποτε υπήρχε ανάγκη, εμπνέοντας την αγάπη όλων.
Αγαπούσε τη φωτογραφική τέχνη και έβγαλε πολλές φωτογραφίες από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1930 περίπου. Στις λήψεις του απεικονίζονται πολλές φορές τα πρόσωπα των αγαπημένων του συγγενών, σε διαφορετικές εποχές και ηλικίες.
Ταξίδεψε πολύ, τόσο στην Ήπειρο όσο και στο εξωτερικό, στην Ιταλία και στη Γαλλία, είτε συνοδεύοντας είτε για να συναντήσει συγγενείς του, ιδιαίτερα στο Παρίσι όπου ζούσε και εργαζόταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, Μορίς. Στη δύση του βίου του, το 1944, συμμερίστηκε την τραγική μοίρα των Εβραίων των Ιωαννίνων.
Η πόλη και η κοινότητα
Στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, τα Ιωάννινα υπήρξαν το διοικητικό κέντρο της δυτικής εσχατιάς του οθωμανικού κράτους, μιας περιοχής που βίωνε ανασφάλεια και πολιτικές εντάσεις. Ήταν ταυτοχρόνως το οικονομικό επίκεντρο μιας μεγάλης αγροτικής περιφέρειας, της οποίας συντόνιζε τις συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο. Από παραγωγική άποψη, η πόλη διακρινόταν στους κλάδους της καλλιτεχνικής μεταλλοτεχνίας και ραπτικής, με τους οποίους ασχολούνταν η πλειονότητα των βιοτεχνών. Όμως, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες επηρέαζαν δυσμενώς τη ζήτηση της τοπικής παραγωγής. Η διεθνής οικονομική κρίση στα 1906-1907 οδήγησε και τους Ιωαννίτες –μαζί με πολλούς άλλους Βαλκάνιους– σε μαζική μετανάστευση στην Αμερική, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι, η πληθυσμιακή αύξηση που είχε σημειωθεί στον 19ο αιώνα, ανακόπηκε. Αυτό ισχύει λιγότερο για την εβραϊκή κοινότητα της πόλης που, παρά τη μετανάστευση, στα 1913 αριθμούσε 14% του πληθυσμού, έναντι 10% το 1830.
Ήταν μια κοινότητα με ιστορία αιώνων, ελληνόφωνη, με ιδιαίτερα και πλούσια πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Απαρτιζόταν κυρίως από τεχνίτες και μικρεμπόρους, αν και μετά το 1904 –οπότε και άρχισε να λειτουργεί η σχολή της Alliance Israélite Universelle– αναδείχθηκαν αρκετοί επαγγελματίες. Η ένταξη των Ιωαννίνων στο ελληνικό κράτος διαφοροποίησε την πληθυσμιακή σύνθεση και τον οικονομικό ρόλο της πόλης. Αρκετές εβραϊκές οικογένειες μετανάστευσαν, στην Αθήνα και αλλού. Το μέγεθος της εβραϊκής κοινότητας, όπως και ολόκληρης της πόλης, παρέμεινε σταθερό ανάμεσα στις απογραφές του 1928 και του 1940, οπότε και οι Ιωαννίτες, Χριστιανοί και Εβραίοι, κλήθηκαν από τους πρώτους –λόγω εγγύτητας– να υπηρετήσουν στο αλβανικό μέτωπο.
Το 1944, μετά και από τις άλλες δοκιμασίες της Κατοχής, οι Εβραίοι των Ιωαννίνων εκτοπίστηκαν βίαια από τις γερμανικές αρχές στην Πολωνία. Εννιά στους δέκα δεν επέστρεψαν από τα στρατόπεδα θανάτου.
Ο Νισήμ Λεβής και η «Αμελέ Σιών»
Ο Νισήμ ασχολήθηκε ενεργά με το σιωνιστικό κίνημα, ως πρόεδρος της Σιωνιστικής Ομοσπονδίας Ηπείρου «Αμελέ Σιών» (Amele Zion). Μαζί με τον Νισήμ εργάστηκαν τόσο ο αδελφός του Αβραμάκης όσο και η αγαπημένη του ανιψιά Γιέτη (κόρη του Αβραμάκη), η οποία επρόκειτο να παντρευτεί το δικηγόρο Ασέρ Μωυσή, κορυφαίο ηγέτη του σιωνιστικού κινήματος και του εβραϊσμού στην Ελλάδα.
Το 1918, υπό την προεδρία του Νισήμ, η «Αμελέ Σιών» υπέβαλε στην ελληνική κυβέρνηση επίσημο αίτημα να υποστηριχθεί η προσπάθεια για το σχηματισμό εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Ο Νισήμ ήρθε, για το σκοπό αυτό, σε επαφή με τον Σπυρίδωνα Σίμο, βουλευτή Ιωαννίνων και υπουργό Περιθάλψεως (1917-1920), από τον οποίο έλαβε τη διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου θα συμμεριζόταν το σιωνιστικό πρόγραμμα.
Στις 14 Αυγούστου 1922 η «Αμελέ Σιών» και η Ισραηλιτική Κοινότητα Ιωαννίνων τέλεσαν δοξολογία στη συναγωγή της οδού Μαξ Νορδάου «επί τω χαρμοσύνω και ιστορικο γεγονότι της επικυρώσεως υπό της Κοινωνίας των Εθνών της εντολής επί της Παλαιστίνης προς ανασύστασιν εθνικής εβραϊκής εστίας». Η απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών είχε ληφθεί στις 24 Ιουλίου του ίδιου έτους.
Στη δοξολογία παρέστησαν ο γενικός διοικητής Ηπείρου, ο διοικητής του Ε΄ Σώματος Στρατού, ο νομάρχης, ο δήμαρχος και οι λοιπές αρχές, προς τους οποίους οι διοργανωτές απέστειλαν ευχαριστήριες επιστολές. Στις επιστολές αυτές διασώθηκε η υπογραφή του Νισήμ Λεβή.
Η μακροχρόνια ενασχόληση του Νισήμ με τον σιωνισμό προκύπτει και από ένα ασυνήθιστο τεκμήριο. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου διέλυσε μεταξύ άλλων και την οργάνωση «Κερέν Καϊγεμέθ Λε Ισραέλ» (Εθνικόν Εβραϊκόν Κεφάλαιον). Το 1939 η Εφορία επέβαλε φόρο «κληρονομίας» στην υπό διάλυση οργάνωση και επέδωσε στον Νισήμ κατασχετήριο έγγραφο.
Οικογένεια Λεβή
Επικεφαλής της ταλμουδικής σχολής των Ιωαννίνων στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν ο Ματαθίας Δαβίδ Λεβής. Με τη γυναίκα του, που ονομαζόταν Σάρα, απέκτησαν τρεις γιους και δύο κόρες. Ο πρεσβύτερος γιος πρέπει να ήταν ο Μποχόρ Σαμουέλ, που πέθανε το 1868. Οι άλλοι δύο ήταν ο Μεναχέμ που παντρεύτηκε τη Ραχήλ Καλαμάρο, και ο Δαβιτζών που παντρεύτηκε τη Χανούλα. Οι δύο κόρες ήταν η Χάννα (Αννέτα), που παντρεύτηκε τον Σαμουήλ (Ντέλο) Λεβή, αδελφό της συζύγου του Δαβιτζών, και η Φίνα που παντρεύτηκε τον Γιουδά μπεν Γαβριέλ Γιουδά Λεβή.
Η επόμενη γενεά των Λεβή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ο Μεναχέμ, η Χάννα και ο Δαβιτζών απέκτησαν συνολικά είκοσι παιδιά. Η τρίτη γενιά, που είδε το φως στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ού αιώνα περιλάμβανε σχεδόν διπλάσιο αριθμό ατόμων. Λαμβάνοντας υπόψη τις επιγαμίες, η οικογένεια Λεβή αποτελούσε ισχυρό πόλο της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα κατείχε δεσπόζουσα θέση στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης.
Ο Μεναχέμ, εκτός από επιχειρηματίας, πρέπει να υπήρξε και ανώτερος λειτουργός, όπως δείχνει ο σωζόμενος διάκοσμος στο μανίκι της στολής του. Στο δημόσιο βίο συμμετείχαν οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων. Τα μέλη της οικογένειας Λεβή παρασημοφορήθηκαν τόσο από το οθωμανικό όσο από το ελληνικό κράτος για το κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο τους, όπως η αποτροπή εκτέλεσης Ελλήνων αιχμαλώτων.
Η οικογένεια Λεβή δεν έζησε περιορισμένη στο στενό κύκλο της Ηπείρου. Τα μέλη της πραγματοποιούσαν συχνά ταξίδια αναψυχής στην Ευρώπη. Μερικά, μάλιστα, σπούδασαν, εργάστηκαν ή κατοίκησαν μόνιμα στην Ελβετία, την Ιταλία και τη Γαλλία, ενώ άλλα συνέχισαν και επέκτειναν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Ήπειρο.
Ο Δαβιτζών Εφέντης Λεβής
Ο Δαβιτζών Εφέντης Λεβής υπήρξε, σύμφωνα με την νεκρολογία του, άνθρωπος «ευπροσήγορος και μειλίχιος εκ χαρακτήρος, υπήρξεν πλειστάκις χρήσιμος» στην πατρίδα του και τους ομοθρήσκους του. «Διαθέτων όλα τα φυσικά και επίκτητα» προτερήματά του για το γενικό καλό, διατέλεσε για πολλά χρόνια πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων και του εμπορικού επιμελητηρίου της πόλης. Στον επαγγελματικό τομέα ασχολήθηκε με μεγάλη επιτυχία με τραπεζικές και εμπορικές εργασίες. Ήδη το 1875 είχε σχηματίσει επαρκή περιουσία, ώστε να χρηματοδοτήσει τις πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στη Δωδώνη.
Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στη βραχύβια Οθωμανική Βουλή του 1877 εκλέχτηκε πληρεξούσιος του βιλαετίου των Ιωαννίνων. Έτσι, εκπροσώπησε όχι μόνον την ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά όλους τους Εβραίους της αυτοκρατορίας μαζί με έναν ομόθρησκό του από τη Βοσνία και δύο από την Κωνσταντινούπολη. Κατά τον σύντομο βίο της Βουλής υποστήριξε την ιδιωτικοποίηση των ημιδημοσίων γαιών (erazi i–miriye) και στηλίτευσε τις ατέλειες του οθωμανικού δημοσιονομικού συστήματος και τις φορολογικές καταχρήσεις των τοπικών ηγεμόνων.
Ο Δαβιτζών Λεβής διατέλεσε, επίσης, μέλος του συμβουλίου (μετζλίς) του βιλαετίου Ιωαννίνων, θέση με ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού το σώμα αυτό ασχολούνταν με τα σημαντικά τοπικά προβλήματα και περιλάμβανε ανθρώπους με μεγάλο πλούτο ή/και επιρροή. Τα μετάλλια του Δαβιτζών περιλαμβάνουν τρία οθωμανικά (Osmanlı Devlet Nisanı, Hilal Nisanı και Nisan–I Initiya), έναν Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος, ένα γαλλικό (Légion d‘honneur Chevalier) και ένα αυστριακό (Franz Joseph Orden Offizier).
Με τη σύζυγό του, Χανούλα, δημιούργησαν μια μεγάλη οικογένεια, με έξι παιδιά και πολλά εγγόνια, που έζησε με ευμάρεια σε δύο θαυμάσιες γειτονικές κατοικίες. Πέθανε πλήρης ημερών το 1913. Την επιχειρηματική δραστηριότητά του συνέχισαν οι γιοι του Ματαθίας και Αβραμάκης. Οι περισσότεροι απόγονοί του εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όσοι διέφυγαν, εξακολουθούν να διαπρέπουν στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή
Από τις καλύτερες συσκευές που κατασκευάστηκαν ποτέ για την προβολή γυάλινων διαφανειών θεωρείται ο προβολέας «Stereo Classeur Taxiphote Jules Richard», που κυκλοφόρησε στην αγορά λίγο πριν το 1900. Είχε τη μορφή επίπλου, που περιλάμβανε και θήκες για τις γυάλινες πλάκες. Μία τέτοια συσκευή διέθετε ο Νισήμ Λεβής για να προβάλλει τις φωτογραφίες του.
Μετά την βίαιη εκτόπιση του εβραϊκού πληθυσμού, όλα σχεδόν τα εβραϊκά σπίτια καταληστεύθηκαν. Η οικία Λεβή καταληστεύθηκε και αυτή. Καθώς 500 γυάλινες πλάκες βρίσκονταν στο ίδιο έπιπλο με τον προβολέα Taxiphote, κλάπηκαν μαζί του και ευτυχώς δεν σκορπίστηκαν.
Στα 1945 ο προβολέας και οι πλάκες είχαν καταλήξει στα χέρια ενός νεαρού, που είχε στήσει μια πλανόδια «επιχείρηση» προβολής στους δρόμους των Ιωαννίνων. Με ευτελές αντίτιμο, οι πελάτες έβλεπαν το «πανόραμα», δηλαδή τις παλιές στερεοσκοπικές διαφάνειες μιας μάλλον άγνωστης -γι’ αυτούς- αστικής οικογένειας. Όσα είχε ζήσει η οικογένεια Λεβή στις αρχές του 20ού αιώνα, σαράντα χρόνια αργότερα φάνταζαν στα Ιωάννινα σαν κάτι εξωτικό. Τόσο πολύ είχε φτωχύνει η πόλη.
Την άνοιξη του 1945, δηλαδή μόλις οι συγκοινωνίες το επέτρεψαν, η Γιέτη, εγγονή του Δαβιτζών Λεβή, και ο σύζυγός της, Ασέρ Μωυσής, που είχαν διασωθεί, επισκέφθηκαν τα Ιωάννινα, συνάντησαν τυχαίως τον νεαρό με το «πανόραμα» και αναγνώρισαν τις φωτογραφίες. Αμέσως, αγόρασαν τον προβολέα και τις διαφάνειες. Το παρελθόν της οικογένειας είχε πάρει και πάλι μορφή. Τα πρόσωπα που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα επέστρεφαν μέσα από τις φωτογραφίες. Το 1976, σε παλαιοπωλείο της Αθήνας βρέθηκαν 50 ακόμα γυάλινες φωτογραφίες του Νισήμ Δ. Λεβή από τον Γιαννιώτη συλλέκτη κ. Φίλιππο Γιωβάννη, ο οποίος είχε την καλοσύνη να παραδώσει τις διαφάνειες αυτές στους απογόνους του Νισήμ Λεβή.
Η θεματική και χρονολογική ταξινόμηση, όπως και η αναγνώριση ανθρώπων και τοποθεσιών, ήταν μια κοπιαστική εργασία που ξεκίνησε από το δισέγγονο του Δαβιτζών, Ραφαήλ Μωυσή και ολοκληρώθηκε από το γιό του Αλέξανδρο με τη δημιουργία του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίου του «Το Πανόραμα του Νισήμ Λεβή».
Η στερεοσκοπία
Από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα λειτούργησαν στα Ιωάννινα φωτογραφεία που κάλυπταν τη ζήτηση των εύπορων οικογενειών για αναμνηστικές λήψεις. Στην πόλη έδρασαν τότε φωτογράφοι που αργότερα έγιναν γνωστοί για το έργο τους, όπως ο Γιώργος Πανταζίδης (1864-1941) και ο Γιάννης Μανάκης (1878-1954). Με αυτή την υποδομή, ο Νισήμ Λεβής προσελκύσθηκε στη μαγεία του στερεοσκοπικού φακού όταν σπούδαζε στη Γαλλία και συνέχισε μέχρι την ώριμη ηλικία του.
Η λήψη στερεοσκοπικής φωτογραφίας γινόταν με ειδική μηχανή δύο φακών. Το προϊόν ήταν δύο σχεδόν ταυτόσημες φωτογραφίες, οι οποίες τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη στην κατάλληλη συσκευή θέασης («στερεοσκόπιο»), εμφανίζονταν ως μία ενιαία, παράγοντας την ψευδαίσθηση του βάθους.
Η διεθνής διάδοση της στερεοσκοπίας άρχισε στη δεκαετία του 1850 και μέσα στα επόμενα είκοσι χρόνια ήταν πλέον γνωστή τόσο στην οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στην Ελλάδα (πρώτη γνωστή λήψη 1859). Σε λεξικό, αλλά και σε θεατρικό έργο που εκδόθηκαν στην Αθήνα το 1871, εντοπίζεται ο όρος «στερεοσκόπιο».
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, κάθε ευρωπαϊκή μεσοαστική οικογένεια διέθετε ένα στερεοσκόπιο χειρός για να προβάλλει τις στερεοσκοπικές κάρτες και ένα «Taxiphote», για να προβάλλει τις γυάλινες διαφάνειες. Οι γυάλινες διαφάνειες, αν και ακριβότερες, επικράτησαν απέναντι στο χαρτί κι αργότερα στη ζελατίνη, διότι υπερείχαν στην ακρίβεια, τη λεπτομέρεια και την αντοχή.
Οι εισαγωγές στερεοσκοπίων στην Ελλάδα εκμηδενίστηκαν σταδιακά μέχρι το 1938. Λίγα χρόνια πριν, είχε σταματήσει και ο Νισήμ Λεβής να χρησιμοποιεί τη στερεοσκοπική φωτογραφική μηχανή του. Η στερεοσκοπία επρόκειτο να αναβιώσει το 1940, με το περίφημο «View Master», αλλά η λήψη στερεοσκοπικών φωτογραφιών από ερασιτέχνες είχε περάσει στην ιστορία.
Συντελεστές Έκθεσης
Συντελεστές Έκθεσης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ Ζανέτ Μπαττίνου
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ
Μαίρη Καπότση
Χριστίνα Μέρη
ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ Ευάγγελος Χεκίμογλου
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Damian Mac Con Uladh
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Αλεξάνδρα Πατρικίου
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
Μαίρη Καπότση
Χάγια Κοέν
Χριστίνα Μέρη
ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Χάγια Κοέν
ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Μαίρη Καπότση
ΕΚΤΥΠΩΣΗ Σταύρος Μπελεσάκος, Φωτοσύνθεσις
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟΘΗΚΩΝ
Ηλίας Παπαγεωργίου & Συν. M+Y Glass Solutions
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ Λεωνίδας Παπαδόπουλος
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ Οριέττα Τρέβεζα