logo
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Πάνω στο Σταυροδρόμι: Η Εβραϊκή Κοινότητα Κέρκυρας

Η περιοδική ιστορική έκθεση με τίτλο «Πάνω στο Σταυροδρόμι: Η Εβραϊκή Κοινότητα Κέρκυρας», δημιουργήθηκε από το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, για να πλαισιώσει τις εκδηλώσεις μνήμης που διοργάνωσε η Πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με αφορμή τη γερμανική προεδρία του IHRA.

Η έκθεση επιχειρεί μία σύντομη ιστορική αναδρομή σε μια ξεχωριστή εβραϊκή κοινότητα, που άνθισε πάνω στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης και μοιράστηκε την πολυτάραχη ιστορία του τόσο όμορφου νησιού που την φιλοξενεί. Το πέρασμα από τα στενά καντούνια, αλλά και η συμβίωση λαών με διαφορετική γλώσσα, θρησκεία και κουλτούρα επηρέασε την καθημερινή ζωή και τις παραδόσεις της κοινότητας, δημιουργώντας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ήθη και έθιμα και αφήνοντας καθαρή την έκφρασή τους σε πολιτισμικά, λειτουργικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία, μέρος των οποίων ανιχνεύεται ακόμη και σήμερα.

Αποτελεί μια ευκαιρία γνωριμίας με ένα αυθεντικό κομμάτι των ανθρώπων του νησιού, που βίωσε τον αντισημιτισμό ήδη από τον 19ο αιώνα και αποδεκατίστηκε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Οι Κερκυραίοι Εβραίοι ζουν ακόμη εκεί, με ατόφια την αγάπη για το νησί τους, με την τραγουδιστή τους προφορά, την ιδιοσυγκρασία και ψυχοσύνθεση του νησιώτη. Μας προσκαλούν σε ένα ταξίδι γνώσης και ανακάλυψης, με εικόνες και κεράσματα από το παρελθόν, ήχους και χρώματα από το παρόν και ελπίδες για το μέλλον…

Παρά την άμεση γειτνίαση της Κέρκυρας με την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες από την αρχαιότητα, η πρώτη αναφορά για την παρουσία Εβραίων στο νησί γίνεται από τον Βενιαμίν της Τουδέλης μόλις το 1148 και τότε ακόμα πρόκειται για ένα μόλις άτομο, έναν βαφέα ονόματι Ιωσήφ. Η Κέρκυρα βρισκόταν τότε υπό τη διοίκηση του ηγεμόνα της Σικελίας Ρογήρου, πριν περάσει πρόσκαιρα στον Δεσπότη της Ηπείρου, Μιχαήλ Α΄ Άγγελο Κομνηνό το 1214 και έπειτα στον Κάρολο Α΄ τον Ανδηγαυό για τα επόμενα 120 χρόνια (1267-1386). Τότε παρατηρείται για πρώτη φορά μαζική εγκατάσταση Εβραίων στην Κέρκυρα. Το 1267 υπήρχαν ήδη μερικές εκατοντάδες, με προέλευση τόσο από τις περιοχές Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο και από την περιοχή της Απουλίας στην Ιταλία.

Η αντιμετώπισή τους από τον τοπικό πληθυσμό ήταν μάλλον εχθρική. Έτσι συνάγεται από τα αλλεπάλληλα διατάγματα (1317, 1324, 1370) που έχουν σκοπό την προστασία τους από τις βίαιες αντιδράσεις και τις μικρές αλλά συχνές ταπεινώσεις από τον τοπικό πληθυσμό. Ενώ η διάθεση των μοναρχών ήταν κατ’ αρχήν ευνοϊκή, ωστόσο η μάλλον απόμακρη εξουσία τους άφηνε την Κοινότητα εκτεθειμένη σε μικροπρεπείς διώξεις των τοπικών αρχόντων. Την εποχή αυτή μαρτυρείται και μια πρώτη εβραϊκή γειτονιά. Η θέση πάντως των Εβραίων στο νησί ήταν σαφώς καλύτερη από εκείνη των ομοθρήσκων τους στην Ηπειρωτική Ευρώπη την ίδια εποχή. Κατάφεραν μάλιστα πολλές φορές να φθάσουν σε υψηλά αξιώματα, ειδικά επί βασιλείας του Καρόλου του Γ΄, οπότε τους παραχωρήθηκαν ορισμένα προνόμια. Μερικά μέλη της Κοινότητας έφτασαν έτσι ακόμα και να συμμετέχουν και σε αντιπροσωπίες του νησιού προς τους βασιλείς στη Νεάπολη. Όταν το 1386 οι Κερκυραίοι, απαυδισμένοι πλέον από τις συνεχείς δυναστικές έριδες για το θρόνο της Νεαπόλεως, έστειλαν αντιπροσωπεία στη Βενετία για να διαπραγματευτεί την παράδοση του νησιού, ο Εβραίος Δαυίδ Σέμος ήταν ένας από τα έξι μέλη της.

Το 1387 η Κέρκυρα περιήλθε στην κυριαρχία της Βενετίας. Το 1492 Εβραίοι εκδιωγμένοι από την Ιβηρική Χερσόνησο και το 1494 από τη Νεάπολη κατέφθασαν στο νησί, ενώ ο πληθυσμός μειώθηκε σημαντικά κατά την πολιορκία της Κέρκυρας από τους Οθωμανούς το 1537, οι οποίοι μετέφεραν χιλιάδες αιχμαλώτων. Από το 1540 πάντως οι εξ Ιταλίας Εβραίοι αποτελούσαν πλέον την πλειοψηφία, επιβάλλοντας την απουλιανή διάλεκτο. Διαμορφώθηκαν δύο κοινότητες, οι Γραικοί (Έλληνες) και οι Πουλιέζοι (Ιταλοί και Ισπανοί), η κάθε μία με τη δική της συναγωγή. Το 1589 προστέθηκαν νεοφερμένοι Μαρράνος από την Πορτογαλία που ενώθηκαν με τους Πουλιέζους. Το 1622 εκδόθηκε διάταγμα που καθόριζε τα όρια της συνοικίας που μέχρι σήμερα είναι γνωστή ως «Εβραϊκή» ή, παλαιότερα, «Γέττο». Η γειτονιά δεν είχε ωστόσο τον χαρακτήρα σφραγισμένου γκέτο, αλλά αποτελούσε περισσότερο φυσική με το χρόνο συγκέντρωση πολυάριθμων εβραϊκών κατοικιών σε συγκεκριμένη περιοχή.

Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη η μεγάλη διαφορά που υπήρξε στην αντιμετώπιση των Εβραίων της Κέρκυρας σε σχέση με εκείνους της ίδιας της Βενετίας. Οποιαδήποτε ζηλοφθονία επισκιάστηκε από την ανάγκη προσεταιρισμού της οικονομικά ισχυρότατης κοινότητας σε ένα νησί που θα αποτελούσε στο εξής προπύργιο των ενετικών συμφερόντων στη Μεσόγειο και τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολής. Ένα δεκαπενθήμερο μετά την παράδοση του νησιού στους Ενετούς, ο Δόγης εξέδωσε διάταγμα που επιβεβαίωνε όλα τα κεκτημένα δικαιώματά της και απαγόρευε την επιβολή οποιωνδήποτε διακρίσεων. Έτσι, όταν το 1571 αποφασίστηκε η εκδίωξη όλων των Εβραίων από τη Βενετία και τις κτήσεις της, οι Εβραίοι με καταγωγή από την Κέρκυρα εξαιρέθηκαν. Εξίσου αξιοσημείωτο είναι ότι επιβάλλονταν ελάχιστοι περιορισμοί στην κατοχή ακίνητης περιουσίας ή την εξάσκηση επαγγελμάτων. Υπήρχαν, για παράδειγμα, Εβραίοι δικηγόροι, κάτι απολύτως απαγορευμένο στην ίδια τη Βενετία. Από την άλλη όμως, η προϋπάρχουσα υποχρέωση των Εβραίων να φέρουν κίτρινο διακριτικό διατηρήθηκε.

Τον Ιούνιο του 1797, μετά από την ενετική κυριαρχία 411 ετών, η Κέρκυρα περιέρχεται στους δημοκρατικούς Γάλλους του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Σύμφωνα με το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, παρασχέθηκαν στην εβραϊκή κοινότητα δικαιώματα ισονομίας και ισοπολιτείας· γεγονός που οδήγησε εκ νέου σε δυσαρέσκεια από μέρους των Χριστιανών. Ο Ραβίνος, μάλιστα, της Κέρκυρας τέθηκε σε ίση μοίρα με τους αρχηγούς των άλλων θρησκειών. Το ίδιο συνεχίστηκε και κατά την διοίκηση από τους «αντιπάλους» των Δημοκρατικών, τους αυτοκρατορικούς Γάλλους, το 1807. Στις 2 Οκτωβρίου 1808 μάλιστα, ο Κομμισάριος της Αστυνομίας των Κορφών, διαπιστώνει ότι «διάφοροι φαυλόβιοι και κακής ζωής άνθρωποι [..] επιχειρούν κακά κατά των Εβραίων» και διατάσσει «από το νυν και εις το εξής να μην ήθελε ήναι τινάς, ο οποίος να τολμήση να συγχύση εις κανένα τρόπον ούτε με έργα, ούτε με λόγια την ησυχίαν και την ασφάλειαν των ανθρώπων οπού ομολογούν την Ιουδαϊκήν θρησκείαν».

Το 1814 οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα, η οποία παρέμεινε υπό αγγλική διοίκηση για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Αν και η περίοδος αυτή είναι γενικώς μία περίοδος προόδου για το νησί σε όλους σχεδόν τους τομείς, για την εβραϊκή παρουσία, που αριθμούσε περίπου 4.000 ανθρώπους, σήμανε την αναστολή των προνομίων που απολάμβαναν και την εισαγωγή απαγορεύσεων και περιορισμών, με νόμους που ψηφίστηκαν από την Ιόνια Βουλή και επικυρώθηκαν από τον Άγγλο Αρμοστή. Με αυτόν τον τρόπο, οι Εβραίοι του νησιού απώλεσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα, ενώ τους απαγορεύθηκε και να εξασκούν το δικηγορικό επάγγελμα, περιοριζόμενοι να εμφανίζονται στα δικαστήρια μόνο ως υποδικηγόροι (intervenienti). Παρ’ όλ’ αυτά ιδρύθηκε μία καινούρια Συναγωγή, η «Νουόβα» («Νέα»), η οποία έμελλε να καταστραφεί στους γερμανικούς βομβαρδισμούς του 1943.

Η Συνθήκη του Λονδίνου (29 Μαρτίου 1864) κατοχύρωσε τα Επτάνησα ως ελληνική επαρχία. Ο Ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων κήρυξε επίσημα την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα στις 21 Μαΐου 1864. Η θέση της κοινότητας άρχισε να βελτιώνεται σημαντικά. Οι Εβραίοι του νησιού απέκτησαν, ως Έλληνες πολίτες πλέον, πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα. Μπορούσαν πια να συμμετέχουν στα κοινά, να εκλέγονται και να αναμειγνύονται ενεργά στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι νέες αυτές συνθήκες επέτρεψαν και μία άνθηση της κοινότητας, πολιτιστική και οικονομική. Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πλέον πολύ εύπορες και η κοινότητα διέθετε πλήθος σχολών καθώς και γηροκομείο. Το 1925 ιδρύθηκε Ιερατική Σχολή ενώ μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα λειτουργούσε και Σχολή Ταλμούδ Τορά. Ο Ραβίνος Αβραάμ Σράιμπερ και ο δάσκαλος Μωυσής Χαΐμης ίδρυσαν και νυχτερινή σχολή για άπορους μαθητές. Παρ’ όλο το καλό αυτό κλίμα, η παραδοσιακή διχόνοια μεταξύ των Γραικών και των Πουλιέζων αν και αμβλύνθηκε, εξακολουθούσε να υποβόσκει, παρά τις ιδιαίτερες προσπάθειες τόσο του Ραβίνου Σράιμπερ, όσο και του διαδόχου του, Ραβίνου Ιακώβ Νεχαμά. Ακόμα και τα φιλανθρωπικά των δύο κοινοτήτων ιδρύματα ήταν χωριστά.

Μετά την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, η διαρκώς βελτιούμενη θέση, οικονομική άνεση και πολιτιστική άνθηση των Εβραίων της Κέρκυρας ερέθιζε τους Χριστιανούς του νησιού. Κορυφαία έκφραση αυτής της έντασης υπήρξαν τα «Εβραϊκά», ή «η Γκεζερά», όπως ονομάζονταν από τα μέλη της Κοινότητας, τα αντισημιτικά δηλαδή γεγονότα του 1891. Με αφορμή το φόνο μιας οκτάχρονης εβραιοπούλας στις 13 Απριλίου, αναβίωσε η «Συκοφαντία του αίματος», ένας μεσαιωνικός λίβελλος που δυστυχώς επιβίωνε ακόμα. Κατηγορήθηκαν οι Εβραίοι του νησιού ότι σκότωσαν οι ίδιοι το κορίτσι, που υποτίθεται ότι δεν ήταν Εβραία, αλλά Χριστιανή, ως ανθρωποθυσία για να χρησιμοποιήσουν το αίμα της σε τελετουργίες. Το γεγονός ότι από τη μία πλησίαζε το χριστιανικό Πάσχα, κατά το οποίο συχνά σημειώνονταν αντισημιτικές εκδηλώσεις, αλλά και το ότι επέρχονταν εκλογές που υπενθύμιζαν το ζήτημα της χειραφέτησης και των πολιτικών δικαιωμάτων των Εβραίων, επέτεινε την ένταση. Εξοργισμένος ο όχλος εισέβαλε στην εβραϊκή γειτονιά και έκαψε μερικά σπίτια, ενώ λιθοβολήθηκε η κατοικία του Ραβίνου και βεβηλώθηκε και το νεκροταφείο. Η αστυνομία απέκλεισε τη γειτονιά αλλά, παρά τις νουθεσίες του Νομάρχη προς το πλήθος, η κατάσταση εκτραχύνθηκε τόσο, που τελικώς χρειάστηκε η παρουσία του βρετανικού στόλου στα ανοιχτά της Κέρκυρας για να πειστεί η Κυβέρνηση να αποστείλει στρατεύματα από την ηπειρωτική Ελλάδα, προκειμένου να επαναφέρει την τάξη, περισσότερο από ένα μήνα μετά, στις 20 Μαΐου. Τα γεγονότα αυτά κόστισαν στους Εβραίους του νησιού μεταξύ 17 και 22 νεκρών και επεκτάθηκαν και στη Ζάκυνθο με άλλους πέντε νεκρούς. Αποτέλεσαν σημείο καμπής για την τοπική κοινότητα, η οποία άρχισε έκτοτε να φθίνει. Μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς, πολλές οικογένειες μετανάστευσαν προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αίγυπτο, την Ιταλία και τη Γαλλία. Από τους 6.000 Εβραίους κατοίκους του νησιού, το 1941 η Κοινότητα έφτασε να αριθμεί περί τα 2.000 μόνο μέλη.

Τα Επτάνησα βρισκόταν αρχικά υπό Ιταλική Κατοχή. Με την παράδοση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Γερμανοί, αφού βομβάρδισαν την πόλη της Κέρκυρας στις 13 του μηνός, καταστρέφοντας πολλά ιστορικά κτίρια, μεταξύ των οποίων δύο από τις Συναγωγές, την Πουλιέζα και τη Νουόβα, κατέλαβαν το νησί στις 27. Παρ’ όλο που κάποιες ειδήσεις για τον εκτοπισμό των ομοθρήσκων είχαν φτάσει από τη Θεσσαλονίκη, η διχόνοια που εξακολουθούσε να υπάρχει μεταξύ των Γραικών και των Πουλιέζων εμπόδισε μία οργανωμένη στάση και αντίδραση της Κοινότητας και δεν της επέτρεψαν να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης ώστε να έρθει σε επαφή με τις εκτός Κέρκυρας κοινότητες για να αναζητήσει τρόπο σωτηρίας.

Η διαδικασία εκτοπισμού των Εβραίων κατοίκων του νησιού καθυστέρησε για καθαρά πρακτικούς λόγους επιμελητείας και δεν άρχισε παρά στις 9 Ιουνίου 1944, όταν όλες οι εβραϊκές οικογένειες συγκεντρώθηκαν βίαια στην Πλατεία Στρατού. Κατόπιν κλείστηκαν στο Παλαιό Φρούριο, όπου αναγκάστηκαν να παραδώσουν ό,τι τιμαλφή είχαν επάνω τους καθώς και τα κλειδιά των σπιτιών τους, τα οποία την ίδια μέρα κιόλας λεηλατήθηκαν. Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε ήταν ότι με τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις οι τοπικές αρχές χαιρέτισαν το γεγονός του εκτοπισμού. Περίπου διακόσια άτομα, οι περισσότερες γυναίκες, κατάφεραν να αποφύγουν το μπλόκο και να διαφύγουν σε χωριά στο εσωτερικό του νησιού.

Στις 11 Ιουνίου τριακόσιες Εβραίες γυναίκες στάλθηκαν αρχικά με μία ρυμουλκούμενη φορτηγίδα στην Ηγουμενίτσα και από εκεί με φορτηγά στην Αθήνα. Στις 14 Ιουνίου όλοι οι άντρες Εβραίοι του νησιού μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες στάλθηκαν, πάλι με μαούνες, στην Πάτρα, μετά από μία στάση στη Λευκάδα. Από εκεί ένα πλοίο τους έφερε στον Πειραιά, από όπου μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Μετά από παραμονή μερικών ημερών εκεί, στις 20 Ιουνίου τους στοίβαξαν σε εμπορικά βαγόνια, χωρίς νερό και μόνο με μερικά κρεμμύδια και τεύτλα για τροφή. Έτσι τα 1.800 μέλη της Κοινότητας μετά από μαρτυρικό ταξίδι εννέα ημερών, έφτασαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπιρκενάου. 1.600 άτομα από αυτούς στάλθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια, ενώ μόνο διακόσιοι επιλέχθηκαν για εργασία. Ελάχιστοι τελικά επέζησαν μέχρι το τέλος του πολέμου.

Οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες για τις συναγωγές της Κέρκυρας είναι λιγοστές και πολλές φορές ασαφείς ή ακόμα αντιφατικές. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν τρεις συναγωγές στο νησί, καθώς και ένα Μιντράσς, πιθανότατα στον όροφο κάποιας από τις δύο Συναγωγές.

Καθώς οι δύο ομάδες, Ρωμανιώτες (Γραικοί) και Σεφαραδίτες (Πουλιέζοι μαζί με Ισπανούς και Μαρράνος), παρέμεναν χώρια, έτσι και οι συναγωγές τους ήταν χωριστές. Κατά την άφιξη των πρώτων Σεφαραδιτών στο νησί, η αντίδραση των Ρωμανιωτών από φόβο μην αφομοιωθούν και χάσουν τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους, οδήγησε στην ίδρυση ξεχωριστής σεφαραδίτικης συναγωγής, εφόσον οι δύο κοινότητες χρησιμοποιούσαν διαφορετική γλώσσα, λειτουργικό και λατρευτικά αντικείμενα. Σε αυτήν κατ’ εντολή των Ενετικών Αρχών προστέθηκαν κατόπιν και οι νεοφερμένοι Μαρράνος. Δεν είναι γνωστά με σαφήνεια τα ονόματα των δύο Απουλιανών συναγωγών, παραδίδονται από τις λιγοστές πηγές τα ονόματα Tempio Maggio[-r/-re?] (Μεγάλη Συναγωγή) ή Vecchio (Παλαιά Συναγωγή) και Tempio Nuovo (Νέα Συναγωγή). Γνωρίζουμε ότι η μία βρισκόταν στη σημερινή οδό Σολωμού και η άλλη στην οδό Παλαιολόγου.

Και οι δύο συναγωγές παρουσιάζουν έντονη την επίδραση του Βενετικού μπαρόκ στην εσωτερική αρχιτεκτονική, διαρρύθμιση και διακόσμησή τους. Όμοια με τις Βενετικές Συναγωγές, η επίπλωση ήταν τοποθετημένη με αξονική διπολική διαρρύθμιση, με τους πάγκους για τους πιστούς τοποθετημένους κατά μήκος του χώρου. Είχαν δύο σειρές παραθύρων και υψηλές οροφές, διακοσμημένες με άνθινα σχέδια. Τα μπαλκόνια του γυναικωνίτη, που γινόταν πιο ανάλαφρα από την άνω σειρά παραθύρων, ήταν προσβάσιμα από μία εξωτερική κλίμακα.

Η Ρωμανιώτικη επίδραση στις δύο Απουλιανές Συναγωγές διακρίνεται στη χρήση Σσανταγιότ, ασημένιων αναθηματικών πλακιδίων, για τη διακόσμηση του παραπετάσματος της Κιβωτού της Τορά και ξύλινων θηκών για τη φύλαξη των κυλίνδρων του Νόμου, κατά το Ρωμανιώτικο έθιμο. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην Παλαιά Απουλιανή Συναγωγή, που υιοθετήθηκε απευθείας από την Συναγωγή των Γραικών, ήταν τα επτά ζεύγη Ριμονίμ, ασημένιων διακοσμητικών απολήξεων, που τοποθετούνταν το ένα επάνω στο άλλο στις δύο πλευρές των θυρών της Κιβωτού της Τορά.

Αμφότερες καταστράφηκαν κατά τον γερμανικό βομβαρδισμό της 13ης Σεπτεμβρίου 1943.

Η ρωμανιώτικη Κοινότητα χρησιμοποιούσε την επονομαζόμενη Scuola Greca ή Tempio Greco – Ελληνικό Ναό. Χρονολογείται από τις αρχές του 17ου αιώνα και είναι και η μόνη που σώθηκε από το βομβαρδισμό του 1943 και παραμένει λειτουργική. Είναι κτισμένη και αυτή κατά τον βενετσιάνικο τρόπο, με το χαμηλοτάβανο ισόγειο να στεγάζει τα κοινοτικά γραφεία και βοηθητικούς χώρους ενώ πίσω στην αυλή υπάρχει χώρος για την κοινοτική σουκκά, για τον εορτασμό της Σκηνοπηγίας, καθώς και χώρος πλύσης και προετοιμασίας των νεκρών για την ταφή. Η συναγωγή καθεαυτή βρίσκεται στον πρώτο, ιδιαίτερα ψηλοτάβανο όροφο. Το μπαλκόνι του γυναικωνίτη, που δεν είναι πλέον προσβάσιμο, είχε είσοδο από ξεχωριστή, εξωτερική σκάλα. Το εσωτερικό της είναι ανοιχτό, χωρίς κολώνες, με διπολική αξονική διαρρύθμιση: το τρουλωτό Εχάλ στον ανατολικό τοίχο και το Βήμα στον ανατολικό. Αμφότερα είναι ξύλινα με κολώνες, διακοσμημένες σε νεοκορινθιακό ρυθμό. Το εξαγωνικό Εχάλ είναι ελαφρώς υπερυψωμένο και περικλείεται από κιγκλίδωμα, ενώ η πρόσβαση στο Βήμα, μία υπερυψωμένη εξέδρα με το αναλόγιο του αναγνώστη και ξύλινο χρυσοσκάλιστο κιβώριο, γίνεται από δύο πλευρικές κλίμακες. Η τεχνοτροπία του πλούσιου διάκοσμου της επίπλωσης είναι σαφώς επηρεασμένη από το εσωτερικό των συναγωγών της Βενετίας και δημιουργεί μία θελκτική αντίθεση με την απλή διακόσμηση της αίθουσας προσευχής. Οι θέσεις για τους άντρες εκτείνονται κατά το μήκος του διαμήκους άξονα του κτιρίου και είναι σε μορφή πάγκων. Η σεφαραδίτικη επίδραση εκφράζεται στη χρήση ενός εσωτερικού Παρόχετ, κρεμασμένου πίσω από τις θύρες του Εχάλ, ένα χαρακτηριστικό που κανονικά δεν συναντάται στις Ρωμανιώτικες συναγωγές. Πρόσφατα (Φεβρουάριος 2020) έγινε καθαρισμός και αποκάλυψη του φρεατίου που κατέβαινε στο Μίκβε (τελετουργικό λουτρό καθαρμού) από το ισόγειο της Συναγωγής.

Μικρός μόνο αριθμός συναγωγικών σκευών, αντικειμένων και υφασμάτων εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα. Αρχειακές όμως φωτογραφίες του εσωτερικού των συναγωγών παρέχουν ενδείξεις για το συγκρητικό διακοσμητικό ρυθμό τους. Παρουσίαζαν έναν αρμονικό συνδυασμό ιταλικών μπαρόκ και οθωμανικών εικαστικών τεχνοτροπιών και τηρούσαν τόσο το ρωμανιώτικο, όσο και το σεφαραδίτικο τελετουργικό τυπικό.

Οι ξύλινες θήκες, καθώς και οι θύρες της Κιβωτού της Τορά στις συναγωγές της Κέρκυρας καλύπτονταν από κομψά διακοσμημένα ιταλικά μπροκάρ υφάσματα. Ακολουθούσαν το σεφαραδίτικο έθιμο της χρήσης δύο παροχότ, κουρτινών της Κιβωτού, κρεμασμένων μπροστά και πίσω από τις θύρες της. Το εξωτερικό παροχέτ είχε μία οριζόντια πλεκτή ζώνη για το κρέμασμα των σσανταγιότ. Αυτά τα ασημένια αναθηματικά πλακίδια, σε διάφορα σχήματα, αφιερώνονταν από τα μέλη της κοινότητας για την ίαση, για παράδειγμα, ενός άρρωστου μέλους της οικογένειας ή ως ενθύμημα αποθανόντων και αποτελούν ένα ρωμανιώτικο έθιμο με ιστορία αιώνων.

Όλοι οι Εβραίοι της Κέρκυρας ανεξαιρέτως τηρούσαν και μία άλλη ρωμανιώτικη παράδοση: φύλασσαν τους Κυλίνδρους της Τορά σε ξύλινες, πολυγωνικές θήκες. Διακοσμούσαν αυτά τα πολύχρωμα Τικκίμ με περίτεχνα χρυσά σκαλίσματα σε ξύλο, σύμφωνα με τη βενετσιάνικη μπαρόκ τεχνοτροπία και μία εντυπωσιακή χρυσόχρωμη επίστεψη, που έφερε εσωτερικά μεταλλικά υποστηρίγματα για άνθη ή στάχυα για τον στολισμό των Τικκίμ κατά τις εορτές του Σιμχάτ Τορά και του Σσαβουότ. Άλλα μοναδικά χαρακτηριστικά των κερκυραίικων Τικκίμ ήταν το εσωτερικό χρυσόχρωμο φάτνωμα και η διακόσμηση του άνω μέρους του Τικ με τρία ζεύγη Ριμονίμ. Αυτές οι επιστέψεις των ορθοστατών της Τορά, συνήθως σφαιρικές ή βολβοειδείς με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία, αντανακλούν με τρόπο χαρακτηριστικό τη μακραίωνη ιστορία των αμφίδρομων πολιτιστικών επιρροών μεταξύ της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας και της Εγγύς Ανατολής.

Η ιστορία των εβραϊκών νεκροταφείων στην Κέρκυρα παρουσιάζει πολλά αρχειακά κενά και ανοιχτά ερωτήματα, ειδικά για τα νεώτερα χρόνια.

Το παλιό νεκροταφείο των Πουλιέζων βρισκόταν στην περιοχή του Σαρόκου, κοντά στη Μονή της Πλατυτέρας. Είχε παραχωρηθεί στη σεφαραδίτικη κοινότητα από τους Ενετούς μετά από ανταλλαγή κτημάτων το 1502.

Το νεκροταφείο των Γραικών βρισκόταν στο λόφο του Αβράμη, προς την πλευρά του Νέου Φρουρίου. Είχε παραχωρηθεί στη ρωμανιώτικη κοινότητα από τον Στρατάρχη της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, Johann Matthias Reichsgraf von der Schulenburg, σε αναγνώριση της συμβολής των Εβραίων στην απόκρουση της πολιορκίας από τους Οθωμανούς το 1714.

Το γεγονός ότι οι σχέσεις των Γραικών με τους Πουλιέζους δεν ήταν πάντα αρμονικές, αντικατοπτριζόταν και στη χρήση ξεχωριστών νεκροταφείων, με τα μέλη της κάθε κοινότητας να ενταφιάζονται αποκλειστικά στο εκάστοτε νεκροταφείο. Χαρακτηριστική είναι μία διαμάχη που ξέσπασε το 1897, εξαιτίας του θανάτου ενός Εβραίου από την Αδριανούπολη, ονόματι Ελιάου Μεναχέμ: τη σωρό παρέλαβε η Χεβρά Γκραίκα από το ξενοδοχείο όπου διέμενε και τον ενταφίασε στο δικό της νεκροταφείο, ενώ το ίδιο διεκδικούσε και η Χεβρά Πουλιέζα, εφόσον ήταν ξένος. Χρειάστηκε να συναφθεί ειδική συμφωνία, ότι στο εξής όσοι έρχονταν από τη Δύση θα θεωρούνταν Πουλιέζοι και όσοι έρχονταν από την Ανατολή Γραικοί και θα ενταφιάζονταν στο εκάστοτε νεκροταφείο.

Από το 1930 χρησιμοποιείται μόνο το νεκροταφείο που βρισκόταν στο λόφο Αβράμη. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπήρχε ακόμα τουλάχιστον μέχρι και το 1949. Στη δεκαετία του 1950, έγινε η τελική καταστροφή του και οικοδομήθηκαν στη θέση του ένα νοσοκομείο, ένας παιδικός σταθμός και σχολεία. Το πώς ακριβώς έγινε η «παραχώρησή» του από την Κοινότητα στον Δήμο παραμένει ασαφές. Ομοιότητες πάντως με την ιστορία του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης μπορούν να βρεθούν, δεδομένου και του ισχυρού αντισημιτικού ρεύματος που υπήρχε και στις δύο πόλεις και τις προσπάθειες των αρχών να τις «εξελληνίσουν» με πρόσχημα την «υγιεινή» και τον «ευπρεπισμό» του· γεγονός που υποστηρίζεται από τις λιγοστές υπάρχουσες αρχειακές πηγές.

Μερικά από τα εβραϊκά έθιμα της Κέρκυρας παρουσίαζαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτέλεσμα συνήθως της πολυπολιτισμικότητας του νησιού και της συγκατοίκησης ετερόκλητων κοινοτήτων με διαφορετικές ρίζες και θρησκείες.

Κατά το Πουρίμ (Γιορτή των Κλήρων) διαβάζονταν τα πιγιουτίμ, λειτουργικά ποιήματα, που τραγουδιούνταν στο ιδιαίτερο τοπικό ελληνικό ιδίωμα ή ακόμα και στα αραμαϊκά. Τότε διαβαζόταν και η Μεγκιλά με τη βιβλική ιστορία της Εσθήρ. Οι ασημένιες θήκες των Κυλίνδρων της Εσθήρ από την Κέρκυρα έχουν ένα ιδιαίτερο σχήμα μικρού κυλίνδρου διακοσμημένο με συρματερή τεχνική (φιλιγκράν), μια πιθανώς ενετική επιρροή. Σύμφωνα με ένα ακόμη έθιμο, η νύφη προσέφερε μετά τον γάμο, κατά το Πουρίμ, στο γαμπρό μια Μεγκιλά ως δώρο.

Μία ιδιαιτερότητα κατά τον εορτασμό του Πέσαχ, ήταν η παρασκευή Ματσότ (Αζύμων) με διάφορα σχήματα και δαντελωτές διακοσμήσεις. Έφτιαχναν, επίσης, με μέλι, αυγά και αμύγδαλα ένα δυτικότροπο γλυκό, τη φρόζα, που ήταν γαρνιρισμένο με μαρέγκα. Μετά το Πέσαχ έφτιαχναν ένα άλλο γλυκό, με ζυμάρι και αμύγδαλα, το πιστί, οθωμανικής προέλευσης (Tezpişti).

Μεταξύ των ιδιαίτερων εθίμων των Κερκυραίων Εβραίων ήταν ο εορτασμός της τρίτης νύχτας μετά τη γέννηση, όταν, σύμφωνα με την παράδοση, οι Τρεις Μοίρες επισκέπτονταν το παιδί και προκαθόριζαν τη μοίρα του. Έβαζαν χρυσά νομίσματα και κλαδάκια απήγανου στην κούνια του μωρού και κερνούσαν τους επισκέπτες «κουκκούδι», ένα μείγμα από βρασμένο σιτάρι, ρόδι και σταφίδες. Η γιορτή αυτή ονομαζόταν «Μοίρες». Το αρχαιοελληνικό παιχνίδι των πεσσών («αστράγαλοι») είχε επίσης επιζήσει μεταξύ των Κερκυραίων εβραιόπουλων.

Ιδιαίτερα προοδευτικοί φάνηκαν οι Κερκυραίοι Εβραίοι, όταν στη δεκαετία του 1930 άρχισαν, υπό τον Ραβίνο Ιακώβ Νεχαμά, να οργανώνουν τελετές ενηλικίωσης για τα κορίτσια (Μπατ Μιτσβά) σε αναλογία με το Μπαρ Μιτσβά των αγοριών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Νάτας Γκατένιο-Όσμο, αυτό έγινε κατ’ αντιστοιχία με την τελετή ενηλικίωσης των Καθολικών Χριστιανών του νησιού, έτσι ώστε να μην αισθάνονται οι εβραιοπούλες διαφορετικές.

Οι Εβραίοι της Κέρκυρας κατοικούσαν αρχικά στο «Ερησβούνι» ή «Βρησβούνι» ή αλλιώς «[Ε]Βραιοβούνι» ή «Οβριοβούνι», το σημερινό λόφο του Καμπιέλου. Το 1425, με την κατεδάφιση των οικιών από τους Ενετούς για την νέα οχύρωση της πόλης, διασκορπίστηκαν στο αστικό ιστό, διαμένοντας αναμεμειγμένοι με τους Χριστιανούς και πολλές φορές δίπλα σε εκκλησίες. Αυτό επέφερε διαμαρτυρίες από τους Χριστιανούς, που με απανωτά αιτήματά τους από το 1524 μέχρι το 1622 ώθησαν την ενετική διοίκηση να ορίσει την περιοχή από τη Βασιλική Πύλη ως την Πύλη της Σπηλιάς και από τις ανατολικές προσβάσεις του Νέου Φρουρίου ως την οδό Παλαιολόγου. Αυτή λίγο πολύ παρέμεινε η εβραϊκή γειτονιά ως σήμερα. Η συνοικία δεν λειτούργησε από ό,τι φαίνεται ποτέ ως γκέτο με την κλασική έννοια του όρου, αλλά περισσότερο ως συγκεκριμένη περιοχή κατοικίας. Το τείχος που περιμετρικά δημιουργούσε το μέτωπο των πυκνοδομημένων κατοικιών προσέφερε μερική απομόνωση. Με την ασφάλιση κάθε βράδυ ορισμένων κεντρικών δρόμων αύξανε το αίσθημα ασφάλειας στους κατοίκους της.

Από την ύπαρξη άλλωστε πέντε εκκλησιών συνάγεται ότι δεν επρόκειτο για αμιγώς εβραϊκή γειτονιά, αλλά ότι κατοικούσαν σε αυτή και Χριστιανοί. Η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλη πυκνότητα δεν ευνοούσε τις συνθήκες υγιεινής, μέχρι τουλάχιστον την εποχή της Αγγλοκρατίας, οπότε κατασκευάστηκε υδραγωγείο και δίκτυο αποχέτευσης.

Η δόμηση της συνοικίας είναι πολύ πυκνή με χαρακτηριστικά στενά σοκάκια και την έλλειψη κάποιας πλατείας, αν εξαιρέσει κανείς τα πλατώματα μπροστά από μερικές εκκλησίες και τη Ελληνική Συναγωγή (Scuola Greca), στη σημερινή οδό Βελισσαρίου. Εντός της συνοικίας υπήρχε και η Απουλιανή Συναγωγή (Scuola Pugliese), στη σημερινή οδό Παλαιολόγου.

Κατά το γερμανικό βομβαρδισμό της 13ης Σεπτεμβρίου 1943 καταστράφηκε η Απουλιανή Συναγωγή και το ήμισυ σχεδόν των κτιρίων της συνοικίας. Παρά την ύπαρξη ολοκληρωμένου σχεδίου για την ανοικοδόμησή της, η αδυναμία εφαρμογής του και η άναρχη δόμηση των μεταπολεμικών δεκαετιών αφαίρεσαν από τη συνοικία μέρος του αλλοτινού της χαρακτήρα.

Με το νησί της Κέρκυρας να αποτελεί μία «γέφυρα» μεταξύ των Βαλκανίων και της Ιταλίας, ήταν επόμενο να δημιουργηθεί μία μείξη πολιτισμικών χαρακτηριστικών και συνεπώς γλωσσών. Οι Ρωμανιώτες Εβραίοι της Ελλάδας μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους, όπως αποδεικνύουν και οι μη Βιβλικές και συνεπώς πιο ελεύθερες μεταφράσεις, καθώς και τα πρωτότυπα γραπτά έργα τους. Ο όρος γραικο-ιουδαϊκή χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτή τη διάλεκτο, που γραφόταν με εβραϊκούς χαρακτήρες. Τα ελληνικά που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι στην Κέρκυρα ελάχιστα διέφεραν από εκείνα των μη Εβραίων κατοίκων του νησιού. Χρησιμοποιούσαν επίσης ένα ιδιαίτερο λειτουργικό, το Minhag Corfu, που ήταν μια παραλλαγή του Ρωμανιώτικου Minhag.

Οι Ρωμανιώτες μιλούσαν την Γραικο-ιουδαϊκή μέχρι που άλλοι «Εβραίοι, αργά αλλά σταθερά, άρχισαν να καταφθάνουν μεταξύ δωδεκάτου και δεκάτου τετάρτου αιώνα από τις Ανδηγαυικές κτήσεις της Νότιας Ιταλίας. Αργότερα, όταν το νησί περιλήφθηκε στις κτήσεις της Βενετίας, διαδόθηκε και η Βενετική διάλεκτος. Ο όρος «ιταλο-ιουδαϊκή» αναφέρεται σε αυτές τις διαλέκτους. Οι ανώτερες τάξεις της Εβραϊκής κοινότητας της Κέρκυρας μιλούσαν τη Βενετική διάλεκτο, με μερικές τροποποιήσεις εξαιτίας της επίδρασης της Ελληνικής, που ως ένα βαθμό δάνεισε ένα ορισμένο μέρος του λεξιλογίου και των γραμματικών ιδιαιτεροτήτων της. Καθώς η Απουλιανή διάλεκτος υποκατέστησε την ελληνική της αρχικής κοινότητας, δανείστηκε από αυτήν περισσότερο υλικό από ό,τι η Βενετική. Το αρχικό λεξιλόγιό της πάντως πτώχυνε και έχασε τα πιο εκλεπτυσμένα στοιχεία του. Ένας Κερκυραίος Εβραίος που θα επισκεπτόταν ένα οποιοδήποτε μέρος της Απουλίας, δύσκολα θα καταλάβαινε την καθομιλουμένη ή τα τραγούδια από τους ντόπιους, παρ’ όλο που η γραμματική δομή ήταν ακριβώς η ίδια. Άλλο ένα σημάδι του πολιτιστικού συγκρητισμού ήταν η χρήση πολυφωνικής μουσικής στις Συναγωγές της Κέρκυρας.

Μετά την καταστροφή της Κοινότητας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι παραδοσιακές αυτές διάλεκτοι εξαφανίστηκαν· οι ελάχιστοι εναπομείναντες Εβραίοι μιλούν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικά.

Είναι γεγονός ότι μέχρι και τον 19ο αι. οι περισσότερες εβραϊκές οικογένειες στην Κέρκυρα δεν διέθεταν τα μέσα για να παρέχουν εκπαίδευση στα παιδιά τους. Το πολύ πολύ να τους παρείχαν μια περιορισμένη θρησκευτική εκπαίδευση. Το 1906 υπήρχαν δύο κοινοτικά σχολεία για αγόρια και κορίτσια, με τα έξοδα της γενικής εκπαίδευσης να καλύπτονται από το κράτος και εκείνα της εβραϊκής από την κοινότητα, ενώ τα προχωρημένα μαθήματα Εβραϊκών γίνονταν από τον ίδιο τον Ραβίνο. Εκείνη την εποχή τόσες πολλές οικογένειες έσπευσαν να εγγράψουν τα παιδιά τους, που χρειάστηκε να επέμβει ο σχολικός επιθεωρητής και να τους ζητήσει «να μετριάσωσι τον ενθουσιασμόν των». Τα παιδιά των ευπορότερων οικογενειών πήγαιναν στο δημόσιο σχολείο και σε ορισμένες ιδιωτικές σχολές.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Νάτα Γκαττένιο-Όσμο, τη δεκαετία του ’30 υπήρχε ένα δημοτικό σχολείο, το 5ο Δημοτικό, όπου λάμβανε χώρα η πρωτοβάθμια εκπαίδευση των εβραιόπουλων. Στεγαζόταν στο κτίριο του Ταλμούδ Τορά και τα περισσότερα εβραιόπουλα της Κέρκυρας ήταν μαθητές του. Ήταν ένα σχολείο, όπου παραδίδονταν μαθήματα τόσο στα ελληνικά όσο και στα εβραϊκά. Τις Κυριακές γινόταν μάθημα μόνο στα εβραϊκά, αφού για τους Χριστιανούς δασκάλους ήταν αργία.

Τα μαθήματα περιλάμβαναν ελληνική γλώσσα και γραφή, εβραϊκή γλώσσα και γραφή σε ράσσι, όπως και γραμματική. Διδασκόταν επίσης η Αλαχά (θρησκευτικά) καθώς και πιγιουτίμ, (σύντομα λειτουργικά ποιήματα, συνήθως στην ελληνική κερκυραϊκή διάλεκτο), ψαλμοί και οι περασότ της εβδομάδας. Διδασκόταν, επίσης, σύγχρονα εβραϊκά, ποίηση και θέατρο.

Οι Χριστιανοί δάσκαλοι αγαπούσαν τους Εβραίους μαθητές τους. Όταν οι ελάχιστοι επιζήσαντες από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης επέστρεψαν στην Κέρκυρα, οι δάσκαλοι περίμεναν στο λιμάνι για να τους προϋπαντήσουν.

Οι σχέσεις των δύο εβραϊκών κοινοτήτων της Κέρκυρας, των Γραικών και των Πουλιέζων, είναι αλήθεια ότι δεν υπήρξαν πάντα αρμονικές. Όταν, τον καιρό της εγκατάστασης των Απουλιανών και αργότερα των Ισπανών και των Μαρράνος στην Κέρκυρα, αυτοί ζήτησαν να ενωθούν με την προϋπάρχουσα ρωμανιώτικη κοινότητα, εκείνη αρνήθηκε, φοβούμενη μήπως χάσει τα προνόμια που ήδη απολάμβανε, κυρίως την πολιτική ισότητα. Έτσι το 1551 ιδρύθηκε ξεχωριστή κοινότητα και νέα συναγωγή, ονομαζόμενη «Καάλ Καντόσς» ή «Ιταλιάνο-Κορφιότο» ή «Πουλιέζα». Η αντίθεση στην εβραϊκή λαϊκή μάζα ήταν τέτοια, ώστε να αποφεύγονται ακόμα και τα συνοικέσια μεταξύ Γραικών και Πουλιέζων.

Κάθε κοινότητα είχε το δικό της χωριστό νεκροταφείο και «Χεβρά Γκεμιλούτ», εθελοντική δηλαδή κοινοτική αδελφότητα που αναλάμβανε την ταφική μέριμνα. Εφόσον η οικονομική τους κατάσταση επέτρεπε, η δράση τους επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, όπως η προικοδότηση απόρων κοριτσιών, περίθαλψη απόρων, χρηματική ενίσχυση της Κοινότητας κτλ.

Όταν μετά τα αντισημιτικά γεγονότα του 1891 οι δύο κοινότητες ενώθηκαν κατά παρότρυνση της Alliance Israélite Universelle, οι δύο Χεβρώτ παρέμειναν χωριστές, αντιμαχόμενες η μία την άλλη. Για να αποφύγουν μάλιστα τον έλεγχο της ενωμένης πια Κοινότητας, οι διοικήσεις τους προσέφυγαν το 1932 στη διαδικασία αναγνώρισής τους ως ανεξάρτητων σωματείων κατά την ελληνική νομοθεσία. Αυτό επέδρασε αποσυνθετικά στην ενότητα των Εβραίων του νησιού, παρ’ όλες τις συμφιλιωτικές προσπάθειες των Ραβίνων Αβραάμ Σράιμπερ, ο οποίος αναγκάστηκε να αφήσει τη θέση του μετά από δύο μόνο έτη, και του Ιακώβ Νεχαμά που τον διαδέχτηκε. Απαλλαγμένες από κάθε έλεγχο, σαμποτάριζαν και οι δύο οικονομικά την Κοινότητα, φέρνοντάς την σε ακυβερνησία.

Οι Εβραίοι της Κέρκυρας διακρίνονταν για τον αστικό τους χαρακτήρα, καθώς η επαγγελματική τους απασχόληση εστιαζόταν ως επί το πλείστον στο εμπόριο, τη μεταποίηση και σε διάφορες εγχρήματες δραστηριότητες. Η πλειοψηφία των Εβραίων κατοίκων της Κέρκυρας ήταν έμποροι και μικροτεχνίτες. Διέπρεπαν ως μεσίτες στο εξαγωγικό εμπόριο ελαιολάδου και δημητριακών καθώς και στο εμπόριο υφασμάτων. Ένα μοναδικό αγροτικό προϊόν που διακινούταν μέσω της Κέρκυρας ήταν τα περίφημα κίτρα για τη γιορτή της Σκηνοπηγίας (Σουκώτ), τα οποία εξαγόταν σε όλη την Ευρώπη. Επανειλημμένες δυσκολίες στην εξαγωγή τους, λόγω αστήρικτων αμφιβολιών για το αν ήταν κόσσερ, (σύμφωνη με τους εβραϊκούς κανόνες διατροφής), καθώς και ανταγωνισμού από την Παλαιστίνη, είχε ως αποτέλεσμα το μαρασμό του εμπορίου τους.

Κερκυραίοι Εβραίοι είχαν επίσης ιδρύσει και πλήθος βιοτεχνίες, όπως η βιοτεχνία ομπρελών Φέρρου και το εργοστάσιο βερνικιών του Λ. Δέντε. Τα παραδοσιακά επαγγέλματα του αχθοφόρου και του αργυροχόου είναι αυτονόητο πως υπήρχαν και στην Κέρκυρα. Επιδίδονταν ακόμα με επιτυχία στη ναυτιλία και τις ναυτιλιακές ασφαλίσεις. Οικονομικά εύποροι, οι έμποροι αυτοί συνέβαλαν με τις δωρεές τους στη συντήρηση των κοινοτικών θρησκευτικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ενώ εξασφάλιζαν και σημαντικές διοικητικές θέσεις. Μία μοναδικότητα της Κέρκυρας, σε αντίθεση με άλλα μέρη, όπου υπήρχαν επαγγελματικοί περιορισμοί για τους Εβραίους, ήταν ότι οι Εβραίοι του νησιού είχαν τη δυνατότητα να ασκούν το επάγγελμα του γιατρού και του δικηγόρου. Η ιατρική εκπαίδευση άρχιζε συνήθως με την πρακτική κοντά σε ένα γιατρό του τόπου, ενώ για τις σπουδές πήγαιναν στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, από όπου τριάντα Εβραίοι αποφοίτησαν μεταξύ 1617 και 1816. Μερικοί από αυτούς υπηρέτησαν ως γιατροί ακόμα και στον ενετικό στρατό.

Αρκετοί Εβραίοι υπηρέτησαν ως δικηγόροι. Δύο φορές, το 1637 και το 1774, οι Βενετικές αρχές προσπάθησαν να απαγορεύσουν την εξάσκηση του επαγγέλματος στους Εβραίους, αλλά και τις δύο το διάταγμα ανακλήθηκε. Μόνο κατά την σύντομη περίοδο της Αγγλοκρατίας εφαρμόστηκε τέτοια απαγόρευση, όταν τους επιτρεπόταν να εμφανίζονται στα δικαστήρια μόνο ως υποδικηγόροι (intervenienti).

Η Κέρκυρα υπήρξε τόπος έντονης εβραϊκής πνευματικής δραστηριότητας. Χαρακτηριστικό της προοδευτικής σκέψης και της προσφοράς των Εβραίων του νησιού στα γράμματα είναι ότι το πρώτο γνωστό πλήρες κείμενο στη δημοτική ελληνική γλώσσα και πεζογραφία είναι η μετάφραση στην καθομιλουμένη των βιβλίων του Ιωνά για χρήση στη Συναγωγή της Κέρκυρας.

Στη δεκαετία του 1860 ο Ιωσήφ Ναχαμούλης ίδρυσε έναν εκδοτικό οίκο και το τυπογραφείο «Κοραής», όπου άρχισε να τυπώνει τα Ισραηλιτικά Χρονικά (Cronaca Israelitica) 1861-1863, στα ελληνικά και τα ιταλικά. Από τον πίνακα των περιεχομένων τους, προκύπτει ότι δημοσιεύθηκαν σε αυτά πολλά ενδιαφέροντα κείμενα που φανερώνουν πνευματικά και πολιτική ωριμότητα. Μεταξύ 1864-1879 εξέδιδε την Ισραηλιτική Οικογένεια (Famiglia Israelitica) και το 1878-1885 το μηνιαίο Μωυσής, Ισραηλιτική Ανθολογία (Moses, Antologia Israelitica), μόνο στα ιταλικά. Μέσω αυτών των εκδόσεων, οι Εβραίοι της Κέρκυρας πληροφορούνταν για την εβραϊκή ζωή στο νησί και στις κοινότητες του εξωτερικού.

Το 1877 έφερε από το Λιβόρνο τυπογραφικές πλάκες στα εβραϊκά και άρχισε να τυπώνει βιβλία προσευχών για το Πέσαχ, την Αγκαδά, ένα Σιντούρ (βιβλίο καθημερινών προσευχών) και άλλα βιβλία. Το τυπογραφείο του Ναχαμούλη, όπου τυπώθηκε σεβαστός αριθμός βιβλίων στα ελληνικά και τα ιταλικά, κέρδισε το πρώτο βραβείο και ένα αργυρό μετάλλιο σε μία έκθεση στην Αθήνα. Ο ίδιος πέθανε το 1886, αλλά το τυπογραφείο συνέχισε να λειτουργεί καλύπτοντας κυρίως τις ανάγκες των Εβραίων της Κέρκυρας.

Το 1940 εκδόθηκε η Αγκαδά για το Πέσαχ με μία ελληνική μετάφραση από τον Αβραάμ Μωσσέ Νοικοκύρη, καθώς και μία εισαγωγή από τον Ραβίνο Ιακώβ Νεχαμά και μερικές εικόνες. Καθώς οι τυπογραφικές πλάκες στα εβραϊκά δεν υπήρχαν πια, το εβραϊκό κείμενο δεν στοιχειοθετήθηκε, αλλά γράφτηκε χειρόγραφα και λιθογραφήθηκε. Αυτό ήταν και το τελευταίο βιβλίο που τυπώθηκε από την εβραϊκή κοινότητα στην Κέρκυρα πριν από την καταστροφή της κατά την Κατοχή.

Γεννήθηκε το 1897 σε ένα αρχοντικό δίπλα στη Συναγωγή «Γκρέκα» και ήταν γιος του Μωυσή Καΐμη, εκδότη της τοπικής εφημερίδας Ισραηλίτης Χρονογράφος.

Η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του εξέδιδε την εφημερίδα Ισραηλιτική Επιθεώρησις, ενώ ο Τζούλιο, ένθερμος δημοτικιστής, αρθρογραφούσε στο βασικό δημοτικιστικό περιοδικό Ο Νουμάς και συναναστρεφόταν λογοτέχνες της εποχής. Αντίθετα με την πλειοψηφία των ομοθρήσκων του, συντάχθηκε με τον Βενιζέλο, από τον οποίο και στάλθηκε στη Θεσσαλονίκη ως πρώτος αντιπρόσωπος του ελληνικού κράτους, με σκοπό να επηρεάσει υπέρ του Βενιζέλου την ισχυρά βασιλόφρονη εβραϊκή κοινότητα της πόλης.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου και τη δεκαετία του 1920 ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου διαδέχθηκε τον πατέρα του στην εφημερίδα La Tribuna. Συναναστρεφόταν όλους σχεδόν τους Έλληνες λογοτέχνες και καλλιτέχνες της εποχής. Μετάφρασε στα ελληνικά έργα από τα αρχαία ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά και σανσκριτικά. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που μελέτησε συστηματικά το ελληνικό θέατρο σκιών, τον Καραγκιόζη, εκδίδοντας το 1935 το κορυφαίο έργο του Karaghiozi ou la comédie grecque dans l’ âme du théâtre d’ ombres.

Το 1934 ταξίδεψε στην Παλαιστίνη, τη Συρία και την Υεμένη, ως επί το πλείστον πεζός, γράφοντας τις εντυπώσεις του και ζωγραφίζοντας ίσως τις καλύτερες ακουαρέλες του. Σημαντική θέση στο έργο του κατέχει και η ενασχόλησή του με την εβραϊκή παράδοση και την Καμπαλά.

Η προϊούσα κώφωση που τον ταλαιπωρούσε από νεαρή ηλικία έγινε η αιτία να απομονωθεί κοινωνικά και να ζήσει φτωχικά. Όπως ο Θεόφιλος, πολλές φορές ξεπλήρωνε με σχέδιά του τα λιτά γεύματά του σε ταβερνάκια της Πλάκας. Πέθανε πάμφτωχος το 1982. Το έργο του ήταν ελάχιστα γνωστό την εποχή εκείνη. Η πρώτη αναδρομική έκθεσή του πραγματοποιήθηκε το 1994, ενώ το έργο του μελετήθηκε και σχολιάστηκε από τον Μισέλ Φάις. Ο ίδιος επιμελήθηκε και τις δύο εκθέσεις έργων του στο ΕΜΕ το 1998 και το 2003.

Γεννημένος στην Κέρκυρα το 1895, μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Μασσαλία το 1900. Στην Κέρκυρα δεν θα ξαναγύριζε παρά μόνο μία φορά, το 1908, για το Μπαρ Μιτσβά του. Στη Μασσαλία βίωσε την κοινωνική απομόνωση, λόγω αντισημιτισμού, αλλά και τη γλωσσική «εξορία», την οποία όμως αντιμετώπισε μαθαίνοντας τη γαλλική τόσο καλά που βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία.

Το 1932 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε μέχρι το 1940, παραμονές της κατάληψής του από τους Γερμανούς. Διέφυγε στο Λονδίνο, αποφεύγοντας έτσι τον εκτοπισμό από τους Ναζί. Το μεγαλύτερο μέρος της ώριμης ζωής του το πέρασε στη Γενεύη, όπου και πέθανε το 1981. Παράλληλα με τη λογοτεχνία, εργάστηκε και ως νομικός σε διεθνείς οργανισμούς, αλλά και ως διπλωμάτης, σε στενή συνεργασία με τον Χαΐμ Βάιτσμαν, με σκοπό την ίδρυση εβραϊκού κράτους.

Το πρώτο του μυθιστόρημα, Σολάλ, εκδόθηκε το 1930, ακολουθούμενο από άλλα τρία με τους ίδιους βασικούς λογοτεχνικούς ήρωες: Ο Καρφοχάφτης (1938), Η Ωραία του Κυρίου (1968) και Οι Γενναίοι (1969). Οι δύο βασικοί άξονες που διατρέχουν αυτή την τριλογία είναι η αναζήτηση του «τέλειου» έρωτα και το ζήτημα της εβραϊκής ταυτότητας και η ενσωμάτωση στις δυτικές κοινωνίες.

Το δεύτερο, έντονα αυτοβιογραφικό τμήμα του έργου του, αποτελείται από Το Βιβλίο της Μητέρας μου (1954), το Ω, Εσείς Άνθρωποι Αδέρφια μου (1972) και τα Ημερολόγια 1978 (1979). Το πρώτο αποτελεί έκφραση πένθους για τη μητέρα του, που πέθανε το 1943, αποφεύγοντας έτσι και αυτή τον εκτοπισμό από τους Ναζί. Το δεύτερο στηρίζεται σε ένα προγενέστερο κείμενό του, του 1945, με τον τίτλο Η μέρα που έγινα δέκα ετών, όπου διηγούταν την πρώτη αντισημιτική λεκτική επίθεση από ένα Γάλλο πραματευτή που βίωσε την ημέρα ακριβώς των δέκατων γενεθλίων του. Μέρος μόνο του έργου του έχει μεταφραστεί στα ελληνικά.

Ο πολύγλωσσος συγγραφέας και φιλόλογος γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1862. Το 1877 επιμελήθηκε το Aṭṭeret Baḥurim (Η Κορώνα των Νέων), ένα εβραϊκό – ελληνικό λεξικό του Βιβλίου της Γενέσεως, συμπληρωμένο από μία περίληψη της Εβραϊκής γραμματικής. Αργότερα συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Vessillo Israelitico, Famiglia Israelitica, και Mose.

Γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μια αντισημιτικού χαρακτήρα διαμάχη τον ανάγκασε να αναχωρήσει για την Ιταλία το 1883. Ενόσω ήταν φοιτητής στο Istituto di Studi Superiori της Φλωρεντίας διορίστηκε διευθυντής του εβραϊκού σχολείου στο Λιβόρνο. Το 1890 αποφοίτησε ως δόκτωρ Φιλοσοφίας με ειδίκευση στα εβραϊκά και τα αραμαϊκά. Επισκέφθηκε επί μακρόν το Παρίσι, από όπου επέστρεψε στην Ελλάδα, αφού είχε συνεισφέρει τα άρθρα «Deux Versions Peu Connues du Pentateuque» στο περιοδικό Revue des Etudes Juives, και «Une Version Grecque du Pentateuque du Seizième Siècle» στο Revue des Etudes Grecques. Λίγο μετά την επιστροφή του, υπηρέτησε ως γραμματέας της τοπικού γραφείου της Alliance Israélite Universelle στην Κέρκυρα, ιδιότητα υπό την οποία έγραψε σχετικά με τα αντισημιτικά γεγονότα του 1891 και τις ακόλουθες δίκες στο Κακουργιοδικείο Πάτρας.

Η διάδοση αντισημιτικής βιβλιογραφίας τον ώθησε να αναλάβει τη μετάφραση στα ελληνικά του έργου του Th. Reinach Histoire des Juifs, που δημοσιεύθηκε στην Αθήνα το 1895. Την ίδια χρονιά παραιτήθηκε από την θέση του στην Κέρκυρα και εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Το 1897, ενόσω βρισκόταν ακόμα στην Αγγλία, δημοσίευσε στο Revue des Etudes Juives ένα άρθρο με οξεία κριτική της Νεοελληνικής μεταγραφής της Πεντατεύχου στην Κωνσταντινούπολη από τον D. C. Hesseling. Το 1899 αντιπροσώπευσε την ελληνική κυβέρνηση στο δωδέκατο συνέδριο Οριενταλιστών. Το 1929 κλήθηκε στη Θεσσαλονίκη για να διδάξει Εβραϊκές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Αποσύρθηκε το 1936.

Συντελεστές έκθεσης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ
Ζανέτ Μπαττίνου

ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ
Χριστίνα Μέρη
Αλέξιος Μενεξιάδης

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Αλέξιος Μενεξιάδης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Αλεξάνδρα Πατρικίου
Damian MacCon Uladh

ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Χάγια Κοέν

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
Βικτωρία Κωστή

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ελίζα Σολομών

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
Λεωνίδας Παπαδόπουλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Σταύρος Μπελεσάκος, Φωτοσύνθεσις

Το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος θα ήθελε να ευχαριστήσει θερμά τον κ. Σπύρο Γαούτση για την παραχώρηση φωτογραφικού υλικού από το προσωπικό του αρχείο.