logo
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Σαν πρόκες καρφώνονται οι λέξεις

Το Αρχείο Προφορικής Ιστορίας του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος (ΑΠΙ).

Μια έκθεση εγκατάσταση του ΕΜΕ

Το Αρχείο Προφορικής Ιστορίας (ΑΠΙ) του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος είχε μια μικρή, απλή αρχή, όπως πολλά πράγματα στη ζωή. Ο αρχικός πυρήνας των πρώτων δώδεκα συνεντεύξεων συγκροτήθηκε το 2001-2002 με αφορμή την περιοδική έκθεση του Μουσείου «Κρυμμένα Παιδιά στην Ελλάδα της Κατοχής». Με την οργάνωση και τεκμηρίωση τους, το Εβραϊκό Μουσείο έθεσε τα θεμέλια του ΑΠΙ, χωρίς να γνωρίζει, σε εκείνο το χρονικό σημείο, την εξέλιξη και την έκταση που αυτό θα αποκτούσε μέσα σε λίγα μόνο χρόνια.

Καθώς το πλήρωμα του χρόνου αφαιρεί σταδιακά την παρουσία των επιβιωσάντων από κοντά μας, η αποτύπωση της ζωντανής εικόνας τους, η έκφραση και ο λόγος τους, οι αναμνήσεις και οι σκέψεις τους αποκτούν κομβικό ρόλο στην προσπάθεια του Μουσείου να διηγηθεί την ιστορία «από τα κάτω», να μεταδώσει την ιστορική αφήγηση από τον άνθρωπο του τότε στον άνθρωπο του σήμερα, ο οποίος αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπος τόσο με την αμεσότητα, όσο και με την υποκειμενικότητα που κρύβει κάθε μαρτυρία.

Σήμερα, στις μαρτυρίες που έχουν εκδοθεί με τη μορφή βιβλίου προστίθενται οι ηχητικές και οπτικοακουστικές πηγές, οι ψηφιακές αποτυπώσεις, η παρουσίαση ολογραμμάτων των μαρτύρων, ενώ το μέλλον επιφυλάσσει πιθανώς κι άλλες δυνατότητες. Ευτυχώς, γιατί οι μαρτυρίες αυτές είναι ανεκτίμητα κειμήλια της ανθρωπότητας, πολύτιμη παρακαταθήκη μνήμης για τις επόμενες γενιές, και ως τέτοιες, θα παραμείνουν για πάντα σχετικές και επίκαιρες.

Ζανέτ Μπαττίνου
Διευθύντρια ΕΜΕ

Το Αρχείο Προφορικής Ιστορίας (ΑΠΙ) σήμερα περιέχει ένα σύνολο 125 συνεντεύξεων, 69 ανδρών και 55 γυναικών, 14 σε ηχητική μορφή, ενώ οι υπόλοιπες σε οπτικοακουστική, κεντρικό θέμα των οποίων είναι οι καταθέσεις ζωής Εβραίων από όλες τις κοινότητες της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα σύνολο άνω των 200 ωρών. Το 30% περίπου των συνεντεύξεων αφορούν άτομα από την προπολεμική Θεσσαλονίκη με την πολυπληθέστερη ισραηλιτική κοινότητα της χώρας προπολεμικά. Υπάρχουν, επίσης, μαρτυρίες από τα Iωάννινα, την Αθήνα, τα Τρίκαλα, τον Βόλο, τη Λάρισα, τη Χαλκίδα και τη Ζάκυνθο. Σημαντικά επιπλέον στοιχεία προσφέρουν οι συνεντεύξεις των εξαιρετικά ολιγάριθμων Εβραίων που επιβίωσαν από τη βουλγαροκρατούμενη ζώνη Κατοχής στην Βόρεια Ελλάδα. Γύρω από τον κεντρικό θεματικό άξονα, διενεργήθηκαν και συνεντεύξεις με χριστιανούς φίλους και γείτονες των Εβραίων συμπολιτών τους, με άλλους μη Εβραίους που συνέβαλαν στη σωτηρία των διωκόμενων, αλλά και με εκείνους που υπήρξαν μάρτυρες των ίδιων των διωγμών.

Το σύνολο των μαρτυριών μάς επιτρέπει να δούμε μια ποικιλία των εμπειριών και στάσεων απέναντι στο διωγμό, όπως τα στρατόπεδα εξόντωσης και συγκέντρωσης, τη ζωή «εν κρυπτώ», τη συμμετοχή στην Αντίσταση και τη διαφυγή στη Μέση Ανατολή, το θέμα της καταναγκαστικής εργασίας. Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων Εβραίων εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης, η πλειοψηφία των συνεντεύξεων δεν αντανακλά αυτή την πραγματικότητα, καθώς οι περισσότερες συνεντεύξεις του Αρχείου προέρχονται κυρίως από κρυμμένους και αντιστασιακούς, τις δύο δηλαδή αριθμητικά μικρότερες ομάδες. Οι διαφορετικές συνεντεύξεις αναδεικνύουν όχι μόνο πολλές και διαφορετικές πτυχές του βιώματος του διωγμού, αλλά επιτρέπουν και την πλαισίωση αυτών των εμπειριών από σύγχρονες μαρτυρίες ανθρώπων του περιβάλλοντος χώρου.

Κάθε μαρτυρία συμβάλλει ουσιαστικά στην υποστήριξη της ανθρωποκεντρικής θεώρησης της ιστορίας και της αφήγησης «από τα κάτω», δηλαδή μέσα από τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις των ίδιων των ανθρώπων που έζησαν το ιστορικό παρελθόν. Η ύπαρξη ενός συνόλου μαρτυριών επιτρέπει τη συγγραφή μιας κοινωνικής ιστορίας του διωγμού των Ελλήνων Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δίνοντας έμφαση περισσότερο στη φωνή των θυμάτων και λιγότερο στις ίδιες τις διαδικασίες εκδίωξης και τις πρακτικές εξόντωσης. Στις μαρτυρίες για τον διωγμό συνυπάρχει τόσο το πώς βιώθηκε αυτός όσο και το πώς έγινε, βγάζοντας οριστικά τουλάχιστον αυτά τα θύματα από την ανωνυμία. Οι μαρτυρίες προσφέρουν στοιχεία ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και χρήσιμα για την προσπάθεια ανάλυσης, κατανόησης και ερμηνείας του ρόλου των ατόμων στο ιστορικό γίγνεσθαι και, ταυτόχρονα, καταδεικνύουν με τον πιο εναργή τρόπο τον πλουραλισμό των εμπειριών του ιστορικού παρελθόντος. Επιπλέον, αποτελούν εξαιρετικά σημαντική πηγή προσωπικών και οικογενειακών ιστοριών, που εμπλουτίζουν τα εκθέματα του ΕΜΕ και μετατρέπουν την ενίοτε απρόσωπη ιστορία σε προσωπική.

Είναι προφανές ότι η αξία κάθε μαρτυρίας αναμένεται να πολλαπλασιαστεί, καθώς ο φυσικός κύκλος της ζωής των μαρτύρων ολοένα και κλείνει.

Βιογραφικό:

Ο Ιακώβ Μαέστρο γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Ο πατέρας του Ισαάκ Μαέστρο πέθανε το 1934 αφήνοντας την οικογένεια χωρίς πόρους. Έτσι, όλα τα μέλη της, η μητέρα του Γράτσια, το γένος Σούρες, ο αδερφός του Ντανιέλ, και οι δύο αδερφές του αναγκάστηκαν να εργαστούν για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία. Ο Ιακώβ δούλευε από εφτά χρονών, ως βοηθός σε ένα κατάστημα τροφίμων. Η οικογένεια ζούσε στα λεγόμενα παραπήγματα των κρεοπωλών στη συνοικία Βαρώνου Χιρς κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, που μετατράπηκε σε διαμετακομιστικό στρατόπεδο για τους εκτοπισμούς των Εβραίων της πόλης. Με εξαίρεση τη μεγάλη του αδερφή, που είχε ήδη αρραβωνιαστεί και κατοικούσε εκτός της περιοχής, όλη του η οικογένεια συνελήφθη και εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς με την πρώτη αποστολή στις 15 Μαρτίου 1943. Ο Ιακώβ κρατήθηκε διαδοχικά στο Άουσβιτς και στο Μαουτχάουζεν. Απελευθερώθηκε στις 5 Μαΐου του 1945 και το 1946 μετανάστευσε στην Παλαιστίνη, που τότε τελούσε υπό βρετανική εντολή. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ισραήλ και το 1949 παντρεύτηκε την Εστέρ Σίλβας, θεσσαλονικιά Εβραία που είχε μεταναστεύσει εκεί πριν τον πόλεμο.

Τη συνέντευξη πήραν ο Αλέξης Μενεξιάδης και ο Ιάσονας Χανδρινός το 2010 στο σπίτι του στο Ισραήλ.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Συνοικία Βαρώνου Χιρς

Το κλείσανε γύρω γύρω και το κάνανε γκέτο. Φτιάξανε φράχτη και το κλείσανε. Δεν μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν. Δεν μπορώ να σας πω πολλά γι’ αυτό γιατί ήμουν στο πρώτο τρανσπόρ. Μπήκαμε στα βαγόνια. Μια βδομάδα στα βαγόνια χωρίς φαΐ τίποτα. Μόνο δυο φορές μας βγάλανε έξω να κάνουμε τα απαιτούμενα. Και φτάσαμε στην Πολωνία. Όλη η οικογένεια στο ίδιο βαγόνι. Εκτός από τη μία αδερφή μου που δεν ήταν μαζί. […] Όταν φτάσαμε εκεί πέρα μας χωρίσανε. Αγόρια και άνδρες έως 45 ετών μαζευτήκαμε σε ένα μέρος. Γυναίκες το ίδιο. Τα ρέστα –γέροι, μικρά, γυναίκες – ανεβήκανε στα φορτηγά. Και από τα φορτηγά κατ’ ευθείαν στα αέρια.

Μέσα στο στρατόπεδο

Μέναμε στο Μπλοκ 9Α [στο Άουσβιτς Ι]. Όλοι οι Έλληνες που φτάσαμε μαζί. Στο Άουσβιτς δε φτάσανε άλλοι. Στο Μπίρκεναου φτάσανε. Και για μας που φτάσαμε στο Άουσβιτς ήταν καλή τύχη, διότι το Άουσβιτς μπροστά στο Μπίρκεναου ήταν, πώς να σου πω, παράδεισος.

Βιογραφικό:

Η Εσθήρ (Νάκη) Ματαθία-Μπέγα γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1927. Ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας και είχε δύο αδερφές μεγαλύτερες, την Άννα και την Αλλέγρη. Ο πατέρας της, Ματαθίας Ματαθίας, ασκούσε διάφορα επαγγέλματα. Ήταν μικροπωλητής στις λαϊκές, έφτιαχνε νήματα κ.λπ. Η μητέρα της ονομαζόταν Μυριάμ (Μαρίκα). Το πατρικό της σπίτι βρισκόταν κοντά στην κεντρική πλατεία, ένα τετράγωνο μακριά από τη μεγάλη συναγωγή και ακριβώς απέναντι από τη μικρή συναγωγή. Στην Κατοχή, όταν ξεκίνησαν οι διώξεις, οι γυναίκες της οικογένειας κρύφτηκαν στο χωριό Κόρμποβο (σημερινά Λαγκάδια), ωστόσο συνέχισαν να πηγαινοέρχονται στα Τρίκαλα, όπου είχε παραμείνει ο πατέρας. Έτσι, πιθανόν μετά από προδοσία των γειτόνων τους, η Νάκη, η μητέρα της και οι δύο αδερφές της συνελήφθησαν μαζί με τους υπόλοιπους Εβραίους της πόλης στις 24 Μαρτίου του 1944 και οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Κατά τις τελευταίες μέρες του πολέμου υποχρεώθηκε σε πορεία θανάτου. Ήταν η μόνη από τις γυναίκες της οικογένειάς της που επιβίωσε. Μετά την απελευθέρωση, ξαναβρήκε τον πατέρα της, ο οποίος ωστόσο σύντομα πέθανε. Μετά τον γάμο της με τον Αλμπέρτο Μπέγα εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα, όπου ζει μέχρι σήμερα.

Την συνέντευξη πήρε η Ελένη Μπεζέ το 2016 στο σπίτι της στη Λάρισα.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Είσοδος στο Μπίρκεναου, ετών 17

Μόλις κατεβήκαμε από τα τραίνα κάναν διαλογή. Τους ηλικιωμένους τούς βάλαν στα αυτοκίνητα. Θα ανταμώστε [μας είπαν]. Εγώ με τις αδελφές μου μας πήγαν στο μπάνιο. Εκεί μόλις πήγαμε μας βάλαν τον αριθμό. Μας κουρέψαν. […] Μας βγάλαν τα ρούχα και μας έδωσαν ό,τι παλιόρουχα είχαν. Μετά πήγαμε στα καταλύματα. […] Μαζί με τις [μεγαλύτερες] αδερφές μου δεν την ξαναείδαμε ποτέ [τη μητέρα μας]. Την πήγαν αμέσως στο κρεματόριο. […] Πρώτα είμασταν μαζί. Ύστερα μας χωρίσαν […] Το πρωί μάς σηκώναν πέντε η ώρα που δεν είχε ξημερώσει ακόμη. Μας βάζαν πέντε πέντε στη γραμμή για να μας μετρήσουν. Απέλ, λεγόταν αυτό. […] Ύστερα μας χώριζαν σε διάφορες δουλειές. […] Η μία αδερφή μου ήταν πολύ ευαίσθητη. Αρρώστησε, πήγε στο νοσοκομείο. Μια γνωστή μού είπε ότι την είδε που πέθανε.

«Πορεία θανάτου»

Μετά μας πήγαν σε άλλο στρατόπεδο […] Έμπαιναν, έβγαιναν, δεν ήξεραν τι να μας κάνουν. Σε άλλα στρατόπεδα τους σκοτώσαν. Άλλους τους θάψαν ζωντανούς. Εμάς μας πήραν μαζί τους και βαδίζαμε πέντε πέντε στη σειρά. Πάντα, πάντα στη σειρά. Και στη δουλειά που πηγαίναμε και με βήμα βήμα. Και περνούσαμε μπροστά από το νοσοκομείο. Και στα νοσοκομεία ήταν σωροί από πτώματα για να τους μαζέψουν. [Κλαίει]. […] Πολλές που είχαν θάρρος φεύγαν.

Βιογραφικό:

Ο Μορδοχάι Μάγιο γεννήθηκε το 1928 στην Καστοριά. Και οι δύο του γονείς, ο Γιακώβ και η Ρίφκα, το γένος Φαρατζή, ήταν καστοριανοί Εβραίοι. Είχε δύο μικρότερες αδερφές, τη Λίλη και την Εστέρ. Ο πατέρας του ήταν έμπορος υφασμάτων και το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στην περιοχή «Τούμπα». Η ζωή του Μορδοχάι ανατράπηκε ήδη από τις πρώτες στιγμές της κήρυξης του πολέμου. Αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο για να φροντίσει την οικογένεια, δεδομένης της επιστράτευσης. Τον Μάρτιο του 1944, οι γερμανικές αρχές κατοχής συνέλαβαν την οικογένειά του και τους εκτόπισαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Εκτός από τον Μορδοχάι, όλοι δολοφονήθηκαν στην πρώτη διαλογή. Τον Ιανουάριο του 1945, καθώς ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε στο Άουσβιτς ο Μορδοχάι μεταφέρθηκε στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, από όπου απελευθερώθηκε τον Απρίλιο του 1945 από τον βρετανικό στρατό. Επέστρεψε στην Καστοριά, όπου βρήκε την πατρική του περιουσία λεηλατημένη και το σπίτι του κατειλημμένο. Οι συνθήκες στην Καστοριά αμέσως μετά τον πόλεμο, την περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας, ήταν πολύ δύσκολες. Ο ίδιος φυλακίστηκε, επειδή τον φιλοξενούσε ένας φίλος του κομμουνιστής. Αργότερα, επιστρατεύθηκε και πολέμησε στον Γράμμο, όπου τραυματίστηκε. Το 1950 μετανάστευσε στο Ισραήλ. Υπηρέτησε για τρία χρόνια στο στρατό και το 1955 παντρεύτηκε τη Μάλκα, το γένος Μπεράχα, με καταγωγή από τη Βουλγαρία. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τη Ρίφκα, τον Γιακώβ, τον Άβι και τη Λίλη.

Τη συνέντευξη πήρε ο Ιάσονας Χανδρινός το 2010, παρουσία του Αλέξη Μενεξιάδη, στο Τσουρ Μωσέ στο Ισραήλ.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Άφιξη

14 χρονών ήμουν στο Άουσβιτς. 182086. Ονόματα δεν είχε εκεί πέρα. Κανένας από την οικογένειά μου [δε γλύτωσε]. Μόνος μου γλύτωσα. Πώς γλύτωσα… Ο θείος μου [Γιοσέφ Φαρατζή], ο αδερφός της μάνας μου, όταν σταμάτησαν τα βαγόνια κοντά στο Άουσβιτς και στο Μπίρκεναου [και] ήφεραν ανθρώπους από το Άουσβιτς να βοηθήσουν τους γέρους, είπε μια κουβέντα «κανένας να μην πει ότι είναι άρρωστος». Ποιος ήξερε… Δεν έβλεπες τίποτε. Νόμισαν ότι είναι μακριά [το στρατόπεδο]. Ούτε από εδώ έβλεπες ούτε από εκεί. Κι όλοι σχεδόν πήγαν με το αυτοκίνητο. Ο θείος μου με πήρε στο χέρι του και βγήκαν 150 άτομα στη δουλειά και 70 γυναίκες. Και τους είπε ότι ήμουν τσαγκάρης. Πέντε μέρες έκατσα με τον θείο μου. […] Από εκεί με πήγαν στο λάγκερ για τη δουλειά. Μόνος μου. Εγώ και άλλοι 50 -60. Ο θείος μου έμεινε εκεί πέρα τσαγκάρης. Κι εγώ δούλευα. Εκεί πέρα φτιάχναμε σπίτια, δρόμους, κανάλια, πηγάδια. […] Μόνο να μη σε δει [ο Γερμανός] να κάθεσαι. Ήμουν εκεί εφτά μήνες.

Επιστροφή

Όταν γύρισα από τη Γερμανία [Άουσβιτς], πήγα στο σπίτι μου και αυτός που καθόταν μέσα ήταν από ένα χωριό [από] που είχε φύγει. Του λέω αυτό είναι το σπίτι μου. Κι αυτός, τι με λέει, ότι το σπίτι σου είναι στην Παλαιστίνη […] Το σπίτι σου είναι στην Παλαιστίνη, δεν είναι δικό σου το σπίτι. Έτσι με είπε.

Βιογραφικό:

Η Ζανέτ Ναχμία γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1925 από τον Χαΐμ και τη Ρεβέκκα, το γένος Μορδοχάι. Η οικογένεια είχε έξι παιδιά και ζούσε μέσα στο κάστρο, απέναντι από τη συναγωγή. Ο πατέρας της διατηρούσε ταβέρνα. Η Ζανέτ πήγε σχολείο μέχρι την πέμπτη δημοτικού στην Alliance Israélite Universelle, και στη συνέχεια σταμάτησε για να βοηθάει τη μητέρα της στις δουλειές του πολυάριθμου νοικοκυριού τους. Τον Μάρτιο του 1943 οι Γερμανοί συνέλαβαν όλη την οικογένεια που εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Η Ζανέτ πέρασε από μία σειρά στρατοπέδων, το Μαουτχάουζεν, το Γκελενάου κ.ά. Επίσης, για ένα διάστημα υποχρεώθηκε σε καταναγκαστική εργασία σε εργοστάσιο στο Μπρεσλάου. Από όλη την οικογένεια επιβίωσε μόνο η ίδια και ο μεγαλύτερος αδερφός της Μιχαέλ. Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στα Γιάννενα και παντρεύτηκε πολύ σύντομα τον Ισραέλ Τσίτο, επίσης επιζήσαντα των στρατοπέδων, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Ζει μέχρι σήμερα στα Γιάννενα.

Τη συνέντευξη πήρε ο Αλέξης Μενεξιάδης το 2007 στο σπίτι της στα Γιάννενα.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Σύλληψη

Ένα πρωί μας χτύπησαν την πόρτα. Ανοίξαμε. Λέει «σε μισή ώρα θα ετοιμαστείτε γιατί φεύγετε. Σας διώχνουμε». Κλάματα η μητέρα μου. Θυμάμαι ο πατέρας μου της είπε «μην κλαις, έλα να συγκεντρωθούμε να δούμε τι θα κάνουμε». Πήραμε ρούχα να φορέσουμε, κουβέρτες. Ό,τι προλάβαμε μέσα σε μισή ώρα. […] Εκείνη την ημέρα φυσούσε, χιόνιζε. Ήρθαν τα αυτοκίνητα, τζιπς και μας πήρανε. Ήταν πολύς κόσμος. Μας πήγαν στη Λάρισα. Εκεί κάτσαμε οκτώ μέρες. […][Από]‘κεί μας πήγαν οι Γερμανοί στην Πολωνία.

Μέσα στο στρατόπεδο

Μάθαμε αναγκαστικά τα γερμανικά. Η μια με την άλλη. Λέξη τη λέξη. Μη ρωτάς τι πάθαμε και μ΄ αυτά. Λίγες κοπέλες πολύ λίγες ήταν μορφωμένες και ήξεραν γερμανικά. Και από αυτές μαθαίναμε μία μία λέξη.

«Πορεία θανάτου»

Μείναμε τρεις μήνες [στο Μπρέσλαου]. Ένα βράδυ, ώρα 12 μας ξύπνησαν. Ο πόλεμος ήταν κοντά. Ακούγαμε τα κανόνια. Μας πήρανε παραμέσα στη Γερμανία. Με τα πόδια. Μη ρωτάς. Από εκεί που ξεκινήσαμε, οι μισές έφτασαν. Τρία-τέσσερα μερόνυχτα να περπατάς, νηστικιά, χωρίς νερό, χωρίς τίποτα. Μέρα – νύχτα.

Η ζωή μετά

Στα παιδιά μου τα είπα πολλές φορές. Εγώ τους τάλεγα των παιδιών. Στενοχωριόνταν. Και με τον άντρα μου ωραία ζούσαμε μια χαρά. Καθόμασταν τα βράδια, όπως κάνει όλος ο κόσμος. Τα παιδιά κοιμόντανε και εμείς καθόμασταν λίγο. Ό,τι κουβέντα και να λέγαμε στο τέλος καταλήγαμε για τη Γερμανία. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ.

Βιογραφικά:

Η Παλόμπα (Παυλίνα) Ματαθία (ΠΜ) γεννήθηκε το 1937 στη Θεσσαλονίκη μαζί με τη δίδυμη αδερφή της Ρικέττα (Ρίνα) Κοέν (ΡΚ). Η οικογένεια απέκτησε δύο χρόνια αργότερα και μία τρίτη κόρη, τη Βίδα-Βέτα Μιωνή (ΒΜ). Η οικογένεια ήταν ευκατάστατη και ζούσε στο κέντρο της πόλης, στην οδό Τσιμισκή. Ο πατέρας τους, Σαμπετάι Κοέν, ήταν έμπορος νημάτων με καταγωγή από το Μοναστήρι, γιουγκοσλαβικής υπηκοότητας, εγκατεστημένος όμως οικογενειακά στη Θεσσαλονίκη. Μητέρα τους ήταν η Ζερμαίν, το γένος Ματαλών, τη οποίας ο πατέρας ήταν γιατρός με καταγωγή από τη Λάρισα. Στη διάρκεια τη Κατοχής, η οικογένεια εγκλείσθηκε στο γκέτο της Συγγρού με τη δραστήρια όμως αποφασιστικότητα του παππού Ματαλών διέφυγε με καΐκι από τη Μηχανιώνα και κατέφυγε στην Αθήνα. Αρχικά, οι γονείς τη νοίκιασαν ένα σπίτι, αντιλήφθηκαν όμως ότι οι γείτονές τους σκόπευαν να τους καταδώσουν. Τότε αναζήτησαν προστασία στο μοναστήρι των ελληνόρρυθμων καθολικών στην οδό Αχαρνών. Για περισσότερη προστασία τα τρία κορίτσια της οικογένειας τοποθετήθηκαν στο οικοτροφείο του Saint Joseph στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Παρά τις προσπάθειές τους, όμως, οι γονείς τη Βέτας συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς από το οποίο κατάφερε να επιστρέψει μόνο η μητέρα τους. Μετά την απελευθέρωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Η Παυλίνα Ματαθία σπούδασε στην Αμερική και έγινε καθηγήτρια στη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας (ΤΕΙ Αθηνών). Παντρεύτηκε τον Μωϋσή Ματαθία και απέκτησε τρία παιδιά, τον Ανδρέα, την Καρολίνα και τον Αλέξανδρο. Η Βέτα Μιωνή σπούδασε στην Ελβετία σε σχολή διερμηνέων και στη συνέχεια εργάστηκε στο εμπορικό τμήμα της πρεσβείας του Ισραήλ. Το 1967 παντρεύτηκε τον Χαΐμ-Βίκτωρα Μιωνή. Η Ρικέττα Κοέν έγινε φυσιοθεραπεύτρια και εργάστηκε στο νοσοκομείο παίδων «Αγία Σοφία».

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Στην κρυψώνα

ΒΜ: Η μητέρα μου σκέφτηκε ότι δεν ήταν σοφό να κρυβόμαστε όλοι μαζί κι αποφάσισε ότι τα παιδιά θα έπρεπε να τα βάλει στις καλόγριες. Οπότε πήγαν στις καλόγριες, SaintJoseph στη Χαριλάου Τρικούπη. Πήγε εκεί, μίλησε με τις καλόγριες, κι οι καλόγριες δέχτηκαν να πάρουν τις δυο αδερφές μου, αλλά εγώ ήμουν πολύ μικρή και δε με θέλανε. Και βρέθηκε μια καλόγρια, η soeur Marie du Carmel, η οποία είπε «δεν πειράζει, θα την αναλάβω εγώ». Πλήρωνε βεβαίως η μητέρα μου, κανονικά σαν σχολείο. Και μείναμε στις καλόγριες. Κι εκεί η μαμά ερχόταν και μας έβλεπε πάρα πολύ συχνά.

ΡΚ: Τα απογεύματα έρχονταν και μας βλέπανε η μαμά κι ο μπαμπάς. […] Από εκεί έχουμε αρκετές εικόνες. Περνούσαμε ωραία. […] Είχε μια εσωτερική αυλή, ήταν τα ορφανά που ήταν σε μια πίσω αυλή, πηγαίναμε στην εκκλησία, γυαλίζαμε τα μπρούντζα.

ΒΜ. Εμείς στην Κατοχή, μπορώ να πω, είμασταν αρκετά προστατευμένες από ανθρώπους που μας αγαπούσαν. Φρόντισαν η μητέρα και ο πατέρας μας να μη μας λείψει τίποτα. Ακόμη κι όταν τους πιάσαν οι Γερμανοί, είχαν μείνει πίσω χρήματα, με τα οποία εμείς συντηρηθήκαμε. […]

ΠΜ: Αυτά τα διαχειριζόταν η Ελένη Τουμπακάρη. Παρόλ’ αυτά βέβαια ήταν Κατοχή. Φαγητό δεν υπήρχε. Στις καλόγριες μας δίνανε ρεβίθια με μαμούνια. Έκανα να φάω ρεβίθια καμιά τριανταριά χρόνια. Το ωραίο φαγητό που μας δίνανε ήταν παντζάρια με σκόρδο.

Ο Ζάκης Χατζής γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1931, ήδη όμως πριν από τον πόλεμο η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Λέων με καταγωγή από τα Γιάννενα, και μητέρα του, η Σαρίνα, το γένος Σαμουήλ, από τα Τρίκαλα. Είχε δύο ακόμη μικρότερα αδέρφια, τη Χρυσούλα και τον Μωρίς. Μετά την έναρξη των αντιεβραϊκών μέτρων στην Αθήνα, ο πατέρας του αποφάσισε να φύγουν από την Αθήνα για τις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας που ελέγχονταν από τους αντάρτες. Στην προσπάθεια τους να βρουν ασφαλές καταφύγιο περιπλανήθηκαν σε διάφορους οικισμούς, στους Σοφάδες, το Σμόκοβο, την Καρδίτσα, αλλά τελικά κρύφτηκαν μέσα στην πόλη του Βόλου. Η απελευθέρωση τους βρήκε στον Αλμυρό Βόλου. Μεταπολεμικά, η οικογένεια εγκαταστάθηκε και πάλι στην Αθήνα. Το 1953 ο Ζάκης παντρεύτηκε την Άστρω (Μπέκη), Μπατή, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Απεβίωσε το 2018.

Η συνέντευξη έγινε το 2015 στο σπίτι του στην Αθήνα από τον Ιάσονα Χανδρινό.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

«Ελεύθερη Ελλάδα»

Και σε ένα από κεινα τα γκαζοζέν της εποχής, 22 άνθρωποι μπήκαμε και πηγαίναμε στην Καρδίτσα, εκεί που ήταν η Ελεύθερη Ελλάδα και εκεί δεν κινδυνεύαμε. Πού αλλού θα λέγαμε πως είμαστε Εβραίοι […] Εκεί θα ζούσαμε ελεύθεροι. Εμείς δεν είμαστε πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε κάνει, έτσι δύο-τρία μεγάλα πακέτα που έβαλε μέσα τα υφάσματα και τα οποία είχανε πέραση εκείνη την εποχή. Και θα μπορούσαμε, να ζήσουμε. […] 7 οκάδες στάρι, ένας πήχης ύφασμα. Αυτό ήταν πολύ χρήσιμο.

Γερμανικός έλεγχος

Όταν μπήκαμε στο λεωφορείο, δεν ξέραμε ο ένας τον άλλο. Μας είπε ο ένας, ο Αποστόλης, που ήταν ο οδηγός, […] εσείς θα καθίσετε μπροστά. Ούτε ξέραμε γιατί ούτε τίποτα. Εμείς νομίζαμε ότι μας έβαλε σαν καλύτερα γιατί μιλούσαμε πολύ καλά ελληνικά. Προχωρώντας […] στην Ελευσίνα είχε μεγάλο μπλόκο γερμανικό […] [Μας είχαν βγάλει ψεύτικες] ταυτότητες. Εμένα με λέγανε Γιαννάκη. Από Χατζής γίναμε Χατζιδάκης. Μπήκαν λοιπόν να κάνουν έλεγχο κι όπως κάναν έλεγχο και στους είκοσι δύο. Εγώ φαίνεται έβαλα τα κλάματα. Ο Γκεσταπίτης δεν πολυσκάλισε το πράγμα, μας κοίταξε, με χάιδεψε λίγο στο πρόσωπο τότε έβαλα [κι άλλο] τα κλάματα. [Ο γκεσταπίτης] πέταξε τις [ψεύτικες] ταυτότητες, ό,τι μας είχε πάρει […] και είπε προχωρήστε. Από εκεί και πέρα ήταν εύκολα τα πράγματα. Πολύ πιο εύκολα. Γινόντουσαν μπλόκα, αλλά τους έδινε μια κούτα από τσιγάρα. Ιταλοί ήταν μετά. Περνάγαμε, δε βαριέσαι.

Η Εστέρ Φλωρεντίν γεννήθηκε το 1932 στη Θεσσαλονίκη. Πατέρας της ήταν ο Μπεντσιόν Αλτσέχ και μητέρα της η Κλαίρη, το γένος Ματαλών. Είχε έναν μικρότερο αδερφό, τον Σολομώντα. Προπολεμικά η οικογένεια ζούσε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και ο πατέρας της διατηρούσε κατάστημα με υφάσματα. Μετά τον εγκλεισμό τους στο γκέτο, διέφυγαν στην Αθήνα και κρύφτηκαν σε διάφορα σπίτια, η Εστέρ χωριστά από τους γονείς της και τον μικρό της αδερφό. Το 1944 μετά από προδοσία οι γονείς της και ο μικρός της αδερφός συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς- Μπίρκεναου από το οποίο μόνο η μητέρα της επιβίωσε. Η ίδια το 1945 μετανάστευσε στην Παλαιστίνη όπου παρέμεινε μέχρι το 1950, οπότε επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Το 1951 παντρεύτηκε τον Θεσσαλονικιό Μωρίς Φλωρεντίν, που σώθηκε χάρη στη συμμετοχή του στην ένοπλη αντίσταση, και απέκτησε δύο παιδιά.

Η ηχητική συνέντευξη έγινε το 2007 στο σπίτι της στην Αθήνα από τον Αλέξη Μενεξιάδη.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Η απόφαση

Όταν σφίξανε τα πράγματα [στο γκέτο], καλό θα ήταν να φύγουμε από εκεί πέρα. Ένα πρωί μας είχε πει κάποιος ότι θα μας φυγάδευε. Και φύγαμε ξημερώματα και πήγαμε πάρα πολύ νωρίς κάπου που είχανε συνεννοηθεί φυσικά έναντι χρημάτων. Να μας πάει κάπου. Αυτός δεν ήρθε. Πήρε μεν τα χρήματα αλλά δεν ήρθε. Και έτσι αναγκαστήκαμε και γυρίσαμε στο σπίτι. Από εκεί και πέρα θυμάμαι ότι ψάχνανε για το πώς θα φύγουμε.

Η προδοσία

Ήταν Κυριακή πρωί. Εκείνο την Κυριακή [ο αδελφός μου] ήταν έτοιμος να τον πάει η μητέρα μου στο σπίτι της κυρίας που μέναμε [παλαιότερα] στην Κολιάτσου, στο πρώτο που είχαμε μείνει. Η κυρία αυτή θα έπαιρνε στην Κηφισιά τον αδελφό μου. Αυτοί είχανε σπίτι [εκεί], πού είναι το τέρμα του τραίνου, εκεί πέρα κάπου. […] Για να φύγει και ο μικρός από τη μέση. Αλλά δεν πρόλαβε. Η κυρία που έκρυβε την μητέρα μου και τον πατέρα μου τους πρόδωσε. Το καταλάβαμε μετά ότι αυτή τους πρόδωσε. Τον αδελφό μου η μητέρα μου τον είχε βγάλει από τη σκάλα. Ήταν ισόγειο. Ένας Έλληνας κι ένας Γερμανός μπήκαν στο σπίτι. Από ό,τι μας είπαν ο Έλληνας κατάλαβε ότι υπήρχε παιδί μες στο σπίτι, γιατί η μαμά μου είχε μαζέψει τα πράγματα για να τον πάει στην Κηφισιά και τον έβγαλε έξω. Η κόρη της κυρίας πήγε έξω και τον έφερε μέσα, οπότε τον πήρανε.

Βιογραφικό:

Ο Μίμης Μπέζας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931 από τον Μωύς και τη Σαρίνα, το γένος Μπαρούχ. Ο πατέρας του εμπορευόταν ποδήλατα και παράλληλα είχε ένα μικρό εργοστάσιο κατασκευής ανταλλακτικών. Η οικογένεια ζούσε στο κέντρο της πόλης. Αν και η οικογένεια παγιδεύτηκε στο γκέτο, κατάφερε να ξεφύγει λίγο πριν τον εκτοπισμό. Ωστόσο, η προσπάθειά τους να κρυφτούν τους υποχρέωσε σε μια μεγάλη περιπλάνηση με διαδοχικούς σταθμούς την Αθήνα, τα Γιάννενα, τα Τίρανα, την Ιταλία και τελικά την Αίγυπτο. Μετά την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά, η οικογένεια επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Ο Μίμης Μπέζας συνέχισε τις σπουδές του και αργότερα αφοσιώθηκε στην οικογενειακή επιχείρηση. Από το 1963 ζούσε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 2019.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Διαφυγή από τη Θεσσαλονίκη

Η μητέρα μου είχε δηλώσει το εξής «εάν έρθουν οι Γερμανοί, για να μας πάρουν, εγώ δεν πάω στην Πολωνία. Θα πηδήξω από το μπαλκόνι». Ένα βράδυ […] κοιμόμασταν και χτυπάει η πόρτα. Μπαμ, μπαμ, μπαμ. Η μάνα μου σηκώνεται και φεύγει φισέκι για το μπαλκόνι. Της λέει ο πατέρας μου, να πέσεις άμα θες, αλλά περίμενε να δούμε ποιος είναι. […] Κι απαντάει μια φωνή από πίσω, «Cest moi. Gaspar Gasparian. Είμαι εγώ ο Γκασπάρ Γκασπαριάν». Πελάτης και φίλος του πατέρα μου. Του ανοίγει ο πατέρας μου. [Τον ρωτάει] τι συμβαίνει. [Απαντά] «αύριο το πρωί σας παίρνουν. Ελάτε να φύγετε.» […] Ο άγγελος του Θεού μας έβγαλε από του λύκου το στόμα.

Η ιστορία με το καΐκι

Τα μεσάνυχτα κατεβαίνουμε στην παραλία [της Χειμάρρας] κι ανεβαίνουμε όλοι στο καΐκι. Κι ενώ ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, κατεβαίνουν οι αντάρτες οι βορειοηπειρώτες κι αρχίζουν να πυροβολούν στον αέρα. Λένε, δεν μπορείτε να φύγετε έτσι, θα πάρετε και μερικούς Ιταλούς, γιατί οι Ιταλοί στρατιώτες πλέον είχαν προσχωρήσει στο αντάρτικο το αλβανικό. […] Όλοι μιλούσαν ελληνικά. […] Το καΐκι ήταν αγορασμένο από μας. 25 Εβραίοι το πληρώσαμε. […] Μας υποχρεώνουν στο καΐκι αυτό που ήταν για 25 άτομα να βάλουμε κι άλλους εκατό Ιταλούς μέσα. Βάζουνε μπρος και ξεκινάμε. […] Το πρωί όταν ξημέρωσε, ο θείος ο Ισαάκ, ο οποίος κάτι ήξερε […] είπε «πού πάμε, εδώ είναι η Κέρκυρα» και αλλάζουμε ρότα και πάμε προς την άλλη πλευρά. […]στη μέση της Αδριατικής χαλάει η μηχανή. Πάμε να σηκώσουμε το πανί, σπάει το κατάρτι. Σάπιο το καΐκι που μας πουλήσανε οι αδερφοί μας οι Βορειοηπειρώτες. […] Το καΐκι να μπάζει νερά από παντού. Να αγκαλιαζόμαστε και να φιλιόμαστε και να λέμε τώρα θα πεθάνουμε,θα πνιγούμε εδώ πέρα μέσα στη θάλασσα που έχει σηκωθεί. […] Και τότε πάλι ο Θεός. Και τότε πέρασε από πάνω ένα αεροπλάνο. […] κουνάγαμε άσπρα μαντήλια στο αεροπλάνο. Δε μας ενδιέφερε τι, ιταλικό, γερμανικό. […] Να μας σώσουν. Πνιγόμασταν. Έτυχε να είναι αμερικάνικο. Δίνει σήμα. Βγαίνει καΐκι να μας μαζέψει και δίνει λάθος συντεταγμένες. Περνάει δεύτερη φορά. Ξανά πάλι μαντήλια. Ξαναδίνει συντεταγμένες και τις δίνει σωστές. Κι έρχεται ένα από εκείνα τα ναυαγοσωστικά. […] Μας παίρνει. Μας βάζουνε πάνω όλους. […] Και δέσαμε το καΐκι από πίσω. Μετά από τρία τέταρτα το καΐκι βούλιαξε. Και το σέρναμε βουλιαγμένο μέχρι το Μπρίντεζι.

Ο Παναγιώτης Τζιώρτσας γεννήθηκε στο Τιθρώνιο Φθιώτιδας το 1926. Πατέρας του ήταν ο Λεωνίδας και μητέρα του η Δέσπω, το γένος Κουτσομπέλη. Είχε μία μεγαλύτερη αδερφή την Ευσταθία. Το καλοκαίρι του 1941, ο πατέρας του δέχτηκε να κρύψει τρεις δραπέτες βρετανούς στρατιώτες, Εβραίους από την Παλαιστίνη που είχαν καταταγεί στον βρετανικό στρατό, τον Ααρών Γερουσαλμί, τον Μοσέ Βαϊνμπάουμ και τον Ασέρ Σβαρτς. Για περίπου δύο χρόνια, η οικογένεια ανέλαβε τη διατροφή και τη φιλοξενία τους. Ο νεαρός τότε Παναγιώτης είχε αναλάβει να τους πηγαίνει καθημερινά φαγητό στην σπηλιά, στην οποία κρύβονταν κατά τη διάρκεια της μέρας. Επίσης, ο πατέρας του Παναγιώτη μεσολάβησε για να εκδοθούν […]ψεύτικες ταυτότητες, ενώ συνόδευσε τους δύο από τους τρεις στην Αθήνα, προκειμένου να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Στην Αθήνα βρήκαν σπίτια συγγενών τους για να τους φιλοξενήσουν, τις αδερφές Μαρία Χολέβα και Κλεοπάτρα Μίνου. Αν και οι τρεις στρατιώτες συνελήφθησαν από τις κατοχικές αρχές στην προσπάθειά τους να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη, κατάφεραν να επιβιώσουν. Μετά τον πόλεμο αναζήτησαν τους ανθρώπους που φρόντισαν να τους κρύψουν και κράτησαν σταθερά επαφές με την οικογένεια Τζιώρτσα. Tο Yad Vashem αναγνώρισε το 1968 τη Μαρία Χολέβα και την Κλεοπάτρα Μίνου ως Δίκαιους των Εθνών και το 1989, τον Λεωνίδα, τη Δέσπω και τον Παναγιώτη Τζιώρτσα.

Την συνέντευξη πήρε ο Ιάσονας Χανδρινός το 2009 στο σπίτι του στην Αθήνα.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Σώζοντας τρεις αγγλοεβραίους στρατιώτες

Κατέβηκαν στο πρώτο χωριό, δεν τους δεχτήκανε, [εκεί] φοβόντουσαν επειδής περνάγανε οι Γερμανοί. Έρχονται στο χωριό μας, στο Τιθρώνιο. […] Ένας γνωστός μας λέει στο μακαρίτη τον πατέρα μου «έχουνε έρθει κάτι Εγγλέζοι στρατιώτες. Πηδήξανε κάτω από το τραίνο και έχουν έρθει στο καφενείο, στο μαγαζί». Σηκώνεται ο πατέρας μου και πάει στο καφενείο και τους χαιρέτησε. […] Ήθελε να τους κρατήσει, αλλά δεν μπορούσε να συνεννοηθεί αν θέλουν. Είχαμε ένα κουμπάρο, είχε ζήσει στην Αμερική κι ήξερε τα εγγλέζικα. Μπαλωμένος λεγότανε. […] Μιλήσανε. «Γιώργο [ο Μπαλωμένος] πες τους θέλουν να καθίσουν στο σπίτι μου. Εγώ ευχαρίστως να τους φιλοξενήσω. Εμένα δε με ενδιαφέρει, ή το κάψουν ή δεν το κάψουν είναι το ίδιο, αλλά εγώ θέλω να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους, αφού ήρθαν σε αυτό το σημείο. Το σπίτι ας το κάψουν, αλλά μην κάψουν το χωριό ολόκληρο». [Λένε κι αυτοί ότι] άμα θέλει ο μπαρμπα-Λεωνίδας δεχόμαστε να μείνουμε εδώ στο σπίτι. Πες τους, λέει πάλι,«θα μένουν εδώ στο σπίτι. Την ημέρα θα φεύγουν [… θα πηγαίνουν] σε ένα μέρος, σε μια σπηλιά. Θα τους πηγαίνει ο Πάνος». Πιτσιρικάς [εγώ], «Θα κάθονται όλη μέρα. Το μεσημέρι θα τους πηγαίνει [ο Πάνος] το φαγητό. Τα πάντα όλα. Και μόλις θα νυχτώνει, θα ‘ρχόνται στο σπίτι, θα κοιμώνται στο σπίτι. Και το πρωί θα φεύγουνε πάλι». Αυτή η δουλειά έγινε 1,5 χρόνο. Το ‘ξερε όλο το χωριό. Δεν τους πρόδωσε κανείς.

Η Σάρα Γεσούα, σύζυγος Μαρτσέλο Φόρτη, γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1927. Ο πατέρας της πέθανε νωρίς και η μητέρα της, Ζαφείρα, για να ζήσει την οικογένειά της έφτιαχνε ανδρικά καπέλα. Οργανώθηκε από νωρίς στην ΕΠΟΝ και όταν οι Γερμανοί ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης διέφυγε με τη μητέρα της στο χωριό Κούτρουλας στο οποίο παρουσιάστηκε με το όνομα Μαρίκα, ως η νέα δασκάλα. Πολύ σύντομα ανέλαβε δραστήριο ρόλο στην Αντίσταση στρατολογώντας γυναίκες. Μετά το τέλος του πολέμου, κατά τη διάρκεια της Λευκής Τρομοκρατίας, αντιμετώπισε πολλές διώξεις με αποτέλεσμα να καταφύγει στην Αθήνα, όπου προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές της, αλλά τη συλλάβανε. Όταν αποφυλακίστηκε, μετανάστευσε στην Παλαιστίνη.

Η συνέντευξη έγινε το 2010 στο σπίτι της στο Τελ Αβίβ από τον Ιάσονα Χανδρινό, παρουσία του Αλέξη Μενεξιάδη.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Ένοπλη αντίσταση

Θα ‘ρθεις μαζί μας [με τον ΕΛΑΣ]. Όπου θα πηγαίνουμε εμείς, θα είσαι κι εσύ αντάρτισσα. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή [ότι] ήθελαν εγώ να τους κάνω το τσάι. Αυτά, τους λέω, εγώ δεν θα τα κάνω ποτέ. Αν είναι εγώ να ‘ρθω μαζί σας, ό,τι κάνετε εσείς, θα κάνω κι εγώ. [Μου έλεγαν] Σαρίκα, δεν μπορείς, είσαι ένα κοριτσάκι, να κάνεις αυτό. Εγώ είπα δώστε μου ένα γαϊδουράκι. Εγώ δε θέλω τίποτα, μόνο ένα γαϊδούρι και μετά ξέρω εγώ τι θα κάνω. Σ’ όποιο χωριό θα πάτε θα χτυπάτε τις καμπάνες, όπως μιλάτε εσείς [οι αντάρτες], ο καπετάνιος, θα μου δώσετε και μένα να πω δυο λέξεις στις κοπέλες και στις γυναίκες. Κι έτσι άρχισε.

Όλα τα χωριά ήταν ώρες μακριά το ένα από το άλλο. Ξέρεις τι μας μάθανε οι αντάρτες να κάνουμε; Να ανεβαίνουμε στην κορφή από τα δέντρα. Ήταν τόσο πυκνά που αν ήσουνα πάνω δε σε βλέπουνε. Πρώτη φορά που ήμουνα πάνω, περνούσανε οι αλήτες με τους Γερμανούς κι εγώ φοβήθηκα. Ένας αντάρτης μού είπε δε σ’ ακούνε, δε σ’ ακούνε.

Διαφυγή στη Μέση Ανατολή

Από τους Τσακαίους φεύγαν οι Εβραίοι με μικρά πλοία, με βάρκες μεγάλες, μπορώ να σου πω, με μοτόρ. Μπορούσαν να πάνε από τους Τσακαίους στην Τουρκία. [Μου λέγανε οι Εβραίοι] Σαρίκα μίλησε στους αντάρτες να με περάσουν, να είμαι στη σειρά. Τι κάνανε οι αντάρτες. Τους μαζεύανε τους Εβραίους που θέλανε να φύγουνε και τους βάζανε σε μοναστήρια. Κι εκεί τους φέρανε να φάνε, να πιούνε. Αλλά τι; Τότε μου κάνανε ένα πράμα πολύ άσχημο, αλλά ήμουν αντάρτισσα, δεν ήμουνα Εβραία. Βάζανε σε κάθε Εβραίο που θα φεύγει να τον ψάχνουν πόσες λίρες έχει. Τουλάχιστον έπρεπε να δώσει πέντε λίρες ο καθένας. Είχαν δίκιο οι αντάρτες. Τους ταΐσανε. Πολλές φορές μείνανε εκεί πέρα δεκαπέντε μέρες. Τους ταΐζανε, τους κάνανε.

Ο Αλβέρτος-Αβραάμ γεννήθηκε το 1925 στον Βόλο. Πατέρας του ήταν ο Σαμουήλ, ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου που κατασκεύαζε κρεβάτια και ενός εμπορικού καταστήματος. Μητέρα του ήταν η Τζούλια, το γένος Φρανσές. Η οικογένεια απέκτησε τρία παιδιά, τον Βίκτωρ-Χαΐμ (γ. 1922), τον Αλβέρτο-Αβραάμ και τον Ιτσχάκ-Τζέικ (γ. 1931). Το σπίτι τους ήταν στην οδό Ρήγα Φεραίου. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η οικογένεια κρύφτηκε στο χωριό Κανάλια και διασώθηκε ολόκληρη. Ο Αλβέρτος κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ και υπηρέτησε σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Θεσσαλίας. Απολύθηκε από τον ΕΛΑΣ μετά τα Δεκεμβριανά. Επιστρέφοντας στον Βόλο ξεκίνησε και πάλι την οικογενειακή επιχείρηση, ενώ από το 1946 μέχρι το 1949 υπηρέτησε στο στρατό. Μετά τον πόλεμο, διάφορα μέλη της οικογένειάς του μετανάστευσαν στο Ισραήλ, με πρώτο τον μικρό του αδερφό Ιτσχάκ. Ο Αλβέρτος ήταν ο τελευταίος από την οικογένεια που εγκαταστάθηκε στο Ισραήλ το 1949. Εκεί ξανασυνάντησε τη μέλλουσα γυναίκα του, που είχε πρωτογνωρίσει σε κάποιο ταξίδι στην Αθήνα, και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 παντρεύτηκαν. Απέκτησαν δύο παιδιά. Στο Ισραήλ, συνέχισε την επαγγελματική ενασχόληση που είχε στην Ελλάδα ανοίγοντας με τον μεγάλο του αδερφό ένα εργοστάσιο κατασκευής κρεβατιών, ενώ αργότερα απέκτησε εμπορικό κατάστημα με έπιπλα.

Την συνέντευξη πήρε η Ελένη Μπεζέ το 2017 στο σπίτι του στο Ισραήλ.

Απόσπασμα της συνέντευξης:

Φυλώντας τσίλιες

Οι Γερμανοί έρχονταν στο χωριό για να κλέψουνε. Από το σχολείο ήμουν στην ΕΠΟΝ. Ήταν και ο [μεγαλύτερος] αδερφός μου στο ΕΑΜ. Ήμουν σε μια εκκλησία για να φυλάξουμε [να ειδοποιήσουμε] μην έρθουν οι Γερμανοί. Έτυχε, μια φορά [που] ήμουν στην Επάνω Κερασιά και ανεβήκαν οι Γερμανοί,[να μου πουν] οι χωριάτες στο δρόμο,[ότι] έρχονται οι Γερμανοί από τον Βόλο. Κι ειδοποίησα [τους αντάρτες] για να φύγουν. Και μετά ανέβηκα στο βουνό. Η ζωή σε κίνηση.

Συντελεστές Έκθεσης

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ Ζανέτ Μπαττίνου

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ Μαίρη Καπότση, Χριστίνα Μέρη

ΕΡΕΥΝΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ Αλεξάνδρα Πατρικίου

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Joshua Barley

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ Αλεξάνδρα Πατρικίου, Μαρία Βασιλικού

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ Μαίρη Καπότση, Χάγια Κοέν, Χριστίνα Μέρη

ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Χάγια Κοέν

ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Μαίρη Καπότση

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ Βικτωρία Κωστή

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Ελίζα Σολομών

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ Λεωνίδας Παπαδόπουλος

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ Οριέττα Τρέβεζα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ Σταύρος Μπελεσάκος, Φωτοσύνθεσις

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΡΟΘΗΚΩΝ Ηλίας Παπαγεωργίου & Συν.M+Y Glass Solutions

Στην έκθεση παρουσιάζονται φωτογραφικά πορτραίτα της Άρτεμης Αλκαλάη από τη συλλογή ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΒΡΑΙΟΙ ΕΠΙΖΩΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ, την οποία το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος ευχαριστεί θερμά.