logo
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Συναγωνιστής: Έλληνες Εβραίοι στην Εθνική Αντίσταση

Μετά την εποποιία του αλβανικού Μετώπου, η Ελλάδα υπέκυψε στις δυνάμεις της Βέρμαχτ (Απρίλιος 1941) και έζησε για τριάμισι έτη την πιο μαύρη σελίδα της νεότερης ιστορίας της.

Παρά την αφόρητη τρομοκρατία, τις εκτελέσεις και τον υποσιτισμό, οι Έλληνες στρατεύτηκαν μαζικά στην ιδέα της Αντίστασης.

Πολύ σύντομα στην ύπαιθρο εμφανίστηκαν ένοπλες ομάδες οι οποίες το 1943-1944 εξελίχθηκαν σε πραγματικούς αντάρτικους στρατούς που ήταν σε θέση να δίνουν κανονικές μάχες με τους κατακτητές.

Από αυτό τον επικό αγώνα που αγκάλιασε όλα τα στρώματα του πληθυσμού δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι Έλληνες Εβραίοι. Πέρα από τον πατριωτισμό, πρωταρχικά κίνητρα ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και φυσικά η διάθεση για εκδίκηση. Διάθεση που γεννήθηκε από την ακραία καταπίεση, τους διωγμούς, τις εκτελέσεις και, φυσικά, την απώλεια χιλιάδων ομοθρήσκων, συγγενών και φίλων.

Σύμφωνα με τις πηγές μας, περίπου 650 άνδρες και γυναίκες από όλες σχεδόν τις εβραϊκές κοινότητες της χώρας εντάχθηκαν οικειοθελώς στις αντιστασιακές οργανώσεις ή κατέφυγαν στους αντάρτες για να αποφύγουν τη μέγγενη των Ναζί. H έκθεση του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος, «Συναγωνιστής: Έλληνες Εβραίοι στην Εθνική Αντίσταση» επιχειρεί για πρώτη φορά να φωτίσει σε όλη της την έκταση μια ηρωική, όσο και ξεχασμένη σελίδα του ελληνικού εβραϊσμού. Να εξιστορήσει την ελληνική περίπτωση του αντιστασιακού αγώνα των Εβραίων εναντίον των δημίων τους την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Να τιμήσει ονομαστικά, μέσα από την παράθεση ιστορικών τεκμηρίων, ντοκουμέντων, εγγράφων, αντικειμένων της εποχής και, τέλος, 24 προσωπικών μαρτυριών που αφηγήθηκαν Έλληνες Εβραίοι αντιστασιακοί, όσους εκείνους τους μαύρους καιρούς, αρνήθηκαν να φορέσουν το κίτρινο άστρο. Τέλος, η αναφορά στα ονόματα των πεσόντων Εβραίων ανταρτών  είναι η δέουσα απόδοση τιμής σε όσους επέλεξαν τον ένδοξο θάνατο του πολεμιστή ραντίζοντας με το αίμα τους τις στάχτες χιλιάδων ομοθρήσκων τους που δολοφονήθηκαν από τους Ναζί.

Η διαδεδομένη αντίληψη πως οι εβραϊκοί πληθυσμοί της Ευρώπης οδηγήθηκαν σαν «πρόβατα επί σφαγή» στα στρατόπεδα εξόντωσης είναι ένας από τους μύθους της σύγχρονης ιστοριογραφίας.

Στον αντίποδα της υποταγής υπήρχε η επιλογή της μάχης. Κάπου 30.000 Εβραίοι πολέμησαν ως αντάρτες σε Σοβιετική Ένωση, Λευκορωσία, Ουκρανία, Λιθουανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και Ελλάδα. Στη Γιουγκοσλαβία, περίπου 5.000 εντάχθηκαν στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (Παρτιζάνοι), αριθμός που αντιστοιχούσε στο 7% του εβραϊκού πληθυσμού της χώρας. Στη Βουλγαρία, 460 Εβραίοι συμμετείχαν στην κομμουνιστική αντίσταση της χώρας και 125 σκοτώθηκαν ως αντάρτες. Στην ανατολική Ευρώπη δρούσαν ανεξάρτητες μονάδες και αποσπάσματα. Περίφημη είναι η ιστορία των Πολωνοεβραίων αδελφών Μπιέλσκι που το 1943 οργάνωσαν στα δάση της δυτικής Λευκορωσίας ένα ολόκληρο στρατόπεδο με 1.240 Εβραίους, αντάρτες και οικογένειες. Στη Δυτική Ευρώπη η συμμετοχή ήταν επίσης μεγάλη. Στη Γαλλία το κομμουνιστικό κόμμα στρατολόγησε πολλούς Εβραίους για το FTP-MOI (Francs-TireursetPartisans / Maind’ OeuvreImmigrée), μια ειδική οργάνωση στα αστικά κέντρα που τοποθετούσε βόμβες και εκτελούσε Γερμανούς αξιωματικούς και δοσιλόγους.

Διακριτή περίπτωση ήταν όσοι πήραν τα όπλα στην καρδιά του συστήματος βιομηχανικής εξόντωσης. Στα γκέττο και τα στρατόπεδα, η ίδια η επιβίωση ήταν αντιστασιακή πράξη, ενώ η εγγύτητα του θανάτου ωρίμαζε την ιδέα της εκδίκησης. Στην ανατολική Πολωνία, την Λιθουανία και τη Λευκορωσία, η εβραϊκή αντίσταση οδήγησε σε εξεγέρσεις 5 μεγάλα και 15 μικρά γκέττο, 5 μεγάλα στρατόπεδα και 18 στρατόπεδα εργασίας. Στην Κόβνα, το Μπιάλιστοκ, τη Βίλνα και το Μινσκ, χάρη σε ισχυρές αντιστασιακές ομάδες Εβραίων, μπόρεσαν να αποδράσουν στα δάση δεκάδες χιλιάδες ομοθρήσκων τους. Η επιλογή μιας αξιοπρεπούς ομαδικής θυσίας κατέληξε σε ένοπλες εξεγέρσεις και στα στρατόπεδα της Τρεμπλίνκα (2 Αυγούστου 1943), του Σομπιμπόρ (14 Οκτωβρίου 1943) και του Άουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου (7 Οκτωβρίου 1944), ενώ κορυφαία στιγμή ήταν η Εξέγερση στο Γκέττο της Βαρσοβίας. Τον Ιανουάριο του 1943, 750 μαχητές των ομάδων «Εβραϊκή Μαχητική Οργάνωση (ZydowskaOrganizacjaBojowa/ ZOB)» και «Εβραϊκή Στρατιωτική Ένωση (ZydowskiZwiazekWojskowy / ZZW)» εξεγέρθηκαν  χρησιμοποιώντας τα λίγα όπλα που είχαν συγκεντρώσει. Από τις 19 Απριλίου ως τις 16 Μαΐου, περίπου 13.000 Εβραίοι σκοτώθηκαν σε σκληρές μάχες δίνοντας ένα άφθαστο παράδειγμα γενναιότητας.

Υπολογίζεται πως περίπου 650 άνδρες και γυναίκες από όλες σχεδόν τις κοινότητες της χώρας εντάχθηκαν σε διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις ή έγιναν αντάρτες για να αποφύγουν τη μέγγενη των Ναζί. Η συντριπτική πλειοψηφία εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και το ένοπλο τμήμα του, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ).

Οι πρώτοι αντάρτες εμφανίστηκαν εκεί που χτύπησε πρώτα η ναζιστική λαίλαπα. Από τα τέλη του 1942 έως τον Μάιο του 1943, 250 Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διέφυγαν στα βουνά της Μακεδονίας ακολουθώντας τον ΕΛΑΣ. Η δεύτερη φάση ξεκινά με την ιταλική συνθηκολόγηση (8 Σεπτεμβρίου 1943) και την ανάληψη του ελέγχου όλης της χώρας από τους Γερμανούς. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1943, εκατοντάδες Εβραίοι των κοινοτήτων Χαλκίδας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Βόλου,  Λάρισας, Αγρινίου και Πάτρας εγκαταστάθηκαν με την προστασία του ΕΑΜ στα κοντινότερα βουνά, ενώ από την Αθήνα, περίπου 1.000 άτομα κατέφυγαν στην ορεινή Στερεά. Στην Ήπειρο, ελάχιστοι νεαροί διέφυγαν από τα Ιωάννινα για να ενωθούν με τους αντάρτες, ενώ κάποιοι Αρτινοί εντάχθηκαν στο Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ) του Ναπολέοντα Ζέρβα.

«Όσοι δεν πήραν τα όπλα, δούλευαν δίπλα στους χωρικούς σαν σύνδεσμοι, στις βοηθητικές υπηρεσίες. Οι πιο εγγράμματοι ανέλαβαν τις γραφικές υπηρεσίες, τον ανεφοδιασμό, τη συγκέντρωση τροφίμων. Οι τεχνίτες δούλευαν στα συνεργεία για την κατασκευή ρούχων, πηλικίων και αρβυλών. Οι γυναίκες έραβαν, έπλεκαν κάλτσες και σκούφους για τη «φανέλλα του αντάρτη» και οι νέες κοπέλες, σαν πιο μορφωμένες, ανέλαβαν τις πολιτιστικές εκδηλώσεις και τις θεατρικές παραστάσεις» (Ιωσήφ Μάτσας). Χάρη στη μόρφωσή τους, πολλοί διακρίθηκαν ως γιατροί, υπεύθυνοι επιμελητείας και επιτελικοί.

Συνολικά 91 Εβραίοι σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν ως μέλη της Αντίστασης. «Όλοι πέσανε πολεμώντας μέχρι την τελευταία σφαίρα, μέτωπο με μέτωπο με τον εχθρό, χωρίς να λιποψυχήσουν» (Ισαάκ Μωυσής). Η υπόμνησή των ονομάτων τους είναι η δέουσα τιμή σε όσους επέλεξαν τον ένδοξο θάνατο του πολεμιστή ραντίζοντας με το αίμα τους τις στάχτες χιλιάδων ομοθρήσκων τους που δολοφονήθηκαν από τους Ναζί. Η άγνωστη και συναρπαστική ιστορία τους είναι ένα αιώνιο μήνυμα αγώνα και θάρρους. Η άλλη όψη του Ολοκαυτώματος.

Από την Θεσσαλονίκη των 55.250 ψυχών, περίπου 400 βρέθηκαν στην ανταρτοκρατούμενη Ελλάδα. Εκτός από όσους βρίσκονταν ήδη σε άλλες περιοχές, μερικές δεκάδες εγκατέλειψαν ομαδικά την πόλη-γκέττο στα τέλη Μαρτίου. Ήταν τα αδέλφια Μωυσής, Σολομών και Ντόρα Μπουρλά, οι Ντικ Μπενβενίστε, Σαλτιέλ Γκαττένιο, Ισαάκ Εμμανουήλ, Ισαάκ Ντάσα, Δαβίδ Ααρών, Μωσέ Μπέλο, Μωσέ Σεγκόρα, Ντίνος καιΣαλβατώρ Οβαδίας, Σολομών Σαλτιέλ, Μωρίς Φλωρεντίν, Δάριο Ουζιέλ, Ιάκωβος Κούμερης, Φλώρα Περαχιά, Ερρίκος Πιπανό και άλλοι. Τις ίδιες μέρες, ο Γιακώβ Σαρφατή και ο Μεναχέμ Στρούμσα φυγάδευαν 114 άνδρες και γυναίκες από τη γερμανοκρατούμενη Βέροια. Στα μέσα Απριλίου, ο Ιωσήφ Μάτσας από τα Γιάννενα, καθηγητής στη Μεγάλη Βρύση Κιλκίς, κατέφυγε στα λημέρια του Πάικου. Είχε προηγηθεί ο Ισαάκ Μωϋσής, δραπέτης από καταναγκαστικά έργα στα Τέμπη, που συνάντησε τους αντάρτες τον Φεβρουάριο και έγινε ο πρώτος Εβραίος ΕΛΑΣίτης στο Βέρμιο.

Το Βέρμιο έγινε σημείο συγκέντρωσης. Έπειτα από ατέλειωτες μάχες και πορείες σε αλλεπάλληλους γερμανικούς κλοιούς, αντάρτες και περίπου 250 Εβραίοι έφτασαν στα χωριά των Γρεβενών. Εκεί κατανεμήθηκαν στους λόχους. Ο Ισαάκ Μωϋσής με ψευδώνυμο «Κίτσος», έγινε καπετάνιος λόχου στο 16ο Σύνταγμα, όπου εντάχθηκαν οι περισσότεροι. Η Νταίζη Καράσσο και η Ντόρα Μπουρλά («Ταρζάν») έγιναν διαφωτίστριες της ΕΠΟΝ, η Φανή Φλωρεντίν που ανέβηκε στο Πάικο με τον σύζυγό της Λεών Ματαλόν, έγινε νοσοκόμα στη Χ Μεραρχία: «Ακατάβλητη στις ταλαιπωρίες. Εμψύχωνε τους βραδυπορούντες και τους εξασθενημένους προσφέροντάς τους νερό από ένα μεγάλο παγούρι που κουβαλούσε μαζί με το υγειονομικό σακίδιο. Ακολουθούσε την φάλαγγα για να συμμαζεύει, όσους ξέμειναν αποκαμωμένοι» (Ιωσήφ Μάτσας). Τουλάχιστον 17 ήταν οι απώλειες των Εβραίων μαχητών. Πρώτη η Στέλλα Κοέν που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Γερμανούς στα Τάχνιστα Πιερίας (16 Απριλίου 1943). Ο Ηλίας Νισσήμ, βετεράνος του Οχυρού Ρούπελκαι ο Ιωσήφ Μπενσουσάν χάθηκαν στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (Ιούλιος 1944). Ο ηρωικός Μάρκος Καράσσο, απόφοιτος της Σχολής Ανθυπολοχαγών του ΕΛΑΣ  σκοτώθηκε στο Μουχαρέμ Χάνι (28 Ιουλίου 1944). Ο Ντίνος Οβαδίας ένα μήνα αργότερα και ο εικοσάχρονος Σολομών (Σάρδος) Μπουρλάς στο Σταυρό Βέροιας (27 Σεπτεμβρίου 1944). Ήταν η τελευταία μάχη στη Δυτική Μακεδονία. Οι Εβραίοι ΕΛΑΣίτες της Χ Μεραρχίας είχαν εκδικηθεί με το αίμα τους την καταστροφή της Θεσσαλονίκης.

Περισσότεροι από 100 Λαρισαίοι, Βολιώτες, Τρικαλινοί και Καρδιτσιώτες δραστηριοποιήθηκαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Η Λουίζα Νεγρίν συνελήφθη και φυλακίστηκε από τους Ιταλούς σε συλλαλητήριο στη Λάρισα τον Μάρτιο του 1943. Η Αλλέγρα Φελούς – Καπέτα από τα Τρίκαλα, στέλεχος του ΚΚΕ από τον Μεσοπόλεμο, αναδείχθηκε από το 1942 σε καθοδηγήτρια του ΕΑΜ στη Δυτική Θεσσαλία. Ο Δαβίδ Λεβής από το Βόλο, στέλεχος του ΕΑΜ, αναμίχθηκε σε θέματα αυτοδιοίκησης στις ελεύθερες περιοχές, ενώ η διάσωση της κοινότητας Βόλου υπήρξε και δικό του έργο. Ο τραπεζικός Ελιέζερ (Λάζαρος) Αζαριά από τη Βέροια έγινε υπεύθυνος της «Επιμελητείας του Αντάρτη (ΕΤΑ)» Θεσσαλίας και μέλος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), της «Κυβέρνησης του Βουνού» που σχημάτισε το ΕΑΜ.

Μετά την κατάρρευση των Ιταλών, πολλοί από τους φυγάδες των πόλεων πλαισίωσαν την ΕΠΟΝ και την Ι Μεραρχία Θεσσαλίας του ΕΛΑΣ: Από τα Τρίκαλα οι Αλβέρτος και Βενιαμίν Νεγρίν, ο Σόλων Λεβή, ο Ηλίας και η Λουίζα Φελούς. Από τη Λάρισα ο ανθυπολοχαγός, Σαμουήλ Ασκεναζί που αναδείχθηκε σε διοικητή λόχου, ο Εσδράς Μωυσής, κορυφαίο στέλεχος της ΕΠΟΝ Μαγνησίας, ο Ραφαήλ Φιλοσώφ, κι ο Ιακώβ Φελούς. Μαζί με τους Λαρισαίους Ισαάκ και Αλβέρτο Λαζάρ, στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων, διακρίθηκαν τα αδέλφια Μορδοχάι και Αλβέρτος Σάλεμ από την Θεσσαλονίκη. Ατρόμητος στις μάχες, ο Βενιαμίν Νεγρίν («Βάιος») του 1/38 Συντάγματος, τραυματίστηκε βαριά σε μια νυχτερινή επίθεση στο Παλιομονάστηρο Τρικάλων (13 Απριλίου 1944). Πέθανε το 1945 από τα τραύματά του. Πρώτος νεκρός ήταν ο Ιακώβ Μπεράχα από τα Τρίκαλα που σκοτώθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1943 στη Μάχη της Μεσοχώρας.

Δεκάδες Βολιώτες πλαισίωσαν το 54ο Σύνταγμα που ανέπτυξε έντονη πολεμική δράση στην ανατολική Θεσσαλία: Ηλίας Κονές, Αλβέρτος Αμών, Πέπος Σιακκής, Ζακίνος Μιζάν, Χαίμ Μιζραχής, Ζαχαρίας Τορόν, τα αδέλφια Σαλβατώρ, Άννα, Ραχήλ, Ροζίτα και Χαίμ ΚοένΡαφαήλ Φρεζής, Αβραάμ Οβαδίας, Μωυσής Μόρδος, Μανώλης Φαραντζής, Μωϋσής Ιεσουλάς, Ζάχος Λεβής, Ηλίας Καπέτας και άλλοι. Ως νοσοκόμες του Συντάγματος, διακρίθηκαν η Άννα Κοέν και η Έλλη Σιακκή. Στους ήρωες ανήκαν ο Σάββας Ιακώβου (52ο Σύνταγμα) που σκοτώθηκε στις 17 Απριλίου 1944 στη Ρεντίνα Αγράφων και ο 18χρονος Λέων Σιακκής του ΙΙΙ/54 Τάγματος που έπεσε στη Μάχη του Καραλάρ (Ελευθέριο) Λάρισας (29 Ιουνίου 1944). Στη Θεσσαλία, περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή, οι τύχες των Εβραίων ζυμώθηκαν με τους ηρωισμούς της Αντίστασης. Μια εμπειρία που ακύρωσε γι αυτούς τη φρίκη του Ολοκαυτώματος.

Στη Στερεά χτυπούσε η καρδιά της «Ελεύθερης Ελλάδας». Εκεί βρισκόταν το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, πέντε συντάγματα ανταρτών και ένα τεράστιο οργανωτικό δίκτυο. Σε διάστημα 15 μηνών, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν είκοσι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις με μονάδες ειδικές στον ανταρτοπόλεμο (Ορεινοί Κυνηγοί, Βάφφεν Ες-Ες, Μεραρχία Μπράντεμπουργκ). Η περιοχή από την Πάρνηθα ως το Καρπενήσι σημαδεύτηκε από αναρίθμητες μάχες, σφαγές αμάχων και καταστροφές χωριών.

Στα τοπικά τμήματα του ΕΛΑΣ καταγράφεται μεγάλη συγκέντρωση Εβραίων, κυρίως φυγάδες από την Αθήνα, που προωθούνταν στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή. Η αντιπροσώπευση ήταν και ποιοτική. Σε επιτελικές θέσεις στην VΤαξιαρχία και την ΧΙΙΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ βρέθηκαν αντίστοιχα οι Θεσσαλονικείς Ίντο Σίμσι («Μακαμπής») και Αλβέρτος Μπενρουμπή. Ο Λουί Κοέν («Κρόνος») από την Ξάνθη και ο Δαβίδ Μπρούδο από την Θεσσαλονίκη έκαναν θαύματα, ως υπεύθυνοι της Επιμελητείας του Τάγματος Παρνασσίδας. Οι Μανώλης Αρούχ και Αλβέρτος Κοέν («Βλαδίμηρος») έγιναν πασίγνωστοι ως γιατροί αντάρτικων ταγμάτων στην Φωκίδα. «Ο Βλαδίμηρος όλη την ώρα στο πόδι, γελαστός. Έχανε το γέλιο του μόνο όταν είχε να κάμει με δύσκολες περιπτώσεις, τότε αφοσιωνόταν ολόκληρος να σώσει τον τραυματία» (Δημήτρης Δημητρίου-Νικηφόρος).

Στους διακριθέντες ήταν οι Σαλβατώρ Μπακόλας («Σωτήρης»), Γιομτώβ Μοσέ και Ραφαήλ Μάλτης από τα Γιάννενα, ο Μασλάχ Κοέν, ο Σίμος Βαλλεστάιν από την ΕΠΟΝ Αθήνας, ο Αθηναίος Ιάκωβος Γιουσουρούμ και ο Θεσσαλονικιός Τζιάκο Καράσσο στο 36 Σύνταγμα και ο 16χρονος αδελφός του Λούι Κοέν, Γιτσχάκ («Κρονάκος»). Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Γιοχανάς Χατζής («Σκουφάς») από την Άρτα με τους Λεών Μείρ, Μωσέ Κοέν («Ανδρούτσος»), Άρη Καζέ («Κολοκοτρώνη»), Βίκτωρ Μπατή, Σλόμο Ματσίλ και έναν πολυβολητή ονόματι Καπόν πολεμούσαν στο ΙΙ Τάγμα του 34 Συντάγματος. Σχεδόν όλοι τραυματίστηκαν σε μάχες, ενώ ο «Σκουφάς» έπεσε στη Μάχη της Άμφισσας (2 Ιουλίου 1944) ως διοικητής διμοιρίας. Την υπέρτατη θυσία προσέφεραν ακόμα τρεις Ισραηλίτες. Ο Ροβέρτος Μητράνι («Ιπποκράτης»), φοιτητής ιατρικής από τις Σέρρες, με τους Δαβίδ Κοέν από την Πρέβεζα και Δαβίδ Ρούσο από την Αθήνα σκοτώθηκαν, μαζί με 29 ακόμα αντάρτες του Τάγματος Παρνασσίδας, σε γερμανική ενέδρα στην Αγία Τριάδα Καλοσκοπής Φωκίδας (5 Ιανουαρίου 1944). Τα οστά τους βρίσκονται σήμερα θαμμένα στο ίδιο σημείο, ανακατεμένα με αυτά των χριστιανών συμπολεμιστών τους, σαν υπόμνηση ενός ηρωικού και πανανθρώπινου ιδανικού.

Στην Ήπειρο, η γερμανική πίεση, η δυσκολία του εδάφους και η συνοχή των κοινοτήτων είχαν σαν αποτέλεσμα ελάχιστοι Γιαννιώτες και Αρτινοί να βρεθούν έξω από τον κλοιό, που άρχισε να σχηματίζεται από τον Σεπτέμβριο του 1943. Από το 1942, στον παράνομο Τύπο του ΕΑΜ συνέβαλε τα μέγιστα ο τυπογράφος Αβραάμ Καλέφ-Εζρά. Οι «απείθαρχοι» νεαροί Σαμουήλ Κοένκαι Σιών Μπακόλας πήραν την τολμηρή απόφαση να εγκαταλείψουν τα Ιωάννινα και έγιναν οι πρώτοι Εβραίοι αντάρτες (Οκτώβριος 1943) στην περιοχή Πωγωνίου. Πέντε μήνες μετά, τους ακολούθησαν οκτώ δραπέτες του στρατοπέδου της Λάρισας, Μωυσής Μιγιονής (Κατσαμπάς), Αβραάμ (Έμπης) Σβώλης, Γεσουά Μάτσας, Μιχάλης Βαλαής, Μιχάλης Κοέν, Ιακώβ Γκερσόν, Χαΐμ Μάτσας καιΣολομών Μάτσας. Όλοι υπηρέτησαν στα συντάγματα 15, 85 και 3/40 του ΕΛΑΣ, από τα Ζαγόρια έως την Άρτα.Στην περιοχή Κόνιτσας βρέθηκε κι ο 20χρονος Ιάκωβος Μπαλέστρας, ίσως ο μοναδικός Κερκυραίος που πέρασε στην Ήπειρο για να πολεμήσει τους Γερμανούς.

Στον Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο (ΕΔΕΣ-ΕΟΕΑ) του Ναπολέοντα Ζέρβα οργανώθηκαν δύο γιατροί: ο στρατιωτικός γιατρός Ερρίκος Λεβήπου, από τα κατεχόμενα Γιάννενα, έστελνε πληροφορίες στους αντάρτες μέχρι τον Μάρτιο του 1944, που εκοπίστηκε με την υπόλοιπη κοινότητα και ο Μιχαήλ Νεγρίν, ο οποίος κατάφερε να βγει στο βουνό και μάλιστα περιέθαλψε Γερμανούς τραυματίες στη Μάχη της Μενίνας (17 Αυγούστου 1944).

Η κοινότητα Άρτας είχε επίσης φωτεινές εξαιρέσεις. Στους λίγους που πήραν την απόφαση για το βουνό ήταν ο γιατρός Λάζαρος Ελιέζερ, με τους Ηλίακαι Ισαάκ Ελιέζερ, που στα τέλη του 1943 ενώθηκαν με τους Eαμίτες αντάρτες στη Χώσεψη. Ο Ελιέζερ προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες, ενώ σε μάχες του ΕΛΑΣ πήραν μέρος και οι ΤζάνιΜιζάν, Σαμουήλ Σούσηςκαι Βιδάλ Μεγίρ, Ιωσήφ Βιτάλ, Τσαντίκος Σαδίκκαι ο Σάββας Ίσσηςπου μεταπολεμικά εκτελέστηκε ως «κομμουνιστής». Στην οργάνωση του ΕΔΕΣ στην πόλη της Άρτας, δραστηριοποιήθηκε ο 16χρονος Εμίλ Σαμπάςπου ένα βράδυ, έσκισε μόνος του όλες τις γερμανικές προκηρύξεις μέχρι το γερμανικό στρατιωτικό διοικητήριο εκπλήσσοντας τους χριστιανούς φίλους του. Άλλοι Εδεσίτες ήταν ο Δαβίδ Ναχμίαςπου ανήκε στην προσωπική φρουρά του Ζέρβα, και οι Χατζής Δαβίδκαι Δανιήλ Ιερεμίαςπου έδρασαν στα Τζουμέρκα με την ομάδα του οπλαρχηγού Σπύρου Κολονίκη (Καραμπίνα).

Εξίσου ισχυρές με τις σφαίρες, ήταν οι λέξεις της Αντίστασης. Χιλιάδες προκηρύξεις και εκατοντάδες έντυπα κυκλοφορούσαν παράνομα σε χωριά και κατεχόμενες πόλεις. Η αυστηρή λογοκρισία καθιστούσε επιτακτική την έκδοση αντιστασιακών εφημερίδων και οι τυπογράφοι έδιναν το δικό τους αγώνα για την ενημέρωση και εμψύχωση του λαού.

Ο Αβραάμ Καλεφ-Εζρά γεννήθηκε το 1913 στα Ιωάννινα. Λόγω γραφειοκρατικού λάθους, κράτησε το παρωνύμιο της οικογένειας (Καλέφ-Εζρά) αντί του οικογενειακού επιθέτου (Μπαρούχ). Επιστρέφοντας από το αλβανικό μέτωπο, εργάστηκε στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Ιωαννίνων. Το 1942 διέφυγε με ψεύτικο όνομα «Ιωάννης Κωνσταντίνου» στα χωριά της Πρέβεζας και εντάχθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ. Από τις αρχές του 1943 ως την Απελευθέρωση έδρασε ως τυπογράφος και υπεύθυνος έκδοσης εαμικών εφημερίδων στην ανταρτοκρατούμενη περιφέρεια της Άρτας, όπως η «Δράση» και ο «Μαχητής», με έδρα το Βουλγαρέλι. Ο μικρός αδελφός του Γεουντά ήταν επίσης στον εκδοτικό μηχανισμό του ΕΔΕΣ. Η εκτύπωση και διανομή προπαγανδιστικού υλικού είχε τεράστια σημασία για τα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου. Από το βουνό προσπάθησε επανειλημμένα να πείσει την κοινότητα των Ιωαννίνων να δραπετεύσει από την πόλη, ήρθε μάλιστα σε σύγκρουση με τον Σαμπεθάι Καμπιλή. Η τραγική μοίρα των Γιαννιωτών, μεταξύ των οποίων και η μητέρα του, τον βασάνιζε ως το τέλος της ζωής του, το 1999.

Ο Αρμάντο Μπεζές γεννήθηκε το 1915 στη Θεσσαλονίκη σε οικογένεια τυπογράφων. Ο πατέρας του, Μπαρούχ Μπεζές, εξέδιδε θρησκευτικά βιβλία, λαϊκά μυθιστορήματα και τη σατιρική εφημερίδα «Ελ Μπουρλόν» («Το χοντρό αστείο»). Στην Κατοχή, ο Αρμάντο πήρε το δρόμο του βουνού μεταφέροντας, με κίνδυνο της ζωής του, μια χειροκίνητη τυπογραφική μηχανή. Αγωνίστηκε ως τυπογράφος στο ΕΑΜ Θεσσαλίας με το ψευδώνυμο «Αντώνης Μπεζέζης». Προκηρύξεις και εφημερίδες ενημέρωναν και εμψύχωναν τους χωρικούς που περίμεναν με αγωνία τον «Αντώνη». Με τεράστιους κινδύνους μετέφερε τον εκδοτικό εξοπλισμό, διένειμε έντυπα και τον «Ριζοσπάστη» από τα Άγραφα μέχρι τον Όλυμπο. «Μια φορά σκάψαμε δυο σωστά δωμάτια στον Όλυμπο. Μας ειδοποίησαν για εκκαθαρίσεις και έπρεπε να κρύψουμε το τυπογραφείο στο βουνό ή κάτω από το χώμα». Δούλεψε και στο τυπογραφείο της ΠΕΕΑ. Μετά την Απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε το επάγγελμα του τυπογράφου. Όλη του η οικογένεια, εκτός από μία αδελφή, χάθηκε στα στρατόπεδα. Το 1948 τύπωσε το βιβλίο του Θεσσαλονικιού γιατρού Ζακ Ματαράσσο, Κι όμως όλοι τους δεν πέθαναν, την πρώτη μαρτυρία για το Ολοκαύτωμα στην ελληνική γλώσσα.

Στην περιοχή του Ολύμπου δρούσε η επίλεκτη Διλοχία Μηχανικού της Ι Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, με διοικητή τον ανθυπολοχαγό Αντώνη Αγγελούλη («Βρατσάνο»). Στους 250 αντάρτες αυτής της ειδικής μονάδας ήταν και δύο Εβραίοι: Ο Βιτάλ Σολομών Αελιών από την Θεσσαλονίκη και ο Εσδράς Βενιαμίν Μωϋσής από τη Λάρισα. Ο Βιτάλ ήταν ο «παλιός». Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1917, πολέμησε στην Αλβανία με το 67ο Σύνταγμα Πεζικού και, μετά τη συγκέντρωση της Πλατείας Ελευθερίας (11 Ιουλίου 1942), επιστρατεύτηκε στα  καταναγκαστικά έργα της Καρυάς Πιερίας. Δραπέτευσε και έζησε κρυμμένος ως τον Δεκέμβριο του 1942, που προσχώρησε στην πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ στον νότιο Όλυμπο. Ήταν ο πρώτος Εβραίος παρτιζάνος σε όλη την Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1943 εντάχθηκε στο νεοσύστατο Μηχανικό Ολύμπου. Αναδείχθηκε σε καπετάνιο διμοιρίας, και υπεύθυνο περισυλλογής υλικού, ενώ εξέδιδε τη χειρόγραφη εφημεριδούλα της Διλοχίας με τίτλο «Το Ακαριαίον», εμπνευσμένο από τα φιτίλια των εκρηκτικών. Ο Εσδράς, γεννημένος το 1925, κρυβόταν με την οικογένειά του στον Αμπελώνα και αποφάσισε να ακολουθήσει το τμήμα τον Απρίλιο του 1943. Ο ίδιος έλεγε: «Ήμουνα 18 χρονών κι είχαν δει πολλά τα μάτια μου. Όμως από δω και πέρα θα ζούσα πολλά».

Πράγματι, από τον Μάρτιο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944 οι «μπουρλοτιέρηδες του Ολύμπου» εκτέλεσαν 96 δολιοφθορές στην κοιλάδα των Τεμπών, ανατινάζοντας δεκάδες αμαξοστοιχίες, χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής και τεχνικά έργα, ενώ παράλληλα εμπλέκονταν σε σκληρές μάχες με τους Γερμανούς στα χωριά Ραψάνη, Πυργετός, Καλλιπεύκη, Αμπελώνας (Καζακλάρ), Αργυροπούλι (Καρατζόλ) και αλλού. Οι γερμανικές απώλειες μετρήθηκαν σε εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες τόνους υλικού.

Στις 6 Μαΐου 1944, η Διλοχία συνέδεσε τη δράση της με την υπεράσπιση των Εβραίων, όταν η διμοιρία του Βιτάλ εξόντωσε στη θέση «Καράλακκας» ή «Γκουνταμάνι» Ολύμπου ένα γερμανικό εκκαθαριστικό απόσπασμα που είχε εξορμήσει από τη Λάρισα, αιφνιδιάζοντας τις οικογένειες Μάρκου Γκανή, Ιωσήφ Οβαδία, Μωυσή Μαγρίζου και Γεουδά Κοέν που κρύβονταν στην περιοχή. Με τους αντάρτες συμπολέμησαν και αρκετοί από τους διωκόμενους. Οι ελληνικές απώλειες ήταν 8 νεκροί αντάρτες και τουλάχιστον 3 νεκροί Εβραίοι. Εκτός από πολεμικός θρίαμβος, η «Μάχη του Καράλακκα» απαθανατίστηκε ως ένα από τα συμβολικότερα συμβάντα στην κατοχική ιστορία των Ελλήνων Εβραίων.

Η αντιστασιακή δράση του Ζακ Κωστή αγγίζει τα όρια του μυθιστορήματος. Γεννημένος στην Χαλκίδα το 1912 από τους Μοσών και Χανά Κωστή, με σπουδές νομικής, είναι ο μόνος Έλληνας Εβραίος που συμμετείχε στην Οργάνωση «Απόλλων/Υβόννη», το μεγαλύτερο δίκτυο πληροφοριών και δολιοφθορών στην κατεχόμενη Ελλάδα. Δύο γερμανοεβραίοι, ο Πέτρος Μόρδος και ο Ούλριχ Βελς έδρασαν επίσης ως πληροφοριοδότες. Από τον Ιανουάριο του 1943, το εμπορικό γραφείο του Ζακ στην οδό Κολοκοτρώνη 43 ήταν βασικό σημείο συνάντησης της οργάνωσης στο κέντρο της Αθήνας. Ως μέλος της ομάδας του Γεράσιμου Παλούμπη και του «σαμποτέρ-φάντασμα» Γεώργιου Βαρνακιώτη, ο Ζακ συμμετείχε σε πολλά σαμποτάζ στο λιμάνι του Πειραιά. Ανάμεσα στα κατορθώματα της ομάδας ήταν η ανατίναξη του φορτηγού πλοίου «Σάντα Φε» ή «πλοίο του διαβόλου» στο Κερατσίνι, η ανατίναξη του οπλιταγωγού Β103 (21 Ιουνίου 1943), των ρυμουλκών «Τιτάν» και «Ηρακλής» και του μεταγωγικού Κ273.

Ο Ζακ περνούσε πολλές ώρες στο «στρατηγείο» της Κολοκοτρώνη, ώσπου τον Σεπτέμβριο του 1943, η διεύθυνση προδόθηκε. «Οι Γερμανοί μπλοκάρουν το γραφείο της Κολοκοτρώνη. Όλοι έχουν φύγει. Ο Ζακ Κωστής παραμένει. Δε φοβήται. Συλλαμβάνεται. Αντιμετωπίζει τους Γερμανούς με αφάνταστη ψυχραιμία. Οι Γερμανοί εξαγριώνονται. Τον δέρνουν και τον οδηγούν συνοδεία στην Γκεστάπο Πειραιώς, όπου και τον ανακρίνουν εξαντλητικά» (Τα Νέα, 9.7.1946). Ο συνεργάτης του, Νίκος Αδάμ εκτελέστηκε, ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει. Σύντομα απέκτησε πρόσθετο λόγο να περάσει στην παρανομία: Λίγες μέρες μετά, κηρύχθηκε ο διωγμός των Εβραίων στην Αθήνα και ο Ζακ αναγκάστηκε να εξαφανίσει τα ίχνη του. Κρύβεται στο Λιόπεσι (Παιανία) από τους Βαγγέλη Σιδέρη και Σταύρο Μπατά που συνδέονταν φιλικά με τον γαμπρό του, Ηλία Δέντε. Δίπλα στο σπίτι ήταν γερμανικό φυλάκιο. «Κρατώντας τσίλιες ο λεβεντόγερος Βαγγέλης, εγώ ξεσφράγιζα το ραδιόφωνο και άκουγα ειδήσεις από Λονδίνο και Κάιρο» θα γράψει χρόνια αργότερα ο ίδιος. Η δράση του ως σαμποτέρ, συνδέσμου και πληροφοριοδότη στην «ΕΟΠΔ Απόλλων» αναγνωρίστηκε το 1949 από το Υπουργείο Στρατιωτικών ως ισοδύναμη με «εννιάμηνη υπηρεσία εν τη ζώνη επαφής» και του απονεμήθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη. Το 1968 κατέγραψε τις αναμνήσεις του από την Κατοχή σε ένα σπάνιο βιβλίο με τίτλο «Πτυχές» που κοσμεί σήμερα τη συλλογή του ΕΜΕ.

Η πιο «πολιτική» μορφή των αντιστασιακών Εβραίων, γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1916 στα Τρίκαλα. Ήταν η δεύτερη κόρη του Δαβίδ Φελούς και της Μαρίκας Κοέν. Πρώτη ήταν η Λουίζα (1914) και μικρότερος ο Ηλίας (1920). Η ταραγμένη εποχή στην οποία μεγάλωσε και η ανάμειξη της οικογένειας με τα κοινά καθόρισε την κομματική της ένταξη από πολύ μικρή ηλικία. Ο θείος της, Ραφαήλ Φελούς, διετέλεσε γραμματέας του ΚΚΕ στα Τρίκαλα τη δεκαετία του ’20 και ήταν από τους υποκινητές μιας από τις πρώτες απεργίες στην Ελλάδα: το μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο των Τρικάλων (Φεβρουάριος 1925). Η οικογένεια κατέφυγε στο Βόλο, όπου η Αλλέγρα εντάχθηκε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ) και παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Ραφαήλ Καπέτα. Την περίοδο της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου εξορίστηκε στην Κίμωλο και την Φολέγανδρο, μαζί με σημαίνοντα στελέχη του ΚΚΕ. Ο πρώτος της ξάδελφος, Μηνάς Καμπελής πέθανε εξόριστος στον Άη-Στράτη το 1941.

Με την κατάρρευση του Μετώπου το 1941, οι εξόριστοι στην Φολέγανδρο διέφυγαν στην Αθήνα και ασχολήθηκαν με την ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η Αλλέγρα συμμετείχε στις παράνομες εργασίες της 6ης Ολομέλειας, που κήρυξε την ένοπλη αντίσταση κατά των κατακτητών. Μετά την ίδρυση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, στάλθηκε στη γενέτειρά της και πρωτοστάτησε στη δημιουργία Εαμικών οργανώσεων στη Δυτική Θεσσαλία. Το 1942-1944 διέσχιζε ακατάπαυστα την κεντρική Ελλάδα συγκροτώντας οργανώσεις και διετέλεσε γραμματέας της «Εθνικής Αλληλεγγύης» Θεσσαλίας, ένα είδος «Ερυθρού Σταυρού» του ΕΑΜ στα καθήκοντα του οποίου ήταν η προστασία των καταδιωκόμενων, των πυροπαθών και φυσικά των Εβραίων. Εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ το 1945.

Στον Εμφύλιο Πόλεμο, η Αλλέγρα ακολούθησε τη μοίρα των Ελλήνων κομμουνιστών. Το 1945 παντρεύτηκε τον γιατρό Τάκη Σκύφτη από τον Βόλο, που ήταν χειρουργός στην Ι Μεραρχία του ΕΛΑΣ και μαζί διέφυγαν στο βουνό. Διετέλεσε υπεύθυνη γυναικών και Πολιτικός Επίτροπος στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) στην Θεσσαλία, μαζί με τον Χαρίλαο Φλωράκη. Το 1949 πήρε το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς στην Ανατολική Γερμανία από όπου επαναπατρίστηκε τη δεκαετία του ’70. Έως τον θάνατό της (Φεβρουάριος 2011), ήταν ενεργή στα πολιτικά δρώμενα και τις ιστορικές συζητήσεις για τη δεκαετία του ’40.

Ο Μωύς Γιουσουρούμ ανήκε σε μια ιστορική ελληνοεβραϊκή οικογένεια. Ο παππούς του, Μποχώρ, ήρθε από τη Σμύρνη στην Αθήνα το 1860 και άνοιξε παλαιοπωλείο στη γωνία Καραϊσκάκη και Ερμού. Το όνομα «Γιουσουρούμ» καθιερώθηκε έκτοτε, ως συνώνυμο της περιοχής γύρω από το Μοναστηράκι. Ο γιος του Νώε ταξίδεψε το 1913 στη Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύτηκε την αγαπημένη του, αθηναία Μαζαλτώβ Χαμπίμπ, που τον είχε ακολουθήσει. Εκεί γεννήθηκαν ο Ισαάκ και ο Λεών. Το 1917 η οικογένεια επέστρεψε στην Αθήνα, αγόρασε το σπίτι στο Θησείο και γέννησε τέσσερα ακόμα παιδιά, τον Μωύς (1920), τον Ιάκωβο, την Τζόγια και την Στερίνα.

Ο Μωύς τελείωσε το Θ΄ Γυμνάσιο Αρρένων και σπούδασε στην οδοντιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο υπηρετούσε στον Ερυθρό Σταυρό, ως ειδικευμένος ναρκωτής και έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης, στον τομέα του Ηρακλείου, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο. Οργανώθηκε σύντομα στο ΕΑΜ και πρωτοστάτησε στη δημιουργία φοιτητικών εβραϊκών πυρήνων της οργάνωσης στην πρωτεύουσα. Με την έξοδο των Αθηναίων στο βουνό (Σεπτέμβριος 1943), βρέθηκε στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας και πήρε το βάπτισμα του πυρός στις γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Οκτωβρίου. Εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ ως «Γιώργος Γαζής» και ακολούθησε το Τάγμα Παρνασσίδας στην Φωκίδα. Ο Ιάκωβος εντάχθηκε στο γειτονικό 36ο Σύνταγμα. Τον Ιανουάριο του 1944, με εντολή της V Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, πέρασε στην Πελοπόννησο και τοποθετήθηκε στο 6ο Σύνταγμα Κορίνθου. Εκεί αρχίζει η σημαντικότερη φάση της αντιστασιακής του ζωής. Χάρη στην οργανωτικότητά του, του ανατέθηκε η ευθύνη όλης της παραλιακής ζώνης, ως προωθημένο αντάρτικο φυλάκιο, με έδρα στη Ζαρούχλα και την Ακράτα. Συγκρότησε κινητή ομάδα που συνέλεγε πληροφορίες, κατέστρεφε τηλεγραφικούς στύλους και σιδηροδρομικές γραμμές και εγκαθιστούσε τηλεφωνικές συνδέσεις με τα ορεινά χωριά. Το καλοκαίρι οργάνωσε μόνιμο Φρουραρχείο στη Λυκοποριά (Φ8).

Μετά τις τελευταίες εκκαθαριστικές των Γερμανών τον Αύγουστο, συνάντησε το Σύνταγμα στην ελεύθερη πια Κόρινθο. Μετά την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, επέστρεψε στο Θησείο. Με την ίδια αίσθηση καθήκοντος που επέδειξε στην Κατοχή, πολέμησε στον Εμφύλιο Πόλεμο (1947-1950) και παρασημοφορήθηκε με το Αργυρούν Αριστείο Ανδρείας και τον Πολεμικό Σταυρό. Έζησε στην Αθήνα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Δανέλος Αλχανάτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Τελείωσε το ιστορικό Θ’ Γυμνάσιο Αρρένων στην πλατεία Κουμουνδούρου και εισήχθη στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Όταν οι Γερμανοί καταλάμβαναν την Αθήνα, τελείωνε το πρώτο έτος.

Με τα φοιτητικά αμφιθέατρα σε αναβρασμό, ήταν αδύνατο να μείνει έξω από την Αντίσταση. Στις αρχές του 1942 στρατολογήθηκε στο ΕΑΜ από τον συμφοιτητή του Νείλο Μαστραντώνη, αριστούχο σπουδαστή και ήρωα του ελληνοϊταλικού πόλεμου. Ο ενθουσιώδης Δανέλος ανέλαβε να συγκροτήσει το παρακλάδι του ΕΑΜ για τους Εβραίους και κατάφερε να συσπειρώσει αρκετούς ομόθρησκούς του,  αρχίζοντας από τους παιδικούς του φίλους, Μωύς Γιουσουρούμ, Ζακίνο Κοέν,  Ρομπέρτο Γιακάρ, Σίμο Βαλλεστάινκαι άλλους. Πρόκειται για μια από τις ελάχιστες  οργανωμένες εβραϊκές αντιστασιακές πρωτοβουλίες στην κατεχόμενη Ελλάδα. Η ομάδα απειθαρχούσε στα κελεύσματα της κοινότητας, σχεδίαζε τρόπους αντίστασης και συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα, ως κομμάτι του ΕΑΜ Νέων και αργότερα της ΕΠΟΝ.

Τον Οκτώβριο του 1943, άρχισε να υφαίνεται ο γερμανικός κλοιός γύρω από τους Εβραίους της Αθήνας. Ο Δανέλος χρησιμοποίησε το ψεύτικο όνομα «Θανάσης Σταματούκος» και κρύφτηκε στο Πυριτιδοποιείο (Αιγάλεω). Ηγειτονιά τους προστάτεψε, γνωρίζοντας πως ήταν Εβραίοι. Καθώς τα μπλόκα των Ταγμάτων Ασφαλείας επεκτείνονταν στις αθηναϊκές συνοικίες, διέφυγε με τη βοήθεια του ΕΑΜ στην Ερέτρια, μαζί με τα αδέλφια του και την οικογένεια του θείου του, Λεών Αζούβι. Τον Δεκέμβριο του 1943 προσχώρησε στο 7ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Εύβοιας, με έδρα τη Στενή. Εκεί υπηρετούσαν ήδη οι Χαλκιδαίοι Λεών Αμάρ, Σαμίκος Φόρνης κ.ά. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, υπό τις διαταγές των ντόπιων καπετάνιων Γιώργου Δουατζή («Όθρυ») και Βαγγέλη Καραμιχάλη («Βύρωνα»). Λόγω των φρονημάτων του, εξορίστηκε για δύο χρόνια στην Ικαρία (1947-1949)και υπηρέτησε στρατιώτης ως «πολιτικά ανεπιθύμητος».

Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας μηχανικός, ενώ αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων Εβραίων. Μετά την Απελευθέρωση, συγκρότησε τον «Σύλλογο Ισραηλιτών Φοιτητών» και αναμίχθηκε ενεργά στην ανασυγκρότηση της Ισραηλιτικής Κοινότητας Αθήνας. Συμμετείχε στα διοικητικά συμβούλια της Κοινότητας από το 1960, ως πρόεδρος την περίοδο 1980-1995, και διετέλεσε πρόεδρος του ΚΙΣ (1977-1978).  Έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 2012.

Γεννημένη στην «οβριακή» της Χαλκίδας το 1927, η Σάρα (ή Σαρίκα) Γεοσούα ανήκει στις εμβληματικές φυσιογνωμίες της Αντίστασης. Ο πόλεμος τη βρήκε μαθήτρια στη Δημόσια Εμπορική Σχολή Χαλκίδας. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα της (1927), ζούσε με την μητέρα της Ζαφείρα και τη μεγαλύτερη αδελφή της Γιάφφα στην οδό Κώτσου, κεντρικού δρόμου της εβραϊκής γειτονιάς. Η μητέρα της ήταν αδελφή του συνταγματάρχη Μαρδοχαίου Φριζή, γεγονός που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της πατριωτικής της συνείδησης. Πριν κλείσει τα 14, η Σάρα περιέθαλπε τραυματίες στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης, ως εθελόντρια νοσοκόμα.

Επόμενο βήμα ήταν η Αντίσταση. Η δραστήρια εβραιοπούλα προμηθεύτηκε για την ίδια και την μητέρα της ψεύτικες ταυτότητες. Με την έναρξη της γερμανικής κατοχής (Οκτώβριος 1943), η Σάρα συνεννοήθηκε με το ΕΑΜ, πήρε τη μητέρα της και εγκατέλειψαν την Χαλκίδα για τη Στενή, όπου ζούσε η αδελφή της με τον άντρα της.

Για να προφυλάξει από τις επιδρομές των Γερμανών τους τρομοκρατημένους Εβραίους που είχαν καταφύγει στα βουνά, η Αντίσταση τους σκόρπισε σε διάφορα χωριά (Πάλιουρας, Θεολόγος, Στρόπωνες, Βασιλικό) και αργότερα οργάνωσε δίκτυο διαφυγής με καΐκια για την Τουρκία, από την παραλία των Τσακαίων. Η νεαρή Σάρα έγινε δασκάλα στο απομονωμένο χωριό Κουρκουλοί δουλεύοντας δραστήρια στην ΕΠΟΝ. Μετά την φριχτή δολοφονία της ξαδέλφης της, Μέντης Μόσχοβιτς από τα Τάγματα Ασφαλείας στους Στρόπωνες (4 Μαρτίου 1944) και τον εμπρησμό του χωριού Κουρκουλοί, προσκολλήθηκε στα αντάρτικα τμήματα. Αμέσως καθιερώθηκε ως ομιλήτρια που κήρυττε με πάθος τον ένοπλο αγώνα, ιδιαίτερα στις νεαρές γυναίκες. Σύντομα σχημάτισε ανεξάρτητη γυναικεία ομάδα που πολεμούσε, μάζευε πληροφορίες και οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις στα χωριά. Ένας Αμερικανός δημοσιογράφος, που βρέθηκε στην κατεχόμενη Εύβοια, της αφιέρωσε ξεχωριστό απόσπασμα στην ανταπόκρισή του για τους Έλληνες αντάρτες: «Είναι ένα κοντό, δεμένο κορίτσι με μαύρα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Τρέχει σαν άντρας και μπορεί να χτυπήσει ένα καρύδι από απόσταση 200 γυάρδες. Είτε φωνάζει παραγγέλματα, είτε δίνει σήμα με τα χέρια της στο Λόχο, είτε τραγουδάει στα ορεινά μονοπάτια, το κάνει με πάθος και περηφάνεια». Η Απελευθέρωση τη βρήκε καπετάνισα της Υποδειγματικής Διμοιρίας Γυναικών του 7ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και ήδη, θρυλική μορφή ανάμεσα στους αντιστασιακούς της Εύβοιας με το όνομα «Καπετάνισσα Σαρίκα». Σήμερα ζει στο Τελ-Αβίβ.

Ο Ιωσήφ Νισσήμ είδε το πρώτο φως στην οδό Σαρανταπόρου στην Θεσσαλονίκη, στις 22 Φεβρουαρίου 1919. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του εμπόρου Γαβριήλ Νισσήμ και της Μαρίας Αμπαστάδο και μεγάλωσε σε ένα γαλλόφωνο σπίτι με καλή παιδεία. Υπηρετούσε ως δόκιμος στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, όταν ήχησαν οι σειρήνες της 28ης Οκτωβρίου. Αγαπώντας τη στρατιωτική ζωή και μισώντας διπλά τους Γερμανούς, ως Εβραίος και Έλληνας στρατιώτης, αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο έστω και μόνος του. Τις μέρες της γερμανικής εισβολής βρέθηκε μαζί με συναδέλφους του σε ένα καΐκι με προορισμό την Κρήτη. Μετά την ηρωική άμυνα στο νησί, επιβιβάστηκε στο βρετανικό καταδρομικό HMSWarspiteκαι έφτασε στο λιμανι της Αλεξάνδρειας μετά από δυο μέρες, που του φάνηκαν αιώνας, εξαιτίας των συνεχών βομβαρδισμών από τα Στούκας.

Στη Μέση Ανατολή ντύθηκε ξανά το χακί και ξεκίνησε μια μυθιστορηματική ζωή. Το καλοκαίρι του 1942 εντάχθηκε εθελοντικά στον «Ιερό Λόχο» του συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε. Ήταν ο μόνος Εβραίος σε αυτή την μονάδα των 300 Ελλήνων που εκπαιδεύτηκαν σε στρατόπεδο της Χάιφα, ως επίλεκτοι «κομμάντος» για καταδρομές, πτώσεις με αλεξίπτωτο, μάχες εκ του συστάδην, ανατινάξεις κ.ά. Μετά τη Μάχη του Ελ Αλαμέιν (Οκτώβριος 1942) και την απόκρουση του Ρόμμελ, ο Λόχος εντάχθηκε στη Φάλαγγα του Γαλλου στρατηγού Λεκλέρκ. Ως γαλλομαθής, ο Ιωσήφ εκτελούσε χρέη συνδέσμου κατά τις επιχειρήσεις κατά των Γερμανών στην Τυνησία. Στην κρίσιμη Μάχη του Κσαρ Ριλάν (10-19 Μαρτίου 1943) το τζιπ όπου επέβαινε, ανατινάχτηκε από νάρκη. Για τον τραυματισμό του και την προσπάθειά του να σώσει έναν τραυματία συνάδελφό του,  παρασημοφορήθηκε με την ανώτερη διάκριση, το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας. Ήταν η μεγαλύτερη τιμή σε Έλληνα μαχητή εβραϊκού θρησκεύματος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός από την επιχείρηση στη Σάμο (Οκτώβριος 1943) και την εντυπωσιακή εκκένωση 14.000 Ιταλών αιχμαλώτων στην Τουρκία, ο Ιωσήφ πήρε μέρος σε αναρίθμητες επιχειρήσεις και καταδρομές στην Βόρειο Αφρική, από τον Λίβανο μέχρι την Κυρηναϊκή, και αποστρατεύτηκε το 1945 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στην Αθήνα ξαναβρήκε τους γονείς και τα τρία αδέλφια του Ηλία, Ερρίκο και Δώρα, που είχαν κρυφτεί. Μόνο η μεγαλύτερη αδελφή Ρασέλ χάθηκε στο Άουσβιτς, μαζί με συνολικά 80 μέλη των οικογενειών Αμπαστάδο, Ασσέο και Νισσήμ.

Το 1947 παντρεύτηκε τη Ζαν Αροέστι, μια Θεσσαλονικιά Εβραία που είχε γνωρίσει σε στρατόπεδο προσφύγων στο Χαλέπι της Συρίας κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Μετανάστευσαν στην Ιταλία, όπου και ζουν μέχρι σήμερα.