logo
ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ

To EME εορτάζει την Διεθνή Ημέρα Μουσείων

Το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος συμπληρώνει σύντομα 45 χρόνια ανάμεσα στα ελληνικά μουσεία. Φέτος, επιλέξαμε να εορτάσουμε αυτή την ασυνήθιστη Ημέρα των Μουσείων, παρουσιάζοντας ψηφιακά 18 χαρακτηριστικά και, ευελπιστούμε, ενδιαφέροντα αντικείμενα, άρρηκτα συνδεδεμένα το καθένα με μία προσωπική ιστορία, με μια ανθρώπινη ζωή και δημιουργία, από τις Συλλογές και τα Αρχεία του ΕΜΕ. Η συλλογή των αντικειμένων, που επιλέξαμε εργαζόμενοι εξ αποστάσεως, εξαιτίας των μέτρων κοινωνικής απόστασης που επέβαλε η πανδημία του κορονοϊού, αποτελεί ένα μικρό ἀντίδωρον για να τιμήσουμε την ημερομηνία, 18η Μαΐου 2020. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την παράδοση της εβραϊκής αριθμολογίας, ο αριθμός 18 είναι πολύ σημαντικός, καθώς αντιστοιχεί στην αριθμητική αξία της λέξης «χάϊ» που σημαίνει «ζωή», αποτελώντας συνάμα την πιο σύντομη, αλλά και πιο ουσιώδη ευχή που μπορεί κανείς να διατυπώσει. Εορτάζοντας, λοιπόν, πανηγυρικά τη ζωή και την υγεία όλων, αφιερώνουμε αυτή την παρουσίαση στους εργαζόμενους στα μουσεία και στο κοινό των επισκεπτών τους σε όλο τον κόσμο.

Η ομάδα του ΕΜΕ

Αυτό το δοχείο από κασσίτερο από τη Συλλογή Judaica (αντικείμενα εβραϊκής θρησκευτικής τέχνης) του ΕΜΕ, είναι ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αντικείμενα από το κτίριο της Ταλμούδ Τορά στη Θεσσαλονίκη, που επιβίωσε από την καταστροφή του κατά τη «Μεγάλη Πυρκαγιά» του 1917. Το συγκρότημα της Ταλμούδ Τορά Αγκαντόλ περιελάμβανε μία συναγωγή, σχολεία και κοινοτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με την επιγραφή στο σώμα του δοχείου στα λαντίνο, ο Μπαρούχ Νατάν Αμαράτζι το αφιέρωσε το 5665 (1905) στην Ταλμούδ Τορά, που είχε τότε πρόσφατα εγκαινιαστεί. Αυτό το δοχείο μεταφοράς νερού πολύ πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε για την τέλεση του νετιλάτ γιαντάϊμ, ήτοι του τελετουργικού καθαρμού των χεριών.

Πρόσφατα, το ΕΜΕ, απέκτησε μέσω δωρεάς, μια σπάνια και μοναδική αρχειακή συλλογή από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Θεσσαλονίκης, η οποία εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για την επαγγελματική δραστηριότητα της τοπικής Εβραϊκής Κοινότητας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στον τοπικό Τύπο και σε διάφορα νομικά έγγραφα. Ανάμεσα στο πρωτότυπο αρχειακό υλικό, περιλαμβάνεται και αυτό το διαφημιστικό επιστολικό δελτάριο της περίφημης σχολής δακτυλογράφων “Σαούλ Μόλχο” στη Θεσσαλονίκη. Στη φωτογραφία διακρίνεται ομάδα νεαρών κοριτσιών κατά τη διάρκεια μαθήματος δακτυλογράφησης τη δεκαετία του 1920.

Το Φωτογραφικό Αρχείο του ΕΜΕ περιλαμβάνει πλήθος θεματικών κατηγοριών σχετικών με την εβραϊκή ζωή στην Ελλάδα, από τις απαρχές της φωτογραφικής τέχνης έως σήμερα. Ένα από τα πρόσφατα αποκτήματα του Μουσείου είναι και αυτή η φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται το εξωτερικό της συναγωγής Καχάλ Καντόσς Γιασσάν (Ιερά Παλαιά Συναγωγή) στα Ιωάννινα. Το σημερινό κτήριο της Ιεράς Συναγωγής, της μοναδικής συναγωγής των Ιωαννίνων, που διασώθηκε κατά τον Β΄ ΠΠ, κατασκευάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1820. Τα μεγάλα, διπλά τοξωτά παράθυρα στην προεξέχουσα εσοχή της προσόψεως, διαχέουν το φυσικό φως στο Βήμα, ήτοι στην εξέδρα ανάγνωσης του Νόμου, ενός ξύλινου αρχιτεκτονικού στοιχείου στην εσωτερική πλευρά της εσοχής.

Ανάμεσα στη μοναδική συλλογή Kυλίνδρων της Εσθήρ του ΕΜΕ, περιλαμβάνεται και αυτή η ασημένια θήκη για Μεγγιλά, καμωμένη με τη συρματερή τεχνική, με ένα μικρό επικολλημένο πλακίδιο, που φέρει τα αρχικά του προηγούμενου κατόχου της, Δαυίδ Μωυσή, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον φημισμένο ραββίνο της Λάρισας, Δαυίδ Άντζελ. Το 1833 νυμφεύθηκε την Γκράτσια, κόρη του εκ Θεσσαλονίκης Ραββίνου Σεμτόβ Αμαρίλλιο, που υπηρέτησε ως Αρχιραββίνος της Λάρισας κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Μέχρι τη δεκαετία του 1850, ο Δαυίδ Μωυσής Άντζελ είχε διαδεχθεί τον πεθερό του στο αξίωμα του. Η Μεγγιλά, η οποία περιλαμβάνει την βιβλική ιστορία της Βασίλισσας Εσθήρ και διαβάζεται κατά τη διάρκεια της εορτής του Πουρίμ, προσφερόταν παραδοσιακά ως δώρο από τον πατέρα της νύφης στο γαμπρό στο πρώτο Πουρίμ του έγγαμου βίου του ζευγαριού.

Η Συλλογή Σύγχρονης Τέχνης του ΕΜΕ αποτελείται από έργα τέχνης φιλοτεχνημένα κυρίως από Έλληνες Εβραίους καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένου και ενός μεγάλου μέρους των έργων του Τζούλιο Καΐμη (1897-1982), ζωγράφου και συγγραφέα από την Κέρκυρα. Αυτά τα δεκαέξι έργα τέχνης αντανακλούν την προτίμηση του καλλιτέχνη για τα ρεαλιστικά προσωπογραφικά σκίτσα και τις ελαιογραφίες με τοπία, στις οποίες ο καλλιτέχνης συλλαμβάνει τη στιγμή. Η συγκεκριμένη ελαιογραφία και κάρβουνο σε καμβά απεικονίζει μία μεσογειακή θαλασσογραφία, και ειδικότερα το εκκλησάκι στο Ποντικονήσι στην Κέρκυρα. Χαρακτηριστικό της ζωγραφικής τέχνης του καλλιτέχνη είναι η έντονη αίσθηση του ανοικτού τοπίου, καθώς και η χρήση ζωηρών χρωμάτων με τo παιχνίδισμα του φωτός στην επιφάνεια της θάλασσας.

Τα Σσιβίτι είναι μία κατηγορία εβραϊκών χειρογράφων, θρησκευτικού και αποτροπαϊκού χαρακτήρα. Αυτό το μικρό σε μέγεθος, χειρόγραφο Σσιβίτι δημιουργήθηκε από τον Αρχιραββίνο της Αθήνας Ιωσήφ ντε Τσάβες γύρω στο 1910, για να τοποθετηθεί ανάμεσα στις σελίδες προσευχολογίου. Τέτοια έγγραφα φέρουν το Τετραγράμματον, τα τέσσερα δηλαδή γράμματα του άρρητου Ονόματος του Θεού και τις πρώτες λέξεις του στίχου «προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός…» (Ψαλμ. 16:8), ως προτροπή στοχασμού για την παρουσία του Θεού. Φέρει, επίσης, το κείμενο του Ψαλμού 67 με τη μορφή της επτάφωτης λυχνίας (Μενορά), καθώς και έτερα ακρωνύμια βιβλικών εδαφίων, επικαλούμενων τη θεϊκή ευλογία.

Τα παιδιά της οικογένειας Κοέν από την Ξάνθη, Δώρα, Τσαντίκ, Λούης και Ραχήλ (από αριστερά προς τα δεξιά), ντυμένα με τα καλά τους ρούχα, σε τοπικό φωτογραφικό στούντιο το 1925. Η οικογενειακή αυτή φωτογραφία είναι μια νοσταλγική ματιά στην καθημερινή ζωή της άλλοτε δραστήριας προπολεμικής Ισραηλιτικής Κοινότητας της Ξάνθης, την οποία παρουσίασε το ΕΜΕ στην περιοδική και ψηφιακή έκθεση «Εβραϊκές Γειτονιές της Ελλάδας».

Ο Δρ. Μανώλης Αρούχ ήταν ένας από τους πιο δραστήριους αντάρτες γιατρούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και διακρίθηκε υπηρετώντας στο ΕΑΜ. Μετά τον Πόλεμο, συνέβαλε σημαντικά στο τιτάνιο έργο της αποκατάστασης της βαθιά πληγωμένης Ισραηλιτικής Κοινότητας της Αθήνας. Στη φωτογραφία αυτή, που δώρισε η οικογένειά του, εικονίζεται όρθιος μπροστά στον τοίχο, δεύτερος από αριστερά, με τη διοίκηση του ΙΙ Τάγματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στο οποίο ο Μανώλης Αρούχ, υπηρέτησε ως γιατρός. Διακρίνονται, καθιστοί στη μέση, ο στρατιωτικός διοικητής, λοχαγός Βασίλης Κορνηλάκης, δεξιά ο θρυλικός καπετάνιος Κώστας Αντωνόπουλος («Κρόνος») και οι αξιωματικοί Χρήστος Βερώνας, Ντίνος Παπασεραφείμ και Μιχάλης Κωστάκος.

Πρόσφατο απόκτημα του ΕΜΕ αποτελεί το σημαντικό Αρχείο του σημερινού 72ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών, το οποίο περιλαμβάνει συγκροτημένες αρχειακές σειρές, που φωτίζουν με λεπτομέρειες τη λειτουργία του μοναδικού δημόσιου εβραϊκού δημοτικού σχολείου της Αθήνας, από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έως το 1960. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική πηγή πληροφοριών για την ιστορία της εκπαίδευσης των Ελλήνων Εβραίων, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο αρχείο αυτό ανήκουν το μαθητολόγιο του Ισραηλιτικού Δημοτικού Σχολείου Αθηνών (1931-32) και οι σελίδες με το ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων του σχολικού έτους 1945: τρεις ώρες την εβδομάδα διδασκαλία της εβραϊκής γλώσσας και δύο ώρες “ιεράς ιστορίας” από την τρίτη έως την έκτη τάξη του δημοτικού.

Στη Συλλογή Αρχιτεκτονικών και Επιτύμβιων Γλυπτών του ΕΜΕ φυλάσσεται αυτή η επιτύμβια, μαρμάρινη καλυπτήρια πλάκα από το κατεστραμμένο Ισραηλιτικό Νεκροταφείο των Σερρών. Η επιτύμβια πλάκα φέρει εννεάστιχη εβραϊκή επιγραφή σε επιμελημένη γραφή, με χαρακτηριστικό τους τονισμένους ακρέμονες των γραμμάτων. Η πλάκα εικονογραφείται με ανάγλυφη παράσταση του Κυλίνδρου του Νόμου (Τορά), δηλωτικού του τίτλου ή λειτουργήματος του τεθνεώτος. Στους στίχους 6-8 μνημονεύεται το όνομα του ραββίνου Νταβίντ Γιτσχάκ (Ισαάκ) Ακοέν, ο οποίος σύμφωνα με το επιγραφικό κείμενο «αποχώρησε για τον αιώνιο Οίκο, την 24η ημέρα του μηνός Κισλέβ, το έτος 5698». Η εβραϊκή (θρησκευτική) ημερομηνία αντιστοιχεί στις 28 Νοεμβρίου 1937, κατά το γρηγοριανό και ιουλιανό ημερολόγιο.

Ένα τμήμα επιτύμβιας μαρμάρινης καλυπτήριας πλάκας από το κατεστραμμένο Ισραηλιτικό νεκροταφείο της Καστοριάς, φυλάσσεται σήμερα στη Συλλογή Αρχιτεκτονικών Μελών και Επιτύμβιων Γλυπτών του ΕΜΕ. Στην επιτύμβια πλάκα, αποκεκρουμένη πανταχόθεν, σώζονται μερικώς τέσσερις στίχοι και τα ίχνη ενός πέμπτου στίχου στην ισπανο-εβραϊκή (λαντίνο) γλώσσα. Πρόκειται για την επιτύμβια πλάκα ανδρός, του οποίου η ψυχή (στ.4 alma) αναπαύθηκε εκεί, και την οποία δώρησε στο Μουσείο η Μπέρρυ Ναχμία από την Καστοριά, επιζήσασα του στρατοπέδου του Άουσβιτς και πρόεδρος, επί 30 συναπτά έτη, της Ένωσης Ομήρων Ισραηλιτών Ελλάδος. Η επιτύμβια πλάκα αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια από την άλλοτε ακμάζουσα προπολεμική εβραϊκή κοινότητα της Καστοριάς, καθώς και από το νεκροταφείο της.

Κέντημα σε κρεμ μεταξωτό ύφασμα, διακοσμημένο με την τεχνική του απλικέ, που συνδυάζει τυπωμένο χαρτόνι με μικρά κομμάτια υφάσματος και χρυσοκλωστή. Απεικονίζει τον βιβλικό Αρχιερέα Ααρών μπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου, με ενδυμασία παρόμοια με των ελληνορθόδοξων μητροπολιτών με το παραδοσιακό φαιλόνιο (κάπα) και το επιτραχήλιο (μακριά, στενή ζώνη). Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το μικρό χειροτέχνημα μαζί με μερικά ακόμη παραδείγματα από την Εθνογραφική Συλλογή του ΕΜΕ, κεντήθηκε από τον Δρα. Αβραάμ ντε Κάστρο (1848/9 – 1911) από τα Ιωάννινα. Φαίνεται ότι αυτή η καταπραϋντική ασχολία βοηθούσε τον καλό γιατρό να ξεπερνάει τις δυσκολίες του λειτουργήματός του.

Το Αντερί ήταν ένας συνηθισμένος εξωτερικός επενδύτης, τον οποίο φορούσαν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες κατά την οθωμανική περίοδο. Παραδείγματα από Αντεριά, όπως το εικονιζόμενο από την Εθνογραφική Συλλογή του ΕΜΕ, αναδεικνύουν τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των Εβραίων γυναικών στα Ιωάννινα, κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, για τα μεταξωτά μπροκάρ με ρίγες, εναλλασσόμενες με ταινίες άνθεων και χρυσοκέντητα, στα πρότυπα της ηπειρώτικης τεχνοτροπίας. Αυτό το μεταξωτό ύφασμα τύπου Σελιμιγιέ κατασκευαζόταν-κατά κόρον- στα εργαστήρια του Σκούταρι, συνοικίας στην Κωνσταντινούπολη, τα οποία ιδρύθηκαν από τον σουλτάνο Σελίμ τον Γ΄, στα τέλη του 18ου αιώνα, με σκοπό να συναγωνιστούν τα γαλλικά μεταξωτά μπροκάρ υφάσματα εισαγωγής.

Στην καλά ταξινομημένη συλλογή προσευχολογίων και λειτουργικών βιβλίων του ΕΜΕ, συγκαταλέγεται μία σπάνια έκδοση ενός βιβλίου με εβραϊκά θρησκευτικά τραγούδια, που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929, από τους θρησκευτικούς συλλόγους ιεροψαλτών με τις επωνυμίες «Νε’ίμ Ζεμιρότ» και «Νοτέν Ζεμιρότ». Μετά την εισαγωγή του ιστορικού Σολομών Αβραάμ Ροζανές για την εβραϊκή μουσική, το βιβλίο προσφέρει μία ευρεία συλλογή συναγωγικών ύμνων (Πιγιουτίμ), ασμάτων για το Σαμπάτ (Μπακασότ) και για άλλες εορτές, ιδιαίτερα δημοφιλών στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Το βιβλίο ανήκε στον Χαΐμ Γιοσέφ Χασσίδ, πιθανότατα μέλος του συλλόγου ιεροψαλτών, που είχε δέσει το προσωπικό του αντίτυπο με αρίστης ποιότητας δέρμα, προσθέτοντας με χρυσά γράμματα το όνομα του και την ημερομηνία.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένο τόσο ανάμεσα στις Εβραίες όσο και στις μη Εβραίες νύφες των αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να φορούν βελούδινα νυφικά σε πορφυρές ή μαβιές αποχρώσεις, κεντημένα με χρυσό νήμα με την συρμακέσικη τεχνική της λεγόμενης τουρκο-μπαρόκ τεχνοτροπίας. Όταν το λευκό νυφικό έγινε του συρμού, στις αρχές του 20ού αιώνα, τα βελούδινα νυφικά, τα οποία ήταν και μέρος της προίκας των Εβραίων γυναικών, συχνά μετατρέπονταν σε βήλα για το ερμάριο της Τορά. Συνεχίζοντας αυτή την ιερή πρακτική, η Χάνα Μάτσα από τα Ιωάννινα ένωσε με ευλαβικές βελονιές τα μανίκια και το εμπρόσθιο μέρος του νυφικού της γιαγιάς της, μετατρέποντάς το σε βήλο, και το αφιέρωσε στη συνέχεια στην τοπική της συναγωγή, εις μνήμη του συζύγου της Αβραάμ και του υιού της Μωυσή το 1921.

Η προίκα της νύφης των παραδοσιακών ελληνοεβραϊκών οικογενειών του 19ου αιώνα περιελάμβανε ένα σύνολο χρυσοκέντητων υφασμάτων για να χρησιμοποιηθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους στις τελετουργικές περιστάσεις του κύκλου της ζωής. Ωστόσο, μερικά από αυτά τα προσφιλή αντικείμενα επιλέγονταν για να προσαρμοστούν, ώστε να αφιερωθούν στη συναγωγή. Η Χάνα Μεΐρ από τα Τρίκαλα επέλεξε το 1922 ένα πολύτιμο κάλυμμα μαξιλαριού, χρονολογούμενο στα τέλη του 19ου αιώνα, το έκοψε στη μέση, πιθανώς για να αφαιρέσει κάποιο φθαρμένο κομμάτι στο κέντρο του υφάσματος, και το προσάρμοσε εκ νέου, ώστε να γίνει το κεντρικό μέρος μιας Μαπάενός επιβλήματος δηλαδή για την ξύλινη θήκη της Τορά στη Ρωμανιώτικη συναγωγή του τόπου καταγωγής της. Για να διαιωνίσει το όνομά της, προσέθεσε, κεντρικά στο επάνω μέρος του υφάσματος, μια επιμελώς κεντημένη αφιερωματική επιγραφή.

Η Συλλογή Κοσμημάτων του ΕΜΕ αποτελείται κυρίως από μικροτεχνουργήματα, που χρονολογούνται στον 19ο και πρώιμο 20ο αιώνα και ανήκουν στο λεγόμενο Βουλγαρικό Θησαυρό, προσωπικά δηλαδή τιμαλφή αντικείμενα, που αρπάχτηκαν με τη βία από τους Εβραίους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης το 1943. Τα περισσότερα από αυτά προέρχονται από τις Σεφαραδίτικες κυρίως κοινότητες των ΣερρώνΔράμαςΚαβάλας και Κομοτηνής, οι οποίες καταστράφηκαν ολοσχερώς κατά το Ολοκαύτωμα. Ανάμεσά τους και αυτό το ασυνήθιστο γαμήλιο δαχτυλίδι, μια φαρδιά χρυσή ταινία με σκαλιστό άνθινο διάκοσμο, με το μονόγραμμα «ΣΚ» ανάγλυφο στο πάνω μέρος, από τα ονόματα του γαμήλιου ζεύγους «Σολομών και Κλάρα». Η εσωτερική στεφάνη φέρει σκαλισμένη στα Εβραϊκά την αφιέρωση «Σλόμο (και) Κλάρα Κλάιν 5671» ήτοι 1911. Δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο για αυτό το ζευγάρι Εβραίων από την κεντρική ή ανατολική Ευρώπη, που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα για να μοιραστούν τελικά την τύχη των υπόλοιπων Εβραίων της περιοχής κατά το Ολοκαύτωμα.

Αυτό το έργο μικτής τεχνικής, ονομάζεται «Γενοκτονία» και δωρήθηκε στη Συλλογή Σύγχρονης Τέχνης του ΕΜΕ από την καλλιτέχνη, Άρτεμις Αλκαλάη, προς τιμήν του εγκαινιασμού του μουσείου στο νέο του κτίριο, το 1998. Αποτελείται από ένα ξύλινο κιβώτιο με τέσσερις μορφές, που αντιπροσωπεύει έναν τάφο. Το έργο ανήκει στην ενότητα «Μνήμη», μια σειρά από μαριονέτες και μικρά γλυπτά. Οι απρόσωπες μαριονέτες αποτελούν οδυνηρή υπόμνηση της ανωνυμίας του θανάτου και αποτυπώνουν τα συναισθήματα της καλλιτέχνη για τις βαριές οικογενειακές απώλειες στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Επίσης, συνιστούν ενός είδους αποπληρωμή του ηθικού χρέους των επόμενων γενεών στους μάρτυρες του Ολοκαυτώματος.