Το εβραϊκό όνομα Γιουσουρούμ, που κατέληξε να συνδεθεί όσο ελάχιστα με τις τύχες μιας αθηναϊκής γειτονιάς, εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο στην Ισπανία του 15ου αιώνα. Μετά την εκδίωξη των Εβραίων της Ισπανίας, οι Γιουσουρούμ εγκαθίστανται στην οθωμανική αυτοκρατορία και συγκεκριμένα στη Σμύρνη. Γύρω στα 1830, η αέναη αναζήτηση της τύχης, έφερε τον πατριάρχη Ισαάκ Γιουσουρούμ στο νεοϊδρυθέν Βασίλειο της Ελλάδος. Πρώτος σταθμός της εγκατάστασης φέρεται η Χίος, όπου το όνομα μετατράπηκε σε Γιουσουρούμ (από το αρχικό Γιουσουρούν). Το 1863, με σκοπό να εγκαινιάσουν μια νέα ζωή στη μικρή, αλλά ταχέως αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου ζούσαν λιγότερες από 50.000 ψυχές.
Όπως κάθε πρωτεύουσα, το «αθηναϊκό χωριό» φιλοξενούσε τις πρώτες εμπορικές, τραπεζικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες της χώρας, εξελισσόταν σε δυναμικό πεδίο συνάντησης ανθρώπων και ιδεών, διατηρώντας ταυτόχρονα την αίγλη του κλασικού παρελθόντος. Σε αυτό το ιδιαίτερο πνεύμα της αθηναϊκής «BelleEpoque», το Μοναστηράκι έγινε πυρήνας της εμπορικής και οικονομικής κίνησης της πόλης, με επίκεντρο το μεγάλο Δημοπρατήριο της Πλατείας Αβησσυνίας.Το 1887, η επιχείρηση επεκτάθηκε από τον πρωτότοκο Ηλία, και έγινε ο πυρήνας της εβραϊκής κοινότητας της Αθήνας. Στο πατρικό σπίτι της Καραϊσκάκη 1 λειτούργησε και η πρώτη Συναγωγή της πόλης. Το παλαιοπωλείο των Γιουσουρούμ εξελίχθηκε σε έμβλημα της περιοχής του Δημοπρατηρίου, καταλήγοντας συνώνυμο όχι μόνο όλων των παλιατζίδικων της Αθήνας αλλά και όλων των υπαίθριων αγορών. Σήμερα, στο μυαλό, τη γλώσσα και την καθημερινότητα των Αθηναίων επιβιώνουν λέξεις και φράσεις με άγνωστη ετυμολογία και προέλευση, αλλά δική τους ζωή. Το «Γιουσουρούμ» είναι μία από αυτές: αυτόματος τρόπος συνεννόησης για τις αγορές και τις κυριακάτικες βόλτες στα παλιατζίδικα, ένα ορόσημο της χαμένης τοπογραφίας της Αθήνας.